Πολιτισμός

Ενενήντα χρόνια Νέα Ιωνία μέσα από το βιβλίο «Η Νέα Ιωνία του 1933»

Έρευνα του Άθω Τριγκώνη στην εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», επιμέλεια:
Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά, εικονογράφηση: Γιάννη Κονταξή

Του Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά

Δεύτερο δημοσίευμα
Στο πρώτο δημοσίευμα διαβάσαμε τον χαιρετισμό του δημάρχου Νέας Ιωνίας Στέφανου Φούσκη (2003), τον πρόλογο της προέδρου της Εστίας «Ίωνες» Άννας Αϊβαζόγλου και το εισαγωγικό σημείωμα του επιμελητή για την έκδοση του βιβλίου «Η Νέα Ιωνία του 1933». Στο σημερινό, δεύτερο δημοσίευμα, θα δούμε το βιογραφικό του λαμπρού δημοσιογράφου Άθω Τριγκώνη, καθώς και στοιχεία από την εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή». Θα συμπληρώσουμε, με πληροφορίες για τη Νέα Ιωνία της εποχής εκείνης από τον «Μέγα Οδηγό του Βόλου και Περιχώρων» (έκδοση Θεσσαλονίκη, 1933) και μετά θα αρχίσουμε να διαβάζουμε την έρευνα, όπως τη γράφει στην εφημερίδα. Διαβάζουμε:
«Άθως Τριγκώνης
«[…]Ο Άθως Τριγκώνης γεννήθηκε στον Βόλο το 1907 και μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, πήγε στο Παρίσι με την καθηγήτρια πιάνου Αννέτα Τσολάκη, η οποία συνώδευσε επίσης και τον γιο της Πάνο, τον μετέπειτα γνωστό αρχιτέκτονα. Έναν χρόνο κατέγινε ο Άθως με την καλύτερη εκμάθηση της γλώσσας, αλλά τον πρώτο καιρό είχε απογοητευθεί και έφτασε μάλιστα ώς τη Μασσαλία για να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα. Τελικά όμως επέστρεψε στο Παρίσι, γράφτηκε στη Σορβόνη και πήγε θαυμάσια στις δημοσιογραφικές του σπουδές.
Ύστερα ξαναγύρισε στην Ελλάδα, υπηρέτησε το στρατιωτικό του και κατόπιν εγκαταστάθηκε στον Βόλο, όπου άρχισε να γράφει θαυμάσια χρονογραφήματα στον «Ταχυδρόμο» υπό τον τίτλο «Σκόρπια φύλλα».


Αργότερα προσλήφθηκε στη «Σημαία» διευθυντής και ανέβασε αισθητά τη χαμηλή κυκλοφορία και κατόπιν μεταπήδησε στη «Λαϊκή Φωνή» ως αρθρογράφος.
Το 1934 κυκλοφόρησε ένα χαριτωμένο και ιστορικό ταυτόχρονα βιβλίο με τίτλο «Χρονικά του Βόλου».
Στη συνέχεια ο Τριγκώνης πήγε στην Αθήνα και εργάστηκε κι εκεί σε εφημερίδες, αλλά με τη Μεταξική δικτατορία διώχθηκε.
Πήγε ξανά στο Παρίσι, με τη βοήθεια του Ρήγα Πάντου και του ζωγράφου Βουρλούμη και έμεινε εκεί γύρω στον έναν χρόνο.
Ύστερα ξαναγύρισε στον Βόλο και εδώ τον βρήκε ο πόλεμος του 1940.
Στρατεύθηκε και πριν φύγει για το Μέτωπο, είχε αφήσει πάνω στο γραφείο του σπιτιού του ένα φύλλο δημοσιογραφικού χαρτιού με τις λέξεις: «Ο πόλεμος έρχεται. Άλλοι από σας θα ζήσουν, άλλοι από μας θα πεθάνουν».
Στον πόλεμο τραυματίστηκε στο πόδι, μεταφέρθηκε στην Αλεξανδρούπολη και μετά τη νοσηλεία του επισκέφθηκε για λίγο τον Βόλο, αλλά ξαναγύρισε στο Μέτωπο, στο Τάγμα των χιονοδρόμων, όπου υπηρετούσε.
Τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1941, συνελήφθη από τους Ιταλούς για ανάμιξή του στην οργάνωση, που φυγάδευε τους Εγγλέζους στη Μέση Ανατολή.
Οδηγήθηκε στο στρατόπεδο της Νέας Ιωνίας και βασανίστηκε φρικτά και κατόπιν μεταφέρθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ» στην Αθήνα». Εκεί δικάστηκε και καταδικάστηκε, αλλά στο μεταξύ από την κακοποίηση ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Ελπίς». Ο ίδιος ζήτησε να τον μεταφέρουν στη «Σωτηρία», όπου υπηρετούσε ο φίλος του γιατρός Τάκης Τσινίκας, αλλά όταν τον μετέφεραν εκεί, ο φίλος του είχε έλθει στον Βόλο.
Ο Άθως Τριγκώνης πέθανε μόνος και αβοήθητος στη «Σωτηρία» στις 18 Απριλίου 1942 σε ηλικία 35 ετών».
(Από το βιβλίο «Χρονικά του Βόλου», Βόλος 1934, ανατύπωση από την Ομοσπονδία Συλλόγων Αποδήμων Μαγνησιωτών Αττικής, Οκτώβρης 1987, σελίδες ΧΙΙ και ΧΙΙΙ»)».


