Πολιτισμός

Αγ. Ιωάννου του Σιναΐ του διδασκαλίες περί Ψαλμωδίας – Από τη σπουδαία ασκητική συγγραφή αυτού, «Κλίμαξ των Αρετών»

Του
Κων/νου Χαριλ. Καραγκούνη,
καθηγητού της Ανωτάτης
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών

Ο Ιωάννης Σιναΐτης, ηγούμενος της Μονής Αγ. Αικατερίνης Σινά, τοποθετείται περί το 525 ή το 579 μ.Χ. Η καταγωγή του δεν είναι γνωστή. Κατέφυγε στη Μονή σε ηλικία 16 ετών, έχοντας ήδη αποκτήσει κοσμική σοφία, γι’ αυτό και εκαλείτο «σχολαστικός». Μοναχός εκάρη σε ηλικία 20 ετών. Στο Σινά υπετάγη στον γέροντα Μαρτύριο επί 19 έτη, εγκαταλείποντας την κοσμική σοφία, για να αποκτήσει την «ουράνια αμάθεια», κατά το Συναξάρι του. Μετά την κοίμηση του γέροντός του, σε ηλικία 35 χρόνων επέλεξε την ερημιτική ασκητική ζωή, παραμένοντας επί 40 έτη στο περίφημο σπήλαιο «του Θολά», που απέχει 8 χιλιόμετρα από τη Μονή. Εκεί, μακριά από τον κόσμο, με νηστεία, αγρυπνία, σιωπή, προσευχή και δάκρυα κατανύξεως καλλιέργησε τις μεγάλες αρετές. Όταν αναγνωρίστηκε η πνευματική του υπεροχή, έγινε διά της βίας ηγούμενος της Μονής, αλλά, σύντομα, απεσύρθη πάλι στην αγαπημένη του ησυχία. Ο Ιωάννης κοιμήθηκε περί το 600 ή το 649 μ.Χ.
Το έργο: Το περίφημο έργο του Ιωάννου Σιναΐτου «Κλίμαξ των Αρετών», από το οποίο έλαβε την επωνυμία «Ιωάννης της Κλίμακος», είναι από τα πλέον γνωστά και διαδεδομένα ασκητικά συγγράμματα. Αποτελεί προσφιλέστατο ανάγνωσμα στις Τράπεζες των Μοναστηριών, γι’ αυτό απαντά σε πλήθος χειρογράφων κωδίκων και έντυπων εκδόσεων. Ο Ιωάννης ηγούμενος Ραϊθώ ζήτησε από τον Ιωάννη Σιναΐτη μία έκθεση για την πνευματική άσκηση και ο τελευταίος του έστειλε την «Κλίμακα» όπου περιγράφει μία σοφή μέθοδο πνευματικής ζωής, διά της οποίας ο άνθρωπος αφυπνίζεται και πλησιάζει τον Θεό. Στη μάχη με το «εγώ» του πρέπει να ανέβει μία κλίμακα 30 αρετών, προκειμένου να φθάσει στα τελευταία σκαλοπάτια της, που είναι η πίστη, η ελπίδα και, τελικώς, η αγάπη.
Περί Ψαλμωδίας: Ο Ιωάννης της Κλίμακος έχει μελετήσει καλά το ζήτημα της Ψαλμωδίας στην ασκητική παράδοση της Ανατολής. Εντούτοις, δεν γράφει ένα κεφάλαιο ειδικά γι’ αυτή. Σκορπίζει τις περί Ψαλμωδίας διδαχές του σε όλα τα κεφάλαια της «Κλίμακος», γεγονός που δείχνει ότι δε θεωρεί την Ψαλμωδία ως μία των αρετών, αλλά την αντιμετωπίζει ως μέσο, βοηθητικό εργαλείο στην κατά Χριστόν άσκηση για επίτευξη αρετών. Μάλιστα, ως εργαλείο, δεν είναι κατάλληλο για όλες τις περιπτώσεις· σε ορισμένες μπορεί να είναι άχρηστο. Αν δεν γίνεται σωστή και λελογισμένη μεταχείριση, αποβαίνει επικίνδυνο, βλαπτικό. Ο Όσιος περιγράφει τις θετικές επιδράσεις της Ψαλμωδίας στην ψυχή, αλλά προειδοποιεί και για τους πνευματικούς κινδύνους. Στην καρδιά φωλιάζουν πολλά πάθη· υπεροψία, εγωισμός, υπερηφάνεια και άλλα. Αυτά μετατρέπουν την Ψαλμωδία από όργανο σωτηρίας σε όργανο απώλειας και θανάτου της ψυχής.
Αλλά, ας δούμε μερικές ενδεικτικές διδασκαλίες της «Κλίμακος» περί Ψαλμωδίας:
