Θ Plus

Το αρχαίο Όρραον

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι υπήρχε μια τέτοια πόλη, τόσο καλά διατηρημένη, ύστερα από τόσους αιώνες και τόσες καταστροφές, στο άκρο άωτο της Ηπειρωτικής περιφέρειας. Κάμποσα χιλιόμετρα πάνω από τη Φιλιππιάδα της Άρτας και αρκετά νότια από τα Γιάννενα, σε μια χαμηλή τούμπα, κάτω από το όρος Ξεροβούνι…
*
Oι διαδρομές στην Ελλάδα έχουν όραμα, προσανατολισμό και ειδικά ενδιαφέροντα. Όμως ετούτη δω η διασωληνωμένη πόλη, έξω από τους προορισμούς, τα ειδικά δρομολόγια και τις γεωγραφικές ακρώρειες, βαθιά μέσα στην άχρωμη Ηπειρωτική λεκάνη, μπορεί να αποτελέσει παγκόσμιο κέντρο οικιστικής αρχιτεκτονικής, αλλά συνάμα να κεντρίσει τη φλόγα και το έμπειρο μάτι σε εκφάνσεις και εκστάσεις που θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη των αισθαντικών περιηγητών.
Μα γιατί όλα αυτά; Για έναν απλούστατο λόγο. Τα σπίτια και τα κτήρια του οχυρωμένου αυτού Οικισμού θεωρούνται, παγκοσμίως, ως τα καλύτερα διατηρημένα οικήματα ανάμεσα σε όλες τις αρχαίες δομημένες ζώνες.

