Πολιτισμός

1922: Έξοδος – Προσφυγιά – Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ-ΣΤΑΘΑΡΑΣ

Δωδέκατο δημοσίευμα

Συνέχεια για την εγκατάστασή τους στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας
[Για την πρώτη μικρή εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Συνέντευξη 21-04-1992, η τελευταία)
Η Μητέρα μου συνεχίζει και μας δίνει τις πρώτες εικόνες από τον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας, για τον πρώτο μικρό ναό της Ευαγγελίστριας, τα πρώτα σχολεία, τον γύρω γειτονικό χώρο και τη δουλειά που έκανε στα καπνοχώρα.
«Εγώ: Βρήκα ότι, ο θεμέλιος λίθος στην παλιά μικρή Ευαγγελίστρια τέθηκε στις 14 Μαρτίου 1926. Τι θυμάσαι από την παλιά Ευαγγελίστρια;
Μητέρα: Από την παλιά Ευαγγελίστρια δε θυμάμαι, γιατί το σπίτι μας ήταν παρακάτω, αλλά, θυμάμαι, μπορεί να άρχισε το ’26, όταν ο πατέρας μου πέθανε τον Οκτώβριο του 1926. Όταν κατάλαβε η μητέρα ότι δε μπορεί, έπρεπε να κοινωνήσει, και της είπανε, είναι ο παπα-Νικόλας ο Μαστρογιάννης, Εγγλεζονησιώτης, και η Θεία Κοινωνία είναι στην εκκλησία. Μπορεί να είναι καραγιαπί, ήτανε ασοβάτιστη, καραγιαπί φαινόταν, αλλά θα είχαν στήσει πρόχειρα την Αγία Κοινωνία (Σημείωση: Ήδη από τις 31 Ιουλίου 1926, όπως αναφέρεται επίσημα στο ΦΕΚ 259/31 Ιουλίου 1926, τεύχος α΄: «Εν Νέα Ιωνία Βόλου ιδρύεται ενοριακός ναός ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου»). Φαίνεται, λοιπόν, ότι και σαν καραγιαπί άρχισε να λειτουργεί ο ναός, όπως θυμάται η Μητέρα μου. Και την πήραν [τη Θεία Κοινωνία] από την εκκλησία και τον κοινώνησε. Ναι, [ήταν] καραγιαπί. Και ύστερα, όταν πέθανε 21 Οκτωβρίου το ’26. Τώρα στο 27; στην αρχή, σαν να ήταν γιορτές. Σε ένα-δυο μήνες, έγιναν τα εγκαίνια. Ήρθε ο δήμαρχος (σ.σ. Δήμαρχος Παγασών: Σπύρος Σπυρίδης), ποιος ήταν επίτροπος; δεν ξέρω, ήμουν μικρό. Τον θυμάμαι, ήρθε ο Γερμανός, αυστηρός τύπος, δε ξέρω τι πήγε να κάνει ο παπα-Νικόλας [Καραπαπαδάκης] και τον μάλωσε, αυτό έγινε αργότερα. (σ.σ. Αυτό το επεισόδιο που περιγράφει η Μητέρα μου έγινε τον Απρίλιο του 1931, την Κυριακή των Βαΐων μέσα στην Ευαγγελίστρια με τον παπα-Νικόλα Καραπαπαδάκη).
Εγώ: Στην πλατεία, αυτά τα διώροφα, που είναι αριστερά, τα είχε τότε το ’26;
Μητέρα: Όχι, δεν τα είχε. Το ’24-’25, που ήρθαμε εμείς δεν ήταν. Μετά το ’26, πιθανόν, να γίναν μαζί με την εκκλησία, γιατί τότε αρχίσανε και ήρθαν ο κόσμος. Η μητέρα μου πήγε και δούλεψε αυτού. Ήταν κάτι τσιμεντόλιθα. [Επίσης δούλεψε] και στη στρατώνα. Έριξε πέτρες στα θεμέλια. Τότε δεν είχε σίδερα, είχε πολλές πέτρες στα χωράφια και μάσανε, όχι μόνο η μητέρα, [αλλά] και άλλες γυναίκες ρίξανε πέτρες στρογγυλές και μετά το τσιμέντο. Τότε, φαίνεται, άρχισε η εργασία στη Νέα Ιωνία.

Ο πρώτος μικρός ιερός ναός της Ευαγγελίστριας (Σύνθεση Γιάννη Κονταξή)

[Σε καπνοχώραφο μικρή. Συνέντευξη, συνέχεια μέχρι το τέλος, η προτελευταία, την 01-04-1992]
Το ’24 ήταν καλοκαίρι. Ιούνιος ήτανε; Αύγουστος; Δε θυμάμαι. Πάντως εκείνη τη χρονιά το ’24, παρόλο που ήμουν μικρή, μάς πήρανε μια ομάδα και πήγαμε και φυτεύαμε καπνά. Φύτευε η μητέρα μαζί με άλλες πρόσφυγες, μια ομάδα στα Πευκάκια. Ήταν ένα μεγάλο δέντρο. Εγώ έδινα φυτό και νερό στους εργάτες και πληρωνόμουν.

