Αθλητισμός

Ξένια Κουναλάκη: Περιφρονήσαμε την ευδαιμονία, τη θεωρήσαμε δεδομένη, σχεδόν ανιαρή

Η Ξένια Κουναλάκη γεννήθηκε το 1971 στο Αμβούργο της Γερμανίας. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι αρχισυντάκτρια διεθνών ειδήσεων και τακτική αρθρογράφος στην Καθημερινή. Το «Οξυγόνο» είναι το νέο της βιβλίο και αφορμή της συζήτησής μας.
Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές» και «Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα».

Συνέντευξη Χαριτίνη Μαλισσόβα

«Οξυγόνο», ο τίτλος του μυθιστορήματός σας με ήρωες ανθρώπους που βρίσκονται είκοσι χρόνια μετά. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Το «Οξυγόνο» είναι το πρώτο βιβλίο στο οποίο επιχειρώ να καταπιαστώ με τη μυθοπλασία. Το βιβλίο αρχίζει με το ανέμελο κάμπινγκ μίας παρέας εικοσάρηδων στην Τήλο, τη δεκαετία του ’90, όταν πνίγεται ο πλέον χαρισματικός εξ αυτών, ο Νικόλας, στην προσπάθειά του να ξεβραχώσει έναν ροφό. Είκοσι χρόνια αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι ξαναδίνουν ραντεβού στην Τήλο για το μνημόσυνο του Νικόλα και κάνουν τον πρώτο απολογισμό της ζωής τους, στη μέση ηλικία πλέον. Αναμετρώνται με τη φθορά και τον θάνατο των γονιών τους, την επιτυχία στη δουλειά και τα προσωπικά τους, αναλογίζονται τον πόθο που φεύγει, τις δυσκολίες του γάμου, το τέλος της γονιμότητας και παρακολουθούν τα παιδιά τους να ανθίζουν. Όλα αυτά μέσα στην Ελλάδα της κρίσης, στην οποία η εθνική κρίση βιώνεται ως προσωπική-υπαρξιακή.
Δεν θα έλεγα ότι είναι ακριβώς μυθιστόρημα, είναι μια σειρά από επεισόδια ζωής στη σύγχρονη Ελλάδα που ξεκινούν από μια κοινή αφετηρία και καταλήγουν επίσης σε ένα κοινό τέλος. Στην παρουσίαση του βιβλίου, οι ομιλητές είπαν ότι τους θυμίζει λίγο την ταινία «Μεγάλη Ανατριχίλα», αλλά εγώ με κινηματογραφικούς όρους θα έλεγα ότι περισσότερο ήθελα να μιμηθώ τον τρόπο του Ρόμπερτ Άλτμαν στο «Σόρτκατς», τα «Στιγμιότυπα», που αρχικά μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους, αλλά σταδιακά η μία ιστορία μπαίνει μέσα στην άλλη και στο τέλος συγκλίνουν σε μια ενιαία πλοκή.

Ποια ήταν η αφορμή της συγγραφής του «Οξυγόνου»; Πόση αλήθεια και πόση μυθοπλασία περιέχει;
Η τραυματική εμπειρία του πνιγμού ενός νέου ανθρώπου είναι αληθινή. Από εκεί και πέρα μυθοπλασία και πραγματική ζωή συμπλέουν και διαπλέκονται. Οι ήρωες μου είναι οικείοι, αλλά και συχνά ξένοι, άρα αποκύημα της φαντασίας μου με πολλά στοιχεία από μένα και τους φίλους μου. Είναι αναπόφευκτο, πιστεύω, να συνυπάρχουν στοιχεία κατασκευασμένα με την αλήθεια. Έτσι είναι κι η ζωή, άλλωστε. Ένας διάλογος ανάμεσα στη σκηνοθεσία των εαυτών μας και τον τρόπο που μας βλέπουν οι άλλοι: Ο εαυτός που θα θέλαμε να είμαστε ή που τρέμουμε να γίνουμε και εκείνος που αντικατοπτρίζεται στο βλέμμα των άλλων.

Με άξονα τον θάνατο του νεαρού φίλου της παρέας, αναφέρεστε σε φλέγοντα θέματα όπως η κρίση, οι σχέσεις, η επαγγελματική αποκατάσταση…
Αυτός ήταν ο στόχος. Ήθελα να γράψω κάτι για τη γενιά μου, αλλά και για εκείνη της κόρης μου. Με απλά λόγια, χωρίς στόμφο και πάθος. Λίγο κλινικά, ψυχρά. Ήθελα να πω μια χαμηλόφωνη ιστορία, που την είδα να επαναλαμβάνεται πολλές φορές γύρω μου. Άνθρωποι που απολύονται χωρίς οι συνάδελφοί τους να συγκινούνται ιδιαίτερα, δεύτερης γενιάς ενσωματωμένοι μετανάστες που δυσκολεύονται να συνεννοηθούν με τους γονείς τους που νοσταλγούν την πατρίδα τους, νέα παιδιά που δεν ξέρουν ακριβώς τι θέλουν εκτός από να ερωτευτούν, γυναίκες που δεν πρόλαβαν να κάνουν παιδί, ανυπόφοροι γάμοι που δεν διαλύονται στο όνομα των παιδιών. Τετριμμένες καθημερινές ιστορίες, τις οποίες όλοι μας βιώνουμε με δραματικό τρόπο παρόλο που συχνά έχουν στοιχεία γελοιότητας.