Το κτήριο Β

*
Ας δοκιμάσουμε ένα ταξίδι ώς εκεί: Αφήνοντας τον καινούργιο άξονα της Ιόνιας Οδού βγαίνουμε στον παλιό δρόμο Ιωαννίνων – Άρτας, που στροβιλίζεται στις πλαγιές του Γυμνότοπου. Διασχίζοντας ήπια ημιορεινά τοπία φτάνουμε στον Νέο Γοργόμυλο. Περνάμε τους Μαρκάτες και καταλήγουμε πριν από την είσοδο του χωριού Καστρί. Εκεί βλέπουμε για πρώτη φορά σε όλη τη διαδρομή μας την πινακίδα της Αρχαιολογικής με τη λέξη ΟΡΡΑΟΝ.
Μια λέξη άγνωστη, ανετυμολόγητη και καθόλου συμβατική με τον περιβάλλοντα γυμνότοπο.
Μα τι είναι το Όρραον; Είναι πολιτεία, είναι οχυρό, φρυκτωρία, οικισμός ή ακρόπολη; Μήπως είναι κανένας λιθωματικός παλιόπυργος;
Όλα και τίποτα… Είναι ένα λιθόκτιστο συνονθύλευμα που μας τραβάει την προσοχή, καθώς το σκεπάζει η φυσούνα του Ξεροβουνιού.
Το Ξεροβούνι, ναι, είναι βουνό… Ξερό και πετρώδες. Ανελέητο και μουντό, αλλά και μονόχνωτο μέσα στη βασιλεία της πέτρας και του γυμνού ζόφου. Ξερό γυμνοβούνι, μ’ άλλα λόγια.
Το πιο κοντινό χωριό στο Όρραον, ύστερα από το Καστρί είναι ο Γυμνότοπος. Γυμνός, ολόγυμνος τόπος, όπως και ο ιστορικός λόφος.
*
Είναι μια μέρα θολή όπως το βουνό κι όλος ο τόπος, μια σκοτεινή μέρα που την αφεντεύει η έμμονη καταιγίδα με τ’ ασταμάτητα τουλούμια της βροχής. Είναι μια μέρα του αγίου Δεκεμβρίου, βαθιά μέσα στην ηπειρωτική επικράτεια της Μολοσσίας.
Διακόσια μέτρα πριν το Καστρί, στρίβουμε δεξιά, σε φαρδύ ασφαλτόδρομο που θα μας οδηγήσει έπειτα από χίλια τετρακόσια μέτρα σε πλάτωμα στάθμευσης.
Ένα λιτό κιόσκι απέξω, μια διπλή σιδερόπορτα, κι ένας διάδρομος τσιμεντένιος, απομέσα, θα μας οδηγήσει στην ομαλή κορύφωση του αρχαίου λόφου.
Τυλιγόμαστε στ’ αδιάβροχά μας, οπλιζόμαστε με τις αδιάβροχες μηχανές κι αντιμετωπίζουμε τον καιρό σαν ένα φιλικό εργαλείο που θα μας δωρίσει τις πιο φυσικές εικόνες της αρχαιότητας.
Ναι! Αυτό που θα αντικρίσουμε σε λίγο, θα σημάνει συναγερμό στις αισθήσεις.
Φτάνουμε κάτω από ένα τραχύ πουρνάρι, ενώ δίπλα του η πρώτη ενημερωτική ταμπελίτσα μας εισάγει στα μυστήρια του Όρραου.
*
Το αρχαίο Όρραον γνωστό από αρχαίες πηγές κι από επιγραφές του 4ου και του 2ου αιώνα π.Χ. ταυτίστηκε με τον αρχαίο οικισμό που κλείνεται ανάμεσα στα σημερινά χωριά Γυμνότοπος και Αμμότοπος, με βάση μιαν επιγραφή που βρέθηκε στον αρχαίο ναό του Απόλλωνα στην Αμβρακία (Άρτα) και περιλαμβάνει τη συνθήκη καθορισμού συνόρων μεταξύ των αρχαίων πόλεων της Αμβρακίας και του Χάραδρου (Φιλιππιάδας).
Πρόκειται για μια μικρή οχυρωμένη πόλη, χτισμένη πάνω σε χαμηλό λόφο, στις δυτικές πλαγιές του Ξηροβουνίου, σε υψόμετρο 350 μέτρων από τη θάλασσα. Η ίδρυση και οχύρωση του Όρραου έγινε από τους Μολοσσούς, το πασίγνωστο φύλο της κεντρικής Ηπείρου.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, ήταν μια από τις τέσσερις πόλεις της Ηπείρου που επιχείρησαν να προβάλουν αντίσταση στις ρωμαϊκές λεγεώνες το 168 π.Χ.
Επειδή όμως η προσπάθεια απέτυχε, η πόλη καταστράφηκε. Παρόλο που ο Οικισμός ήταν μικρός σε έκταση (μόλις 56 στρέμματα) και δεν είχε περισσότερα από 100 σπίτια, σχεδιάστηκε απαρχής σα μια μεγάλη πόλη με πρότυπο τη γειτονική Αμβρακία. Η πολεοδομική οργάνωση του Όρραου έγινε σύμφωνα με το γεωμετρικό σύστημα (παράλληλοι δρόμοι πλάτους δυόμιση ώς τρία μέτρα που διασταυρώνονται με κάθετους δρόμους σχηματίζοντας ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες). Στο πλάτος κάθε νησίδας είναι κτισμένο κι από ένα σπίτι. Το νεκροταφείο του οικισμού εκτεινόταν έξω από τη δυτική πύλη του τείχους.
Τόσο το τείχος, όσο και τα σπίτια του Όρραου είναι κατασκευασμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο.

