Άρθρα

Η άρνηση της γλώσσας είναι η μόνη καταδίκη της

Του Διονύση Λεϊμονή

«Μήγαρις έχω άλλο στον νου μου πάρεξ ελευθερία και Γλώσσα», μας λέει ο εθνικός μας ποιητής, ο Δ. Σολωμός και συνεχίζει ως εξής: «Κοράκοι όλοι κοράκοι αληθινοί και χειρότεροι από τον κόρακα, όπου βγήκε από την κιβωτό και εθρεφόταν από τα λείψανα, όπου είχε αφήσει ο κατακλυσμός του κόσμου…». Με αυτή την ορμή και αγανάκτηση πολεμούσε ο Σολωμός τους σοφολογιότατους, οι οποίοι προσπαθούσαν να τυφλώσουν το Γένος με την καθαρεύουσά τους, τους τόνους και τα πνεύματά της. Αγωνιζόμενος για τη γλώσσα καθαγιάζοντας ταυτόχρονα ένα μέρος της πνευματικής ελευθερίας. Η βαθύτερη ιδέα που κρύβει ο «Διάλογος» βρίσκεται στην περίφημη φράση του ποιητή: «Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού κι αν είσαι αρκετός (άξιος), κυρίεψε την»…

Μια γλώσσα που δεν πληγώνει, παρά την πληγώνουμε με το να την αποστρεφόμαστε, με το να την αρνούμαστε, μα το να την υποβαθμίζουμε, εμείς που θα έπρεπε να την τιμούμε, περισσότερο από όσο την τιμούν όσοι την εκτίμησαν στους αιώνες πραγματικά, τη δανείστηκαν με σεβασμό, την αξιοποίησαν δημιουργικά προς όφελός τους και τη χρησιμοποιούν στον κόσμο όλο ως το όργανο έκφρασης των πιο λεπτών πτυχών της ανθρώπινης ψυχής, σκέψης και ανάγκης. «Ελευθερία και γλώσσα», ένα δίπτυχο που θα έπρεπε να εκτιμάμε δεόντως ως Έλληνες μην αρκούμενοι στην επετειακή αναγνώρισή κάθε 9 Φεβρουαρίου, μια φορά τον χρόνο και μετά το χάος, το σκοτάδι, αδιαφορία…

Και δεν θεωρώ απειλή για τη γλώσσα την εισροή ξενικών λέξεων, δεν απειλεί τη γλώσσα η ένδυσή της με ιμάτια αλλότρια, η περιδιάβασή της στην απέραντη οικουμένη. Δεν είναι αδυναμία η συνεχής αλλαγή, οι μεταμορφώσεις, οι διαφοροποιήσεις από τόπο σε τόπο από περιοχή σε περιοχή, από στόμα σε στόμα. Αυτή ίσα ίσα μαρτυρά τη δυναμική της, τη ζωντάνια της, την αξία της, το μεγαλείο της. Διαγράφοντας μια αέναη πορεία μέσα στον χρόνο, εργαλείο έκφρασης και αποτύπωσης της ίδιας της ζωής, πάλλον κύμβαλο της εσωτερικής μας ζωής και υπόστασης, εργαλείο συνεννόησης, επικοινωνίας, ένα σύνολο λεκτικών ψηφίδων για να αποτυπωθεί παντοίως και πανταχόθεν η τέχνη, η Ελληνική Γλώσσα ανέδειξε τον άνθρωπο και αναδείχθηκε δικαιώνοντας τη μεγαλοσύνη μιας γλώσσας που δεν πλάστηκε από ειδικούς, δεν συντάχθηκε σε ανήλιαγα γραφεία, δεν αποτέλεσε μουσειακό είδος σε καλαίσθητο σαλόνι, παρά ζωντανό οργανισμό, που ακολούθησε κατά πόδας τη ζωή, περνώντας από Συμπληγάδες, από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και άμε γύρευε από πόσα αθέατα στους πολλούς σκοτεινά μονοπάτια για να αναβλύσει προς έκπληξη όλων ως γάργαρο νερό, μουρμουρητό τρεχαλητό κι άλλοτε πάλι σιωπηλό ρυάκι με φερτές ύλες που κατάφερε σύγκαιρα να αποστραγγίσει μουσκεύοντας τα ιαματικά με τη δροσιά της αξιοσύνης της. Κι αυτή η αξιοσύνη της οφείλεται στο ότι μιλήθηκε και γράφτηκε από ανθρώπινα χείλη, προσαρμόστηκε στις ανθρώπινες ανάγκες , υπηρέτησε τους φυσικούς ομιλητές της και τους όπου γης χρήστες της με αυταπάρνηση, αποδεικνύοντας περίτρανα στους αιώνες ότι τα γνήσια και αυθεντικά δημιουργήματα δεν απειλούνται από κανέναν κι από τίποτα παρά από την αναίτια άρνηση και την παράλογη αδρανοποίηση που προέρχεται από μια άλογη στενομυαλιά και μια ξιπασιά που ελπίζω και θέλω να πιστεύω δεν θα αποβεί μοιραία για τη συνέχειά της.

Το άφθαρτο, θεϊκό μεγαλείο της Ελληνικής Γλώσσας υμνεί ο σπουδαίος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Το μοιράζομαι μαζί σας ευχόμενος να αποτιμήσουμε θετικά αυτόν τον θησαυρό αναδεικνύοντας και πλουταίνοντάς τον καθημερινά με τις λεκτικές μας επιλογές και χρήσεις:
Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς / θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα / ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει. / Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα / στοὺς γαλάζιους διαδρόμους / συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς / μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ / δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε / μεταξύ τους μὲ μουσική (Νικήφόρος Βρεττάκος, «Η ελληνική γλώσσα»).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το