Πολιτισμός

Η «Παγίδα του Αχιλλέα» στη Βαγδάτη

 

 

Του 

Αχιλλέα Παπαρσένου*

 

Βιβλίο: The Achilles Trap

Συγγραφέας: Steve Coll

Εκδ. Penguin Press, 2024, σελ. 576

Πολλά postmortem έχουν γραφεί για την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, που διέταξε ο πρόεδρος Μπους τον Μάρτιο 2003 και τον καταστροφικό για την Αμερική και τη Μέση Ανατολή πόλεμο που ακολούθησε, με τις πληγές του να μην έχουν επουλωθεί δύο δεκαετίες αργότερα. Τον Στιβ Κολ, Αμερικανό δημοσιογράφο, κάτοχο δύο βραβείων Πούλιτζερ και συγγραφέα εννέα βιβλίων για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τις υπηρεσίες πληροφοριών, απασχολεί κυρίως αν και πώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί «η μεγαλύτερη αποτυχία εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής στη μεταψυχροπολεμική περίοδο». 

Στο νέο βιβλίο του επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τον Σαντάμ Χουσεΐν (1937-2006), πέραν της συμβατικής άποψης που ανακύκλωναν γι’ αυτόν οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ και οι μυστικές υπηρεσίες. Για να εισχωρήσει στο μυαλό του Ιρακινού δικτάτορα διενήργησε πάνω από εκατό συνεντεύξεις με Ιρακινούς αξιωματούχους, Αμερικανούς επισήμους και επιθεωρητές του ΟΗΕ, αλλά κυρίως χρησιμοποίησε ανέκδοτες απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες του με στενούς συνεργάτες, τις οποίες εντόπισε ο αμερικανικός στρατός. Ύστερα από δικαστικό αγώνα μέσω του Νόμου για την Ελευθερία των Πληροφοριών κατάφερε να αποσπάσει από το Πεντάγωνο 145 αρχεία από ένα σύνολο 2.000 ωρών ηχογραφήσεων, με την πλειονότητά τους όμως να παραμένει απρόσιτη στους ερευνητές. 

Ο τίτλος του βιβλίου, «η παγίδα του Αχιλλέα», παραπέμπει στο μυστικό πρόγραμμα της CIA για την ανατροπή του Σαντάμ με την κωδική ονομασία «Αχιλλέας», όταν και οι δύο πλευρές παγιδεύτηκαν αναζητώντας την αχίλλειο πτέρνα στον αντίπαλό τους. Ο Σαντάμ, στην εξουσία από το 1979 έως το 2003, θεωρούσε την Αμερική μια αλαζονική υπερδύναμη, που θα δίσταζε όμως να επιτεθεί εναντίον του αραβικού έθνους, που θεωρούσε ότι εκπροσωπούσε ο ίδιος. Η CIA από την πλευρά της έπεισε τρεις προέδρους, τον Μπους πρεσβύτερο, τον Κλίντον και τον Μπους νεότερο, ότι ο Σαντάμ αποτελούσε σοβαρή απειλή, ώστε να εγκρίνουν μυστικά σχέδια ανατροπής του από το 1991 έως το 2003, που αποδείχθηκαν ανεφάρμοστα μέχρι την εισβολή.

Ο Κολ ανατρέχει στις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν της εισβολής, στις χαμένες ευκαιρίες, τις παρανοήσεις, τις ψευδαισθήσεις και τους κακούς υπολογισμούς, που βαρύνουν και τις δύο πλευρές. Στη διάρκεια του οκταετούς ιρακινοϊρανικού πολέμου στη δεκαετία 1980 ο Σαντάμ συνεργάσθηκε με τη CIA επί προεδρίας Ρέιγκαν εναντίον του κοινού εχθρού, του Ιράν. Από τη δεκαετία του 1990 όμως η υποστήριξη προς τη Βαγδάτη εγκαταλείφθηκε από τον πρεσβύτερο Μπους, όταν το Ιράκ εισέβαλε στο πλούσιο σε πετρέλαια Κουβέιτ τον Αύγουστο 1990 για να εκδιωχθεί στις αρχές 1991 από διεθνή συνασπισμό υπό την ηγεσία της Αμερικής και να υποστεί σειρά σκληρών κυρώσεων και αυστηρών ελέγχων του ΟΗΕ για το οπλοστάσιό του.