[Έρχεται στο προσφυγικό σχολείο της Νέας Ιωνίας]
Αφού τελείωσε το φύτεμα, έπρεπε να πάω στο σχολείο. Ήρθαμε το ’24, φαίνεται καλοκαίρι ήταν και αφού πήγα κανά μήνα [σχολείο] κάτω στο Βόλο, μας λένε οι δασκάλες: «Εσείς, που είστε προσφυγοπούλες, θα πάτε στη Νέα Ιωνία, άνοιξε σχολείο». Ήμασταν καμιά εικοσαριά προσφυγοπούλες. Άλλες ήταν στη στρατώνα [στην πλατεία Ρήγα Φεραίου], άλλες από δω, από κει, μαζευτήκαμε, ήρθαμε στη Νέα Ιωνία. Οι συμμαθήτριές [στον Βόλο] μ’ αγαπούσαν. Άλλη μου έδωσε [για ενθύμιο] τσιμπιδάκι για τα μαλλιά (μπιχτράκι που το λέμε), άλλη μολύβι, άλλη σβηστήρα, μου δώσαν. «Πάρε να μας θυμάσαι. Αχ! σε χάνουμε, που ήσουν καλή μαθήτρια» [έλεγαν]. Τέλος πάντων, ήρθα [στη Νέα Ιωνία]. Τα σχολεία ήτανε ακριβώς απέναντι στην Ευγγελίστρια, στο ιερό από πίσω, απέναντι ακριβώς, οδός Μακεδονίας, από τότε ήταν. Ήταν διώροφα. Ήταν αυτά τα δύο διώροφα, τα απέναντι, τα τσιμεντένια, δύο τετράγωνα της Μακαρωνούς και πιο πάνω του Κατσιρέλου ήτανε. Το σημερινό του Αθανασουρέλια του Γιάννη, ήταν σχολείο. Κάτω καθόταν ο καθηγητής [δάσκαλος-διευθυντής] ο κύριος Ευσταθιάδης. Επάνω ήταν μια αίθουσα-δυο, που ήταν σχολείο. Θρανία έδωσαν από δω τα σχολεία. Είχαν κάτι παλιά θρανία απ’ το Βόλο, τα διόρθωσαν. Ήταν αρχές ακόμα. Εγώ πήγα καμιά βδομάδα-δυο.

[Η Μαρία διακόπτει το σχολείο. Ένας δραματικός διάλογος]
Ο πατέρας μου ήταν φιλάσθενος, ο καημένος, και εγώ ήμουν ψηλή 12-13 χρονών. Έρχεται ο πατέρας και λέει τη μητέρα: «Αχ! Σήμερα Δεσποινιώ…». «Τι έκανες, Γιώργη μου;» [διακόπτει η μητέρα]. «Τη Μαρία, επειδή είναι ψηλή και λιγνή και επειδή δεν μπορώ να δουλέψω εγώ και δουλεύεις εσύ, Δεσποινιώ μου, θα πάει και η Μαρία [στη δουλειά], λέγει ο πατέρας. «Δεν είναι τίποτα», λέει η μητέρα μου. «Πώς δεν είναι! Το παιδί είναι για το σχολείο, ακόμα μικρό είναι» [ανταπάντησε ο πατέρας]. Σταμάτησα απ’ το σχολείο. Είχα την κυρία Ηλιού.

[Η Μαρία σε καπναποθήκη]
Πήγα στα καπνά σε μια αποθήκη, του Φασούλα, κοντά στο σταθμό ήταν τότε. Κάναμε τα καπνά, τα στρώναμε, τα κάναμε σαν κουκλίτσες και τα δέναμε. Εγώ και μια μικρή Αρμενοπούλα, ήμασταν τα πιο μικρά, οι άλλες ήταν πιο μεγάλες κοπέλες. Άλλες γυναίκες, άλλες κοπέλες.