Η αρχαία δεξαμενή

*
Από την πύλη εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο του Όρραου μεσολαβούν αδιάφορες εικόνες που σε τίποτα δεν προμηνύουν το τι πρόκειται να δούνε τα μάτια μας.
Χρειάζεται όμως πρώτα απ’ όλα ν’ ακολουθήσουμε το ένστικτό μας που μας πάει στον πυρήνα του θέματος.
Αριστερά κατά την πορεία μας και λίγο ανηφορικά, θα βγούμε στη μεγάλη δεξαμενή του Οικισμού, που είναι βαθιά χωμένη στο έδαφος. Η δεξαμενή ήταν ένα δημόσιο έργο, που διαθέτει πέτρινη κλίμακα με 19 σκαλοπάτια, η οποία οδηγεί στον πυθμένα της.
Η δεξαμενή αυτή τροφοδοτούσε τον οικισμό με βρόχινο νερό που αποθήκευε στα σωθικά της κι αποτελούσε βοηθητική πηγή υδροδοσίας για όλο τον οικισμό.
Ανηφορίζοντας πάντα από αριστερά και με την κορυφογραμμή του Ξεροβουνίου έναν μακρύ μολυβένιο και στιβαρό όγκο για φόντο, θα φτάσουμε στην γκρεμισμένη από τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου οχύρωση της ακρόπολης. Η διπλή οχύρωση της πόλης εδώ ξεπερνάει τα τριάμιση μέτρα.
Θα βαδίσουμε παράλληλα με το οχυρωματικό αυτό τοιχίο του οικισμού πάνω στις υγρές κυκλώπειες πλάκες της ακρόπολης, μέχρις ότου διακοπεί απότομα η συνέχεια του τείχους.
Τσαλαβουτώντας ανάμεσα σε ογκόλιθους, αυτοσχέδιες λίμνες και σε αστραπές μεγαλοσύνης, των στιγματισμένων από λειχήνες ασβεστόλιθων, θα φτάσουμε στο δεύτερο μεγάλο επίπεδο της αρχαίας πόλης, όπου θα δούμε τη δεύτερη πινακίδα ενημέρωσης για την αρχαία πόλη.
Γράφει ο συντάκτης της πινακίδας: «Η ίδρυση του Όρραου ως οργανωμένου και οχυρωμένου πολίσματος εντάσσεται στην ευρύτερη αστικοποίηση της Ηπείρου κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα, οπότε αναπτύσσεται μια σειρά τεσσάρων περιτειχισμένων ακροπόλεων (Χανόπουλο, Σκλίβανη, Μυροδάφνη και Καστρίτσα), οι οποίες φρουρούσαν την κυριότερη διάβαση που οδηγούσε από τον Αμβρακικό στη λεκάνη των Ιωαννίνων.
Ο Οικισμός με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, τον περικλείει από δυτικά, βόρεια και ανατολικά, ενώ στο νότιο τμήμα του δεν υπάρχει ανάγκη οχύρωσης. Στην πρώτη του μορφή το τείχος δεν είχε πύργους, αλλά θλάσεις, το δε τείχος ήταν κατασκευασμένο από ορθογώνιους ογκόλιθους σε ισοδομικές στρώσεις. Εξωτερικά οι ογκόλιθοι είναι κατεργασμένοι ενώ εσωτερικά ακατέργαστοι».