Το κλίμα καχυποψίας εναντίον του τυραννικού καθεστώτος του, που ήταν υπεύθυνο για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων αντικαθεστωτικών και τη χρήση χημικών όπλων στο παρελθόν εναντίον Ιρανών στρατιωτών, Κούρδων ανταρτών και σιιτικών παραστρατιωτικών ομάδων, κορυφώθηκε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην Αμερική την 11/9/2001,τις οποίες ο Σαντάμ απέφυγε να καταδικάσει δημόσια. Τότε μετατράπηκε σε «μπαμπούλα» από τους νεοσυντηρητικούς της κυβέρνησης Μπους του νεότερου, παρότι δεν εξακριβώθηκαν σχέσεις του με τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα, τα χημικά και βιολογικά όπλα που προβλήθηκαν ως casus belli είχαν καταστραφεί και το πυρηνικό πρόγραμμά του είχε διακοπεί μετά το 1991, ούτε παρουσιάσθηκαν αδιάσειστες αποδείξεις ενοχής του σε ένα ανεπιτυχές σχέδιο δολοφονίας του πατρός Μπους, όταν επισκέφθηκε το απελευθερωμένο Κουβέιτ το 1993.

Όπως πολλοί στη Μέση Ανατολή, ο Σαντάμ ήταν επιρρεπής σε θεωρίες συνωμοσίας και θεωρούσε τη CIA ως παντογνώστρια και πανταχού παρούσα. Κατ’ αυτόν η αμερικανική μυστική υπηρεσία δεν θα μπορούσε να κάνει ένα τόσο κολοσσιαίο λάθος ισχυριζόμενη ότι το Ιράκ διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής, οπότε αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως φόβητρο και πρόσχημα για την εξόντωσή του. Ο Κολ διερωτάται γιατί ο Σαντάμ θυσίασε την εξουσία και τη ζωή του παίζοντας «ρώσικη ρουλέτα» με υπεκφυγές, αντιπερισπασμούς και αδιαφάνεια, αφήνοντας να αιωρείται η υποψία ότι έκρυβε κάτι. Ίσως νόμιζε ότι έτσι θα απέτρεπε κακόβουλα σχέδια των εχθρών του και θα εξασφάλιζε την επιβίωση του καθεστώτος του. 

Κυριευμένος από την έμμονη ιδέα ότι ήταν στόχος μιας ευρύτερης συνωμοσίας των ΗΠΑ, του Ισραήλ και του Ιράν, δήλωνε δικαιωμένος το 1986 με την αποκάλυψη του σκανδάλου Ιράν-Κόντρας, όταν η κυβέρνηση Ρέιγκαν πούλησε όπλα στο Ιράν μέσω του Ισραήλ και με τα έσοδα χρηματοδότησε το αντάρτικο κατά των Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις και ηγεσίες της CIA «απέτυχαν να κατανοήσουν τις λεπτές διαφοροποιήσεις της παράνοιας, της μνησικακίας και των αντιφάσεών του και να τον τιθασεύσουν χωρίς την προσφυγή σε ένα περιττό και καταστροφικό πόλεμο», σημειώνει ο συγγραφέας. Μάλιστα, ενόσω τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν απειλητικά πάνω από τη Βαγδάτη, ο Σαντάμ ήταν απορροφημένος στη συγγραφή μυθιστορημάτων (κυκλοφόρησαν τελικά τέσσερα).

Για τον Κολ καταλυτική ήταν η απουσία επαφών σε ανώτατο επίπεδο μεταξύ 1991 και 2003, που συνέβαλε στις παρανοήσεις και την τοξικότητα, καθώς «πολλά δεν ήταν όπως φαίνονταν». Οι μόνοι Αμερικανοί που μοιράσθηκαν τις σκέψεις του Σαντάμ μαζί με τα κουβανέζικα πούρα που προτιμούσε, ήταν οι ανακριτές του από το FBI και τη CIA στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν από τη σύλληψή του τον Δεκέμβριο 2003 μέχρι τον απαγχονισμό του τον Δεκέμβριο 2006.

*Ο Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον ως προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το