[Για τα προσφυγικά σχολεία και τις δασκάλες]
Εγώ: Από το σχολείο ποιους δασκάλους θυμάσαι;
Μητέρα: Απ’ το σχολείο, είπα, είχα την κυρία Ηλιού.
Εγώ: Μάλλον την κυρία Ιουλία [Ζαχαροπούλου].
Μητέρα: Ηλιού την έλεγαν, διευθύντρια. Μια κυρία καθώς πρέπει, Σμυρνιά, με το καπελάκι της το βελουδένιο. Την κυρία Δέσπω [Αναστασιάδου] τη θυμάμαι, την κυρία Ουρανία [Τριανταφυλλίδου], την κυρία Ζαχαροπούλου [Ιουλία], αυτές θυμάμαι, άλλη δε θυμάμαι.
Εγώ: Μήπως ήταν σχολεία και σε άλλο μέρος;
Μητέρα: Μετά από χρόνια, όταν έφυγα εγώ το καλοκαίρι, πήγανε στα Γερμανικά, επί της οδού Δορυλαίου, στην πλατεία Γερμανικών [Δορυλαίου με Ικονίου]. Θυμάμαι, ότι πήγα και είδα μια γιορτή.
Εγώ: Έγινε και εκεί σχολείο;

[Μια αξέχαστη μαθητική παράσταση στο σχολείο, στα Γερμανικά]
Μητέρα: Έγινε, φαίνεται, σχολείο. Εγώ δεν πήγαινα. Ήτανε σπίτι και παίζανε [οι μαθητές] «Η θυσία του Αβραάμ». Τέτοιο ωραίο παίξιμο, ως τώρα το θυμάμαι. Πολύ ωραία! Είχαν διαλέξει τα πρόσωπα. Θυμάμαι τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τη γυναίκα του, τον άγγελο, πραγματικός άγγελος, ένα κορίτσι ήταν πολύ όμορφο και ο Ισαάκ ήταν ένα λεπτό ξανθό κοριτσάκι, πολύ μικρό, χαδιάρικο, όμορφο. Το ένα ήτανε της Πετμεζά, ο άγγελος, το άλλο ήταν Νικομηδιώτικο απ’ την Κωνσταντινούπολη και το άλλο, η Σάρα, ήταν μια γειτονοπούλα μας, παρακάτω δεν ξέρω τα ονόματά τους, δε τα θυμάμαι. Της φορούσαν μαύρα ρούχα με γυαλιά και ήταν ίδια η Σάρα με ένα τσεμπέρι στο κεφάλι. Τον δε Αβραάμ ήτανε η Δέσποινα Παπάζογλου. Αυτή ήτανε ένα γερό κορίτσι με κάτι χοντρά χείλια. Έμοιαζε, της βάλαν και ένα σαρίκι και έμοιαζε ίδιος Αβραάμ. Πολύ ωραίο! Τέτοιο θέατρο, ούτε οι σημερινοί, μου φαίνεται, δεν κάνουν. Μου έχει μείνει η θυσία. Έλεγε ο άγγελος, σηκώθηκε ο Αβραάμ, επειδή ήταν πολύ πιστός και ευσεβής και ο Θεός ήθελε να τον δοκιμάσει. Λέει. «Αβραάμ, έχεις πίστη σε μένα, αλλά τώρα θα σε θέλω να μου θυσιάσεις το γιο σου». Και όταν τ’ άκουσε, λυπήθηκε ο Αβραάμ, γιατί τον είχε μοναχογιό και δεν μπορούσε να κοιμηθεί μέρα-νύχτα. Του λέει η Σάρα. «Τι έχεις Αβραάμ, γιατί είσαι ανήσυχος;». «Αχ, τι έχω! Ο Θεός από την ευσέβειά μας, ζητάει τον Ισαάκ να θυσιάσω. Πώς να το θυσιάσω το παιδί μου; Αφού ήμαστε πιστοί, πρέπει να το χαρίσουμε». Τέλος πάντων. Ετοιμαζόταν, πήρε τους δούλος του, λέει στο παιδί: «Ισαάκ θα πάμε αύριο στο τάδε βουνό να μάσουμε ξύλα. Και σηκώνεται ο Αβραάμ και ντύνει τον γιό του. Και λέει ο Ισαάκ: «Κάθε μέρα με ντύνει η μαμά μου, σήμερα γιατί με ντύνεις εσύ;». «Ε, παιδί μου, να μη τη ξυπνήσουμε», [λέει ο πατέρας]. «Γιατί μπαμπά, η μαμά μου κάθε μέρα με ντύνει, με ετοιμάζει και σήμερα σηκώθηκες εσύ;». Και εκεί που το πήρε το παιδί και πήγαν επάνω, το έβαλε στο θυσιαστήριο και πάνω που σήκωσε τη ρομφαία-τι κρατούσε- αμέσως βρέθηκε άγγελος με το κριάρι δίπλα και λέει: «Αβραάμ, στοπ!».
Εγώ: Αυτά όλα τα παρουσίαζαν τα παιδιά;
Μητέρα: Τα παιδιά! Τι να σου πω! Τέτοια λόγια ωραία, τέτοιο θέατρο δεν έχω ξαναδεί!».
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το