Άρθρα

Βραδινές σκέψεις…

Της Μαρίας Θεοδοσίου*

Νύχτα. Η γλυκιά ζεστασιά του τζακιού απλωνόταν ακόμη σαν πέπλο σε όλο το σπίτι. Τα φώτα του δέντρου σβηστά, ξεκουράζονταν κι εκείνα ακολουθώντας τις συνήθειες τις οικογένειας. Άλλη μια χριστουγεννιάτικη νύχτα. Γιατί άραγε οι χριστουγεννιάτικες νύχτες είναι τόσο μαγικές; Λες και ένα πέπλο μαγείας και γλυκιάς γαλήνης διαχέεται παντού θέλοντας να επιβάλει τη σοβαρότητα της γιορτής. Έξω κρύο και βοριάς κι εγώ μέσα στο σπίτι κρατώντας αγκαλιά το μικρό Χριστό.
Λένε πως τη νύχτα οι σκέψεις ξεπηδούν από το νου μας και μαζί τους φέρνουν χρώματα και αρώματα του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος. Και πως να μη ξεπηδούν; Πότε θα βρούν πιο κατάλληλη στιγμή , όταν όλα τα άλλα αποτραβιούνται οικειοθελώς αφήνοντας χώρο και χρόνο μόνο για αυτές. Ετσι, μέσα στη γαλήνη και στην αγνότητα της αγκαλιάς του βρέφους, κάπου ανάμεσα στη νοσταλγία της παιδικότητας μου και στη λαχτάρα να προσφέρω στο παιδί μου μια ονειρεμένη παιδική ηλικία, άρχισαν να κατακλύζουν τη θύμηση μου εικόνες γλυκές, αγκαλιασμένες από την ομορφιά της παιδικής μου νιότης, λες και ήταν εκεί κρυμμένες και περίμεναν αυτή τη μαγική στιγμή να δηλώσουν την παρουσία τους. Τότε ήταν που άκουσα το γέλιο μου να τρέχει πάνω από το σπίτι των παιδικών μου χρόνων μέχρι τα χωράφια με τις παπαρούνες κάτω από το λόφο της Γορίτσας. Αυτά τα χωράφια, λες και χωρούσαν τον κόσμο όλο,διαπότιζαν όλη τη γη με το κόκκινο της παπαρούνας. Αλλά να ,το αγαπημένο μου, εκείνο το κρυμμένο κτήμα με τις αμέτρητες παπαρούνες ,τις καλογρίτσες και τα ψωμάκια του κούκου.Μόνο εγώ γνώριζα το μυστικό μονοπάτι που έβγαζε ως εκεί. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα τότε. Και το κελάηδισμα των πουλιών εκεί και το κάψιμο του ήλιου κι αυτό εκεί. Aλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Γεννήθηκα, και μεγάλωσα στο Βόλο.Ο πατέρας μου ,από ένα χωριό του Αλμυρού,δημόσιος υπάλληλος τότε,από αυτούς που τιμούσαν το δημόσιο. Ίσως γιατί,για να φτάσει μικρός ως το σχολείο,περπατούσε χιλιόμετρα,έχοντας φάει μόνο δυο σταφίδες και αργότερα ,για να σπουδάσει, δούλευε στις οικοδομές και έστελνε χρήματα και στη μάνα του..Η μητέρα μου,κλασική νοικοκυρά,γυναίκα του σπιτιού. «Να συγχωρείς και τους εχθρούς σου», μας έλεγε συνέχεια η μάνα μου σ’εμένα και τον αδερφό μου.Η οικογένεια μου ήταν μια κλασική,ελληνική,παραδοσιακή οικογένεια μέσα στην αγκαλιά της γιαγιάς και του παππού.Το σπίτι όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια μια απλή μονοκατοικία .Για να φτάσεις ως εκεί, περνούσες από ένα στενό κι έπειτα κατέβαινες τρία μεγάλα σκαλοπάτια. Αυτά τα σκαλοπάτια ήταν που χώριζαν τον κόσμο από το βασίλειο μου,μία μεγαλη αυλή στρωμένη με πέτρα περιτριγυρισμένη από ένα εύφορο κήπο,όπου μπορούσες να βρεις κάθε είδος λουλουδιού. Όσα λουλούδια δε χωρούσαν εκεί καμάρωναν με εγωκεντρισμό μέσα στην κατακόκκινη γλάστρα τους.Το σπίτι μας,είχε τα απολύτως απαραίτητα δωμάτια.Εγώ λοιπόν και ο αδερφός μου μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο.Το σπίτι μας δεν είχε καλοριφέρ,ούτε κάποιος διακοσμητής είχε φροντίσει για την εικόνα του. Ολα όμως όσα ήταν εκεί μέσα ήταν αγορασμένα με δουλειά και με αγάπη και κυρίως όχι με μία φουσκωμένη πιστωτική.