Ποια προνόμια είχαμε προ εικοσαετίας που δεν αξιοποιήσαμε;
Περιφρονήσαμε την ευδαιμονία, την θεωρήσαμε δεδομένη, σχεδόν ανιαρή. Δεν την εκτιμήσαμε όσο έπρεπε. Πήραμε ως αυτονόητο το γεγονός ότι δεν ξυπνούσαμε το βράδυ, να κάνουμε πράξεις μισοκοιμισμένοι για να δούμε αν μας βγαίνουν τα νούμερα (δάνεια, κάρτες, ενοίκια κ.λπ.). Μεγάλη δουλειά ο ήρεμος, αδιατάραχτος ύπνος. Στη διάρκεια της κρίσης συνειδητοποίησα την αξία του.

Τι μοιραίο «φοβάστε» ότι μπορεί να συμβεί την επόμενη δεκαετία;
Φοβάμαι μια νέα κρίση, οικονομική, γεωπολιτική, κοινωνική. Δεν έχω πειστεί από αυτή τη διαρκή αίσθηση ευφορίας, που βλέπω στους δρόμους της Αθήνας και την υποτιθέμενη «επιστροφή στην κανονικότητα». Ίσως αυτό μας (μου;) κληροδότησε τελικά η κρίση. Μια καχυποψία ότι είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό (πως η κρίση πέρασε).

Η δημοσιογραφική σας ιδιότητα είναι θετικά εμφανής στο λογοτεχνικό σας κείμενο. Πόσο ο δημοσιογραφικός λόγος βοηθά τον λογοτεχνικό λόγο;
Μ’ αρέσει η γύμνια του, απεχθάνομαι τον λυρισμό. Θέλω κυριολεξία, ακρίβεια και συντομία στο κείμενο (εκτός αν γράφει ο Προυστ ή ο Μαν). Κοφτές προτάσεις, χωρίς πολλά επίθετα, επιρρήματα και μεταφορές. Δεν αντέχω τα μπαρόκ ή μελό σημεία στίξης (θαυμαστικά και αποσιωπητικά). Αντίθετα μ’ αρέσει η άνω τελεία, που δυσκολεύομαι να τη βρω στο πληκτρολόγιο, αλλά δημιουργεί μια αίσθηση μετέωρου, ανολοκλήρωτου λόγου. Γιατί πάντα θέλω να κρατώ μια αμφιβολία. Η δημοσιογραφία βοηθάει πολύ σε όλα αυτά. Από την άλλη είναι και γεμάτη κλισέ, οπότε πρέπει πάντα να προσέχω να μην μεταφέρω τα δεινά του δημοσιογραφικού γραπτού στη λογοτεχνία.

Ποια αξία θεωρείτε αδιαπραγμάτευτη;
Την ανιδιοτέλεια. Δεν απαιτώ μεγάλες θυσίες από τους ανθρώπους, αλλά με ενοχλούν οι εγωκεντρικοί, παρτάκηδες άνθρωποι που δεν μπορούν να κάνουν ούτε μια υποχώρηση, ούτε έναν συμβιβασμό για να κάνουν τους γύρω τους ευτυχισμένους. Εμένα μ’ αρέσει πολύ να σκορπάω χαρά στους άλλους. Ακόμη και αν δεν περνάω «μπόμπα» εκείνη τη στιγμή. Στο τέλος η ευτυχία του άλλου, μου αρκεί.

Τι είναι ευτυχία για εσάς;
Μια εικόνα: Τα ξημερώματα, κοιμάμαι, η κόρη μου επιστρέφει αποκαμωμένη από νυχτερινή έξοδο. Με ξυπνάει, να μου πει πώς πέρασε. Ξαπλώνει δίπλα μου. Είναι κουρασμένη και μ’ αγαπάει, με μια τρυφερότητα, σχεδόν μωρουδίστικη, παρόλο που κοντεύει περίπου τα 21. Πιάνει το μαλακό σημείο μέσα από το μπράτσο μου, μου το φιλάει και μου λέει. «Είσαι τόσο μαλακή εδώ. Σ’ αγαπάω, μαμάκα μου». Μετά την παίρνει -επιτέλους- ο ύπνος.

Για το 2020, που μόλις ήρθε στη ζωή μας, θέλετε να κάνετε μια ευχή;
Να είμαστε καλά (όπου καλά σημαίνει υγιείς, ερωτευμένοι, πλούσιοι, διάσημοι, υπέροχοι κι αστραφτεροί). Όχι, μωρέ, πλάκα κάνω. Απλώς καλά. Φτάνει.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το