Θεμελιώδης προϋπόθεση για ευάρεστη στον Θεό Ψαλμωδία είναι η επίγνωση του ψάλλοντος ότι ευρίσκεται ενώπιος ενωπίω με τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό. Εάν συνειδητοποιήσει αυτό, θα αισθανθεί τη μικρότητά του, αλλά και την απέραντη αγάπη, μακροθυμία και συγκατάβαση του Θεού προς το πλάσμα του. Δεν μπορεί τότε να απευθύνεται στον Κύριο με έπαρση, θράσος και ξιπασιά.
Πραγματικά διαμάντια είναι τα ακόλουθα χωρία: «Όπλον μεν οι Πατέρες την ψαλμωδίαν, την δε προσευχήν τείχος, λουτήρα δε το άμωμον δάκρυον είναι ορίζονται». Και «θυμού ίαμα, ατιμίας αγάπη· υμνωδία δε και συμπάθεια», δηλαδή, «θεραπεία του θυμού είναι η αγάπη της ατιμίας, η υμνωδία (!) και η ευσπλαγχνία».
Για την ώρα της Ψαλμωδίας ο ιερός συγγραφέας συμβουλεύει: «Πάντοτε βέβαια, περισσότερο όμως κατά την ώρα της ψαλμωδίας, ας διατηρήσωμε ησυχία και αταραξία. Διότι οι δαίμονες προσπαθούν με τις ταραχές να χαλούν την προσευχή».
Στον ιγ’ Αναβαθμό ο Όσιος συλλαμβάνει και βιάζει την ακηδία να φανερώσει πώς προέρχεται και ποιους φοβάται. Η ακηδία ομολογεί: «Δικά μου τέκνα είναι οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο που γίνονται με τη συνοδεία μου, η παρακοή στον πνευματικό πατέρα, η λησμοσύνη της Κρίσεως, και μερικές φορές η εγκατάλειψη της μοναχικής ζωής. Δικοί μου αντίπαλοι είναι η ψαλμωδία και το εργόχειρο».
Πολύ γλαφυρό είναι ένα απόσπασμα σχετικά με τα δαιμόνια που προσπαθούν να εμποδίσουν την προσευχή ή να ατιμάσουν την Ψαλμωδία: «Ας παρακολουθήσουμε και θα δούμε πως ενώ σημαίνει το σήμαντρο ορατώς μεν συναθροίζονται στη σύναξη οι αδελφοί, αοράτως όμως συνάγονται οι εχθροί. Άλλοι δαίμονες έρχονται στο κρεβάτι μόλις σηκωθούμε και μας πιέζουν να ανακλιθούμε πάλι. Άλλοι, ενώ παριστάμεθα στην προσευχή, έρχονται και μας βυθίζουν στον ύπνο. Μερικοί προκαλούν γέλωτα την ώρα της προσευχής, κάνοντας τον Θεό να αγανακτήση εναντίον μας. Άλλοι μας βιάζουν να διαβάζωμε γρήγορα το Ψαλτήρι από ραθυμία, και άλλοι μας προτρέπουν να ψάλλωμε αργά από φιληδονία…».
Κατά την Ψαλμωδία είναι απαραίτητη η αρετή της διάκρισης: «Όταν η ψαλμωδία είναι μέτρια, καταπραΰνει άριστα τον θυμό. Όταν είναι άμετρη και άκαιρη, δημιουργεί φιληδονία. Γι’ αυτό ας την χρησιμοποιούμε διακριτικά ανάλογα με τις περιστάσεις».
Ένα πάθος που προσβάλει όσους ψάλλουν είναι η κενοδοξία. Να τι μπορεί να καταφέρει: «Τις επισκέψεις των κοσμικών στη Μονή τις αντιλαμβάνεται πρώτη η κενοδοξία… Όταν έρχεται ώρα Ψαλμωδίας, τους ράθυμους τους κάνει πρόθυμους, τους άφωνους καλλίφωνους και τους νυσταλέους άγρυπνους. Τους προτρέπει να καλοπιάνουν τον Τυπικάρη, να τον εκλιπαρούν να τους παραχωρήσει πρωτεία στην Ψαλμωδία και να τον αποκαλούν πατέρα ή διδάσκαλο. Αυτά ώσπου να αναχωρήσουν οι ξένοι. Όσους τιμώνται και προτιμώνται η κενοδοξία τούς οδήγησε στην υπερηφάνεια και όσους καταφρονούνται στη μνησικακία».
Κι ένα τελευταίο, ευμνημόνευτο, από τα τόσα άλλα που δε χωρούν εδώ: «Ψαλμωδίας μη παρούσης, ακηδία ου φαίνεται· και κανόνος τελεσθέντος οφθαλμοί διηνοίχθησαν».

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το