Πολιτισμός

Θερινά σινεμά, πενήντα χρόνια πριν

Της Αριστέας Μαμάκη

Με αναμνήσεις πολλές, όμορφες βραδιές με αγιόκλημα και γιασεμί όπως τραγούδησε ο Λουκιανός Κελαηδόνης και βασιλικό εγώ θυμάμαι στο θερινό που πήγαινα στη Ν. Ιωνία στο Ηρώδειο.
Μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς και με τη συνοδεία των μητέρων μας πηγαίναμε να δούμε την αγαπημένη ταινία. Δύο έργα την εβδομάδα. Και την Κυριακή και ο πατέρας μαζί.
Δεν είχαμε υπομονή μέχρι να νυχτώσει να αρχίσει η προβολή. Πριν αρχίσει το έργο και στα διαλείμματα ακούγονταν τραγούδια σχετικά με την υπόθεση του έργου. Καθόμασταν αναπαυτικά όσο γινόταν στα ξύλινα καθίσματα, μέσα στη δροσιά, γιατί βρέχανε το ψιλό χαλικοστρωμένο «δάπεδο» οι υπεύθυνοι του σινεμά και αρώματα από τα γύρω φυτά, διαβάζαμε το πρόγραμμα που μας έδιναν στην είσοδο με μια μικρή περίληψη του έργου που είχε και διαφημίσεις.
Τι χαρά όταν χαμήλωναν τα φώτα, έκλεινε η μουσική και άρχιζε το έργο. Απόλυτη ησυχία και στα διαλείμματα περνούσαν δυο – τρεις μικροπωλητές με μια τάβλα κρεμασμένη από τον λαιμό και πουλούσαν φιστίκι, πασατέμπο, τσιπς, σάμαλι και κοκ και είχαν και ένα καλάθι στο χέρι όπου μέσα είχαν λεμονάδες, πορτοκαλάδες, μπιράλ και ταμ – ταμ.
Στο πίσω μέρος του σινεμά υπήρχε μπαρ. Θυμάμαι τα πέντε στρόγγυλα τραπεζάκια από σίδερο και λαμαρίνα όπου σερβίριζαν τσίπουρο με ωραίους μεζέδες. Είχες χρήματα όμως για να καθίσεις εκεί.

Αρχείο Ελένης Ξάνθη-Πολυχρονίδου

Όταν τελείωνε το έργο αργόσυρτα γυρίζαμε σπίτι με κουβέντες γύρω από την υπόθεση του έργου και τους ηθοποιούς. Μαζεύαμε δε και τις φωτογραφίες τους από τυχερά που παίρναμε από το περίπτερο, κάναμε ανταλλαγή και στόχος μας ποιος θα είχε τις περισσότερες.
Σε όλα τα χρόνια είδαμε ταινίες κλασικές του ελληνικού – αμερικάνικου – ιταλικού και γαλλικού σινεμά γεμάτες κλάμα ή γέλιο. Και ήταν πραγματικά μια ξεχωριστή διασκέδαση.
Και τώρα ένα ευτράπελο! Οι γονείς μου φιλοξενούσαν κάθε χρόνο μια γιαγιά από ένα ορεινό χωριό του Πηλίου και την πήγαιναν κάθε χρόνο για έλεγχο στους γιατρούς. Ένα απόγευμα λοιπόν αποφάσισα να την πάω στο θερινό σινεμά. Αφού βγάλαμε τα εισιτήρια η γιαγιά πλέον των 80 και ετών, απαίτησε να καθίσουμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων για να βλέπει καλά. Όταν έσβησαν τα φώτα για κακή μου τύχη η ταινία ξεκινούσε με τεράστια κύματα στο πανί, οπότε η γιαγιά σηκώνεται έντρομη από το κάθισμα και με την πηλιορείτικη προφορά της άρχισε να με φωνάζει: «Πάμε παιδί μ’ να φύγουμε απ’ εδώ. Θα μας πνίξουν τα κύματα και θα πάμ’ χαμέν’». Δεν μπορώ να σας περιγράψω το τι γέλιο έπεσε από όλους τους θεατές. Οπότε αναγκάστηκα και την πήρα και γυρίσαμε σπίτι χάνοντας δυστυχώς και τα εισιτήρια.

Υ.Γ. Η πρώτη κλειστή αίθουσα που έγινε στην Αθήνα ήταν από τον Μικρασιάτη Μαυριδάκη.
(Στην Ανδριάνα)

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το