Ακολουθεί η ταυτότητα της εφημερίδας «Λαϊκή Φωνή»:
«Λαϊκή Φωνή» Ημερήσια Θεσσαλική Εφημερίς Εκδιδόμενη εν Βόλω: «Εφημερίδα που κυκλοφόρησε στον Βόλο από τον Οκτώβριο του 1922 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1935. Σ’ αυτήν εργάστηκε ως δημοσιογράφος ο Άθως Τριγκώνης, πολυγραφότατος και διεισδυτικός» («Τυπο-φωτο-γραφικό πανόραμα του Βόλου», Νίτσας Κολιού, 1991, τόμος Α’, σελ. 364»)».
Θεωρώ χρήσιμο να διαβάσουμε τι γράφει ο «Μέγας Οδηγός του Βόλου και των Περιχώρων» για τον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας Βόλου εκείνη την εποχή (1933). Διαβάζουμε:
««Νέα Ιωνία. Προσφυγικός συνοικισμός υπαγόμενος εις τον Δήμον Παγασών. Κείται δυτικώς της πόλεως Βόλου εκείθεν της γεφύρας της οδού 2ας Νοεμβρίου. Αριθμεί κατά την επίσημον απογραφήν του 1928, 6.186 κατοίκους, ασχολουμένους εις το εμπόριον, την βιοτεχνίαν, εις χειρονακτικάς εργασίας, κ.λπ. Επίσης πλείστοι εκ των κατοίκων αμφοτέρων των φύλων, εργάζονται εις τα εν Βόλω εργοστάσια (υφαντουργεία – κεραμοποιεία – μεταξουργεία κ.λπ.) και εις άλλας επιχειρήσεις ως ιδιωτικοί υπάλληλοι. Συγκοινωνεί με τον Βόλον διά τακτικής συγκοινωνίας λεωφορείων αυτοκινήτων – Νέα Ιωνία – Άναυρος… Εάν ψηφισθή το υπό συζήτησιν νομοσχέδιον θα χωρισθή από του Δήμου Παγασών και θ’ αποτελέση ιδίαν κοινότητα». (Σημείωση: Χωρίστηκε από τον Δήμο Παγασών (Βόλου) το 1947 και απετέλεσε ιδιαίτερο Δήμο, τον Δήμο Νέας Ιωνίας Μαγνησίας)».
Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο θεμέλιος λίθος του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Ιωνίας τέθηκε στις 15 Αυγούστου 1923 και τότε δόθηκε και το όνομα «Νέα Ιωνία».
Και τώρα αρχίζουμε να διαβάζουμε τις συνέχειες του Άθω Τριγκώνη στη «Λαϊκή Φωνή», όπως ακριβώς τα γράφει, διατηρώντας την ορθογραφία της γραφής του (σε μονοτονική γραφή):
«Τετάρτη 3 Μαΐου 1933
Το μεγάλο θαύμα των προσφύγων Η προσαρμογή των εις την νέαν ζωήν. – Ο διαμορφωθείς, όταν ήταν υπόδουλοι, χαρακτήρ των. – Νέοι Ίωνες. – Μία πρωϊνή επίσκεψις εις την Νέαν Ιωνίαν. – Ο βρώμικος δρόμος και οι αγουροξυπνημένοι κάτοικοί του. – Ο ψαράς
Είναι δύσκολο, είναι το δυσκολώτερο πράγμα σήμερα, να μιλήση κανένας για τους πρόσφυγας, για τους συνοικισμούς των, και να πη κάτι το καινούριο, το πρωτότυπο, το μη ειπωμένο μέχρι τώρα.
Συμπληρώθηκαν πια, δέκα χρόνια από τότε που οι πρόσφυγες, κυνηγημένοι από τα μέρη τους, ήλθαν και εγκατεστάθησαν εδώ. Και τώρα δέκα χρόνια, η ζωή τους, οι συνήθειές τους, τα ήθη τους, τα έθιμά τους, ζυμώθηκαν με τα δικά μας και η δυστυχία τους ενώθηκε με τη δική μας δυστυχία, τόσο μάλιστα, που η λέξις πρόσφυξ να μην σημαίνη πια ό,τι εσήμανε, να μην χαρακτηρίζη ό,τι εχαρακτήριζε, να μη θυμίζη τίποτε άλλο από ένα αρκετά απομακρυσμένο παρελθόν, κατά το οποίο οι άνθρωποι αυτοί ήτανε δυστυχέστεροι από μας- ενώ σήμερα, κοινές είναι οι δυστυχίες μας, κοινοί οι πόνοι μας, κοινές, θα ’λεγα, οι πληγές μας.

