Πολιτισμός

Αλόννησος: Ταξιδεύοντας με έναν «Κύκνο»

της Λιλής Χ. Τσουρνάβα – Κουτσορίζωφ*

Έφτανε καμαρωτό στη μέση του μικρού κολπίσκου. Οι βάρκες με τα κουπιά ξεκινούσαν από τον μόλο, φορτωμένες πράγματα και γυναικόπαιδα που τσίριζαν στο παραμικρό παλαντζάρισμα. Ανεβαίνοντας την καραβόσκαλα, που πήγαινε πέρα δώθε, τα τσιρίγματα δυνάμωναν. Οι ναύτες και οι βαρκάρηδες που βοηθούσαν, χαμογελούσαν καθησυχαστικά αλλά και λίγο κοροϊδευτικά. Τι νησιώτες είστε ’σείς; Ναι, ήταν βουνίσιες νησιώτισσες, το Χωριό ήταν ψηλά, από μακριά αγνάντευαν και άκουγαν τη θάλασσα όταν ήταν αγριεμένη. Από κει ψηλά, έβαζαν σκιάδι το χέρι στα μάτια για να δουν αν έφτανε το παπόρι. Ένα παπόρι που το έλεγαν ΚΥΚΝΟ, κάτασπρο και όμορφο, όπως οι δύο περήφανοι κύκνοι που ήταν ζωγραφισμένοι στην πλώρη του.
Ήταν καλοτάξιδο λέγαν, για να το καλοπιάσουν, να μην κουνάει πολύ. Ήταν και γρήγορο λέγαν, έφτανε σε 6-7 ώρες στον Βόλο. Πριν, το ταξίδι διαρκούσε περισσότερο και πιο πριν, με τα καΐκια, ακόμη και μέρες.
Όταν ‘έπιανε’ ο καιρός, διανυκτέρευαν πολλές φορές στον Πλατανιά ή στον Κατηγιώργη, στρωματσάδα έξω από μια εκκλησία δεν πρέπει να υπήρχαν σπίτια τότε εκεί. Οι κουρελούδες ήταν απαραίτητο αξεσουάρ των ταξιδιών!

Όταν μπήκε στη «γραμμή» το ΚΥΚΝΟΣ γίναν πιο συχνά τα ταξίδια. Συνήθως για επίσκεψη σε γιατρούς και αργότερα, μεγάλη πολυτέλεια, για το παζάρι του Βόλου! Το πιο σπουδαίο, όμως, ήταν πως έσπασε η μεγάλη απομόνωση του μικρού άσημου νησιού. Σε παρουσιάσεις που γίνονται για το ιστορικό πλοίο, η Χαλκίδα, η Αιδηψός, η Λίμνη, η Σκιάθος και η Σκόπελος ακούγονται. Εκεί το έβλεπαν περισσότερο, ήταν η καθημερινότητά τους. Σε κάποιες παλιές κιτρινισμένες αφίσες δρομολογίων, η Αλόννησος αναφέρεται μέσα σε παρένθεση!
Όμως, για τους Αλοννησιώτες, τους Λιαδρομίτες, (Διαδρόμια, Λιαδρόμια λεγόταν παλιά το νησί γιατί ήταν σε πέρασμα σημαντικής διαδρομής των πλοίων από τα αρχαία ακόμη χρόνια) ήταν τόσο σπουδαίο το ΚΥΚΝΟΣ! Δεν το βλέπαν συχνά, γι’ αυτό ήταν πολύτιμο. Κανένα άλλο πλοίο της «γραμμής» δεν εκτιμήθηκε τόσο. Αυτό ήταν το καλοτάξιδο, το όμορφο μεγάλο παπόρι, που έστω για μια φορά την εβδομάδα, έσπαζε τον αποκλεισμό του νησιού. Όταν δε είχε φουρτούνα, περνούσε και μήνας να φανεί, γι’ αυτό ίσως ήταν σε παρένθεση η Αλόννησος στους πίνακες δρομολογίων!

Όταν αποκλειόντουσαν κάποιοι στον Βόλο, στο γιαλό κατέβαιναν οι γυναίκες και έριχναν στη θάλασσα το λάδι του καντηλιού για να ηρεμήσει. Το πίστευαν και ναι, γινόντουσαν θαύματα!
Καμιά φορά, έβαζαν στο πλοίο από τη Σκόπελο ή τη Σκιάθο αρρώστους σε φορείο. Είχε νυχτώσει πια και μέσα στο ημίφως και την ησυχία του σαλονιού, οι μισοκοιμισμένοι επιβάτες ανατρίχιαζαν και ένιωθαν συμπόνια ακούγοντας τον ήχο από τον χτύπο του καρφιού που μπηγόταν για να κρεμάσουν τον ορό.
Έφτανε στον Βόλο πάντα βράδυ και οι φωτεινές πολύχρωμες επιγραφές εντυπωσίαζαν. Τα μικρά παιδιά βλέποντας από μακριά τα αυτοκίνητα να τρέχουν στον παραλιακό δρόμο, ρωτούσαν: «Τι είναι αυτές οι μεγάλες αγελάδες, με τα φωτεινά μάτια;» Τα ήξεραν μόνο από φωτογραφίες και κάποια σπάνια παιχνιδάκια που έφταναν εκεί. Δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα ούτε ηλεκτρισμός στο νησί.
Κατεβαίνοντας από το πλοίο, έμπαιναν στις άμαξες με τα άλογα που περίμεναν τους ταξιδιώτες. Έπαιρναν τον δρόμο για να φιλοξενηθούν (αγόγγυστα) από τους συγχωριανούς που κατοικούσαν στον Βόλο. Υπήρχε αλληλεγγύη…