Το σπίτι μου ήταν η βάση όλου του κόσμου,σε ένα τόσο όμορφο μέρος,τον Βόλο μας,αγκαλιασμένο από το ένα και μοναδικό Πήλιο.Την άνοιξη το σπίτι μας μοσχοβολούσε όλων των ειδών τα λουλούδια.Τότε ήταν που με τα λιγοστά πλαστικά κουζινικά μου μαγείρευα κάτω από τα δέντρα. Η λάσπη γινόταν τούρτα ,τα κομμένα λουλούδια μεζές περίτεχνος. Οταν πάλι τελείωνε το παιχνίδι στο μικρόκοσμο μου,τότε είχαν σειρά οι βόλτες στη γειτονιά για την ανακάλυψη μικρών θησαυρών. Αλλες πάλι φορές πηγαίναμε με τους γονείς μου «πάνω», στο σόι της μητέρας μου,στη Νέα δημητριάδα όπου έμενε η γλυκιά μου η γιαγιά.Τότε το παιχνίδι με τα ξαδέρφια άρχιζε και και κρατούσε όλο το απόγευμα μέχρι να πέσουμε το βραδυ το καθένα μας αποκαμωμένο στο κρεβάτι του.Θυμήθηκα τα καλοκαίρια μου, να τα κοσμεί το χρυσό χάδι του ήλιου πάνω στη θάλασσα,τα γευστικά μαύρα βατόμουρα του Πηλίου ,τα τζιτζίκια. Θυμήθηκα,το φθινόπωρο, το Πήλιο να βάφεται με όλων των ειδών τα χρώματα,εικόνα ανώτερη από τους πιο αριστουργηματικούς πίνακες του κόσμου. Θυμήθηκα τέλος,τα Χριστούγεννα τις μυρωδιές να κατακλύζουν τις γειτονιές του Βόλου,τα γέλια των παιδιών μπροστά στο μεγάλο μπουναμά της γειτόνισσας για τα κάλαντα.
Θυμήθηκα…θυμήθηκα,τόσα μα τόσα πολλά από τα παιδικά μου χρόνια στο Βόλο και τις πλαγιές του λατρεμένου μου Πηλίου και έτσι, καθώς άκουγα τη συγχορδία της αναπνοής του άντρα μου και του γιού μου, κατάλαβα για άλλη μια φορά ένα πράγμα, οτι μεγάλωσα σε ένα σπίτι συνηθισμένο,χωρίς πολυτέλειες,χωρίς τάμπλετ,χωρίς κινητά τηλέφωνα,χωρίς να φορώ ρούχα κάποιας γνωστής φίρμας. Μεγάλωσα με αρκετά παιχνίδια αλλά όχι με όλα τα παιχνίδια που διαφημίζονταν τότε στην τηλεόραση. Τα έπιπλα της γνωστής σε όλους μας κούκλας των κοριτσιών τα έφτιαχνα με ξύλα που ζητούσα από τον μαραγκό της γειτονιάς,τα ρούχα της τα έραβα στο χέρι και τα κοσμούσα με τις δαντέλες που περίσσευαν από τα κεντήματα της γιαγιάς μου,όχι γιατί οι γονείς μου δε μπορούσαν να μου τα αγοράσουν. Με τους γονείς μου δεν πήγαινα διακοπές σε κάποιο πεντάστερο ξενοδοχείο. Στο σπίτι μου όμως εβρισκα πάντα αγάπη,με την ουσιαστική έννοια του όρου και έμαθα, με βιωματικό τρόπο,από το παράδειγμα δηλαδή των γονιών μου, πως η αγάπη,ο σεβασμός προς τον συνάνθρωπο και «τα γράμματα» είναι ό,τι πιο πολύτιμο μπορώ να έχω στη ζωή μου.
Κι έτσι ,καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά, ήξερα πως το παιδί μου,όπως και κάθε παιδί,από όπου και να προέρχεται,πριν νιώσει το σκληρό πρόσωπο της ζωής,πριν καταλάβει πως εκτός από την αγάπη υπάρχει και η κακία,πως για ένα «και» μπορείς να χάσεις μια θέση στο Πανεπιστήμιο,πως ότι καποια παιδιά πεθαίνουν κάπου από ασιτία η σε καποιο βομβαρδισμό είναι πλέον μια συνηθισμένη ανακοίνωση στο δελτίο ειδήσεων,έχει δικαίωμα στην αγάπη και σε μία αγνή παιδική ηλικία,έχει δικαίωμα να ακούσει τα τζιτζικια,κι όχι μόνο τις κόρνες των αυτοκινήτων.Εχει δικαίωμα σε όλα αυτά για να πατήσει πάνω τους και να πάρει φόρα,να ανοίξει τα φτερά του και να βάλει στόχους,να εκτιμήσει τα δώρα της ζωής,να νιώσει το μεγαλείο του να δίνεις και να ξέρεις να εκτιμάς την αγάπη που θα συναντήσεις στο δρόμο σου. Γιατί ο άνθρωπος είναι το πιο μικρό αλλά συνάμα και το πιο μεγάλο δημιούργημα του Θεού. Γιατί,με την αγάπη τα βουνά γίνονται πεδιάδες και ο κόσμος όλος γεμίζει φως.

Μια νηπιαγωγός, μητέρα, γυναίκα, σύζυγος, κόρη, που έζησε στο Βόλο και πια μεγάλωσε.

*Η Μαρία Θεοδοσίου είναι νηπιαγωγός

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το