Ωστόσο όμως, πηγαίνοντας κανένας σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό, με τη διάθεση να δη τη ζωή του, να εξετάση τις ανάγκες και τα ζητήματά του, να νοιώση τον πόνο των κατοίκων του, πάντα θ’ ανακαλύψη κάτι, θα διακρίνη, θα διαισθανθή μάλλον, ανάμεσα από το νέο στρώμα των συνηθειών της νέας δεκάχρονης ζωής των ανθρώπων αυτών, τον ατομικό, τον ιδιαίτερο, τον παληό χαρακτήρα της προτερινής ζωής των. Και η λέξις πρόσφυξ, ο όρος προσφυγικός κόσμος, δεν σημαίνει σήμερα, παρά ένα πληθυσμό που ήρθε μια φορά στον τόπο μας, φέρνοντας μαζύ του τον τρόπο της ζωής που είχε διαμορφώσει εκεί κάτω, στα μέρη του και που σιγά-σιγά, υπό την επίδρασιν των νέων αναγκών της ζωής του και των συνηθειών της δικιάς μας ζωής, που βρήκε ερχόμενος εδώ, διεμόρφωσε μια νέα δικιά του ζωή, δημιούργησε έναν δικό του, ξεχωριστό τρόπο ζωής-πλησιέστερα μεν με τον δικό μας, πάντα όμως χαρακτηριστικώτερο, ατομικώτερο, και πολύ-πολύ ενδιαφέροντα. Νομίζω δε, ότι η πιο ενδιαφέρουσα πλευρά των προσφύγων κι’ η πλευρά η οποία ολιγώτερο φωτίστηκε κι’ ολιγώτερο μελετήθηκε είναι ακριβώς αυτή: Ο τρόπος με τον οποίον κατώρθωσαν αυτοί οι άνθρωποι, ερχόμενοι σε μια χώρα, η οποία, δεν μπορούμε να πούμε ότι είχε κανέναν ανώτερον πολιτισμό από τον δικό τους, να προσαρμοσθούν στη νέα ζωή, να κολλήσουν, θα ’λεγα επάνω της, ώστε σήμερα ν’ αποτελούν μεν ένα ξεχωριστό και χαρακτηριστικό κομμάτι του όλου πληθυσμού, ποτέ όμως μια παραφωνία μέσα στο σύνολο, μια αντίθεσι, μια δυσαρμονία. Κι αν οι πρόσφυγες σήμερα είναι άξιοι θαυμασμού, είναι κυρίως γιατί κατώρθωσαν να προσαρμοσθούν έξω από κάθε μοιρολατρική και ρομαντική ενατένισι της προηγούμενης των ζωής, του παρελθόντος των, στις ανάγκες και συνθήκες που η νέα μορφή της εδώ διαβιώσεώς των τους επέβαλε.
Θα ήταν δύσκολο, στα αναγκαστικώς στενά όρια μιας δημοσιογραφικής ερεύνης για τις ανάγκες και τα ζητήματα των προσφύγων, να αναλυθή και να μελετηθή αυτό το ζήτημα, τόσο πλατειά, ώστε να βγουν τα αναγκαία συμπεράσματα.