Όταν τελείωναν οι δουλειές, οι γιατροί, τα ψώνια, κατέβαιναν στο λιμάνι με τα μπαγκάζια τους. Οι γυναίκες ξεχώριζαν από το είδος της φορεσιάς τους. Ήταν οι Τρικεριώτισσες, οι Σκιαθίτισσες, οι Γλωσσώτισσες, οι Αλοννησιώτισσες. Αυτές οι τελευταίες εξακολουθούσαν, για τα περισσότερα χρόνια, να τιμούν το παλιό τους ντύσιμο. Έτρεχαν όσο τους επέτρεπαν τα «πασούμια» τους και οι φαρδιές φουστάνες, φορτωμένες τις καλαθούνες τους. Εντύπωση έκαναν οι Τρικεριώτισσες που κουβαλούσαν πράγματα και στο κεφάλι, εκτός από τα χέρια.
Οι κουλουράδες με τα σουσαμένια κουλούρια (τότε δεν λεγόντουσαν Θεσσαλονίκης), περασμένα σε σπάγκο πέντε-πέντε, ξεπουλούσαν γρήγορα, ήταν δώρο καλοδεχούμενο σε παιδιά και εγγόνια, σπάνιο «λεγούδι» (λιχουδιά). Πολλοί κουβαλούσαν και φρατζόλες άσπρο ψωμί (χάσικο) που τρωγόταν σαν γλύκισμα. Μπαίναν στο πλοίο και βολευόντουσαν στους πάγκους. Οι Αλοννησιώτες φρόντιζαν να βρουν τα πιο άνετα σημεία. Ήταν οι τελευταίοι που θα έφταναν, μετά τις ατέλειωτες ώρες. Πού και πού έπιναν κανέναν νερουλό καφέ, που τον έλεγαν γελώντας «βαπορίσιο», έκαναν υπομονή, κοιμόντουσαν, κουβέντιαζαν, έλεγαν τα νέα της υγείας τους.
Οι γυναίκες είχαν πάντα την έννοια μήπως «κουνήσει» το καράβι και έτρεμαν τον φοβερό κάβο «Γουρούνα», αλλά παρηγοριόντουσαν στη σκέψη ότι το ΚΥΚΝΟΣ ήταν γερό σκαρί.

Όταν προσπερνούσαν πια τα δύο νησάκια του «Άη – Γιωργιού» και άσπριζε φωλιασμένο ψηλά στην κορφή το Χωριό τους, ησύχαζαν, αναθάρρευαν και σηκωνόντουσαν να ετοιμαστούν. Με το σφύριγμα της άφιξης, όμως, επαναλαμβανόταν η αγωνία για την κουνιστή καραβόσκαλα και τις βάρκες! Έφταναν σώοι τελικά στον μόλο και ενώ έπαιρναν το ανηφορικό μονοπάτι μέσα από το ρέμα του Πατητηριού, το ΚΥΚΝΟΣ φεύγοντας, τους χαιρετούσε για μία ακόμη φορά με ένα δυνατό σφύριγμα.
Φορτωμένα γαϊδουράκια πήγαιναν μπροστά και πίσω ποδαρόδρομο οι ταξιδιώτες. Στη μέση της διαδρομής για το Χωριό, δροσιζόντουσαν άνθρωποι και ζώα, από βρυσούλα με τρεχούμενο νερό, ανάμεσα σε θροΐσματα από λεύκες και μοσχοβολιές από σχίνα και αγράμπελη.
Την ίδια ώρα από το Παραπόρτ (παραπόρτι) γυναίκες κουνούσαν μαντήλια και χαιρετούσαν από ψηλά τον κάτασπρο ΚΥΚΝΟ που έφερε σώους πίσω τους αγαπημένους τους.
Το ταξίδι στον Βόλο ήταν τόσο μακρινό σε μίλια, σε συνήθειες, ακούσματα, ήθη…

Αυτό ήταν το ΚΥΚΝΟΣ, το αγαπημένο παπόρι, που το έριξε η μοίρα του από πολυτελές γιοτ που ήταν το 1930 στην Αμερική, στην άγονη κυριολεκτικά γραμμή των Σποράδων. Είχε ήδη βοηθήσει στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και είχε έρθει στην Ελλάδα το 1947, κουβαλώντας ανθρωπιστική βοήθεια. Ακόμη και άλογα λένε έφερε, ως δώρο, από τους αγρότες της Αμερικής για τους αγρότες της Ελλάδας (αυτό ίσως θα ήταν και η πιο ανιδιοτελής βοήθεια).
Ταξίδεψε στα ελληνικά νερά 27 χρόνια, αφήνοντας το στίγμα του σε πολλών τις αναμνήσεις.
Το 1974 σταμάτησε τα δρομολόγια για να γίνει παλιοσίδερα και να ανακυκλωθεί σε μια νέα ζωή…

Υ.Γ. Μα, γιατί είμαστε – σχεδόν όλοι νομίζω – τόσο κολλημένοι στις διηγήσεις τον παππούδων και στις πρώτες παιδικές μας αναμνήσεις; Ιδίως όταν έχουμε κάμποσο μεγαλώσει, ενώ στο ενδιάμεσο της ζωής μας, όλα ξεχασμένα τα έχουμε…

Η Λιλή Χ. Τσουρνάβα – Κουτσορίζωφ είναι γιατρός, συγγραφέας, αρθρογράφος

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το