Άποψη του τείχους της πόλης

Συνεχίζοντας τον περίπατό μου κάτω από το μολυβένιο φέγγος του Ξεροβουνιού, φτάνω στο ψηλότερο σημείο, όπου πρέπει να υπήρχε μια μικρή ακρόπολη, το τελευταίο δηλαδή καταφύγιο της πόλης και πιθανόν χώρος που βρισκόταν κάποιο Ιερό ή φρυκτωρία.
Από εκεί περνάω στην κορυφογραμμή του λόφου για να φτάσω κατηφορίζοντας στο καλύτερο σημείο εκφοράς της αρχαίας πόλης. Από εδώ πάνω φαίνεται ολόκληρη η πόλη, με όλα σχεδόν τα σπάνια αυτά οικοδομήματα, το Ξεροβούνι με ολόκληρη τη μακρινή του ράχη, καθώς και το τμήμα εκείνο της Ιόνιας Οδού που περνάει από τον πάτο της κοιλάδας.
Πραγματοποιώντας έναν κύκλο φτάνω στα κτήρια Α, Β, Γ και Δ. Η ύπαρξη των κτηρίων αυτών, με τους τοίχους τους να στέκουν όρθιοι κι αλώβητοι τόσους αιώνες, μεταμορφώνουν τον αδιάφορο λόφο σε ένα εντυπωσιακό αρχαιολογικό πάρκο.
Διασχίζω τα μεγάλα και ογκώδη αυτά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, σαν να περπατώ μέσα σε έναν λαβύρινθο μακρινής εποχής, ενώ τα ντουβάρια της είναι απόλυτα ορθογωνισμένα. Το νερό της βροχής γυαλίζει πάνω τις αρχαίες κολώνες καθώς διασχίζω τα στενά της πόλης και τις κάνει να παίρνουν την απόχρωση της μολυβένιας πατίνας του χρόνου.
Τα τέσσερα κτήρια βρίσκονται στον ίδιο άξονα του λόφου, ενώ όταν αποφασίζω να ολοκληρώσω τον γύρο του πάρκου νιώθω πως αδικώ ή αδικούμαι από τον αξιόμαχο εκείνο τόπο. Σε απόσταση περίπου εκατόν πενήντα μέτρων, τραβερσάροντας την επίπεδη λεκάνη του λόφου φτάνω στην απόλυτη μέθεξη του ονείρου και της φαντασίας.
Πίσω από ένα πορτέλι ξεμπουκάρει το ωραιότερο θέαμα αρχαίας ελληνικής οικοδομής.
Είναι το σπίτι Α με το πιο εντυπωσιακό εσωτερικό, από όσα έχουν δει τα μάτια μου. Το σπίτι Α έχει μια περίστυλη αυλή, ένα υπερυψωμένο μαγειρείο, αντρώνα, κεντρικό δωμάτιο και λουτρώνα. Όλα σχεδιασμένα σαν από τον κορυφαίο τέκτονα του κόσμου, κομψά, λιτά, γεωμετρημένα.
*
Αυτή η περίφημη αρχιτεκτονικά πόλη ιδρύθηκε το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. από τους Μολοσσούς. Η θέση που επιλέχθηκε ήταν και είναι στρατηγική. Ο οικισμός είχε περί τα εκατό σπίτια, όλα κτισμένα με ντόπιο ασβεστόλιθο, όπως και το ισχυρό διπλό πέτρινο τείχος που προστάτευε την αρχαία ακρόπολη.
Ο πολεοδομικός σχεδιασμός περιλάμβανε δώδεκα στενούς παράλληλους δρόμους που διασταυρώνονται με δύο καθέτους σχηματίζοντας ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα.
Την περιοχή επισκέφτηκε πρώτος, το 1931, ο Nikolas Hammond, ο ακάματος περιηγητής της Ηπείρου. Όμως η ταυτοποίηση του Οικισμού με το αρχαίο Όρραον έγινε μόλις το 1985, όταν βρέθηκε μια λίθινη ενεπίγραφη στήλη στην Αμβρακία που παραπέμπει στην πόλη.
*
Φεύγοντας από το στολίδι αυτό της Ηπείρου θα πάρουμε μαζί μας τις μαγικές εικόνες ενός θαυμάσιου κι αριστοτεχνικού πολίσματος, αλλά και την αφή της άψογης λάξευσης των μεγάλων πέτρινων τοίχων. Πίσω μας θ’ αφήσουμε μια γεύση, πικρότατη, εξαιτίας της σύγκρισης με τα σημερινά οικοδομήματα.
Ποιοι άραγε ήτανε εκείνοι οι εγκέφαλοι πολεοδόμοι, οι μαστόροι, οι τεχνοκράτες, οι μηχανικοί και οι τεχνίτες που ασχολήθηκαν με το στήσιμο μιας τέτοιας πολιτείας;
Πού βρέθηκε εκείνα τα χρόνια μια τέτοια τεχνογνωσία και πού η μαστοριά καλφάδων και πελεκητών που σήμερα τους ψάχνουμε με το φανάρι του Διογένη;

Δεκέμβρης του ’19

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το