Πάντως θα μπορούσαμε μ’ έναν τρόπο σύντομο και γενικό να πούμε ότι η γρήγορη και θαυμαστή προσαρμογή των προσφύγων στο νέον τρόπον της εδώ ζωής, οφείλεται, κατά τη γνώμη μας, πηγάζει να είναι αποτέλεσμα της μακραίωνης διαβιώσεώς των κάτω από την τουρκικήν κυριαρχία-διαβιώσεως η οποία κράτησε μέχρι το 1922. Τόσους αιώνας, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ζούσαν κάτω από ένα, αν θέλετε σκληρόν ή μαλακόν ζυγόν, ζούσαν σύμφωνα με την αυταρχικήν θέλησιν του κυριάρχου λαού και σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του κυριάρχου αυτού λαού κανόνιζαν και αυτοί τη ζωή και τις επιδιώξεις των.
Ήταν τοιουτοτρόπως, ιδίως στα παληότερα χρόνια, υποχρεωμένοι να «μανουβράρουν», να ελίσσωνται και να αλλάζουν, επιφανειακά έστω, τρόπους ζωής, ώστε σιγά – σιγά απέκτησαν ως λαός μια πειθαρχημένη ικανότητα ελιγμών την οποίαν οι από πολύν καιρόν ελεύθεροι πολιτικώς λαοί έχουν χάσει.
Στην άνω αιτία, θα ’πρεπε επίσης, να προστεθή η μεγάλη επιρροή την οποίαν θα ήσκησε, στη διαμόρφωσι του χαρακτήρος των Μικρασιατών, το θαυμάσιο κλίμα της Μικράς Ασίας, το ίδιο κλίμα που παρήγαγε μια φορά τους Ίωνας. Έτσι και οι πρόσφυγες, σαν τους αρχαίους Ίωνες είναι κομψοί και ελαφροί, έχουν πνεύμα παιχνιδιάρικο και ανοιχτό και καθόλου μονοκόμματο χαρακτήρα. Εξ άλλου δε, οι πρόσφυγες των παραλίων της Μικράς Ασίας, ας σημειωθή και αυτό, ζούσαν σ’ ένα διεθνές περιβάλλον, που οι ελεύθεροι Έλληνες ασφαλώς ποτέ δεν εγνώρισαν. Όλα τ’ ανωτέρω, θα μπορούσαν ίσως, να εξηγήσουν, την θαυμαστήν, επαναλαμβάνω, ευκολία με την οποίαν οι πρόσφυγες τόσο γρήγορα σχετικώς προσηρμόσθησαν με τη ζωή που ούτε διάλεξαν και που πιθανώς για πολλούς εξ αυτών δεν παρουσίαζε εν συγκρίσει με τη δική τους, πολλά σημεία ανωτερότητος.
Πρέπει όμως να τελειώση η αρκετά μακρά, μολονότι περιωριστήκαμε σε γενικότητες, εισαγωγή αυτή».
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το