Πολιτισμός

Τα τραγικά πρόσωπα της κατοχής στα Κανάλια της Μαγνησίας

 

Της
Αγγελικής Θάνου,
PhD εκπαιδευτικού
και συγγραφέα

Μέρος Β’

Ο άμαχος πληθυσμός, τα παιδιά, οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι, ανυπεράσπιστοι απέναντι στη βία, πέφτουν συχνά θύματα των ενόπλων συγκρούσεων και των επιθέσεων στις πολεμικές συρράξεις με πολλούς τρόπους. Κατά την αιφνιδιαστική επιχείρηση των Ες-Ες της 16ης Νοεμβρίου 1943 στα Κανάλια της Μαγνησίας άμαχοι πυροβολήθηκαν, έζησαν τη βία της ομηρίας ή βίωσαν τον τρόμο του Ολοκαυτώματος.
Διαβάζουμε στον Τύπο της εποχής «…την 16ην Νοεμβρίου 1943, οι Γερμανοί εκινήθησαν προς Κανάλια, επιβαίνοντες αμφιβίων αυτοκινήτων, διά των οποίων παρέκαμψαν την τάφρον της «Αεράνης» και χωρίς καν να γίνουν αντιληπτοί ευρέθησαν εντός των Καναλίων, πριν ακόμη ξημερώσει. Τα γερμανικά αμφίβια αυτοκίνητα εισήλθον εντός της Κάρλας, της οποίας διέπλευσαν ορισμένον τμήμα. Τα Κανάλια εκυκλώθησαν. Οι Ες-Ες ήρχισαν να πυροβολούν και επεκράτησεν εντός ολίγου μια άνευ προηγουμένου σύγχυσις. Έντρομοι αφυπνίσθησαν οι κάτοικοι και ετράπησαν προς τας εξόδους του χωριού διά να διαφύγουν. Δεν υπήρχαν, όμως, δρόμοι διαφυγής, διότι οι Γερμανοί είχον τοποθετήσει παντού φρουρές…».
Σε αυτούς τους ανθρώπους αφιερώνουμε το σημερινό άρθρο ως ένδειξη τιμής και σεβασμού. Όσοι έχασαν τη ζωή τους εκείνες τις μέρες έχουν βρει μια στοργική φωλιά στο Εκκλησιαστικό Μουσείο που δημιούργησε το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο των Καναλίων με την προσωπική φροντίδα του εφημέριου πατρός Αθανάσιου Σκοπιανού. Κι αν κάποιοι απουσιάζουν θα προστεθούν σταδιακά.
Στη μνημονική αυτή προθήκη βρίσκονται: Η Αικατερίνη Κουμασίτη, ετών 17, που πυροβολήθηκε εν ψυχρώ, καθώς έτρεχε να γλιτώσει κρατώντας στα χέρια της ένα καρβέλι ψωμί, η Ελένη Ράμπου, ετών 54, η οποία προσπαθούσε συνεχώς να σβήσει τη φωτιά που οι Ες-Ες έβαζαν στο σπιτικό της, ώσπου στο τέλος εκείνοι, οι βάρβαροι, το ανατίναξαν και την ίδια μαζί του, η Σταματία Ευαγγέλου, ετών 43, που βρέθηκε να ρίχνει νερό με τον κουβά να γλιτώσει το σπίτι της από τη φωτιά και ο Γερμανός την πυροβόλησε εν ψυχρώ μπροστά στα έντρομα μάτια της κόρης της Βασιλικής, η Δέσποινα Ντελάκου, ο Στέργιος Τσούκας (Χατζής), ο Ιωάννης Καραγιάννης, ο Δημήτριος Κουζιώκας, ο Ιωάννης Χατζηγεωργίου, ο Κωνσταντίνος Γκούρης, ο Νικόλαος Χατζηθανάσης και ο Αλέξανδρος Σουρλίγκας.
Την ίδια μέρα, την 16η δηλαδή του Νοέμβρη, συνελήφθησαν αρκετοί όμηροι, κυρίως ενήλικοι άντρες με εξαίρεση τον έφηβο τότε Αλέξανδρο Καραγιάννη. Τα ονόματα των ομήρων που ακολουθούν είναι όσα αναφέρονται στο βιβλίο του συγγραφέα Ηλία Λεφούση με τίτλο Κανάλια και Κάρλα στηριζόμενα στις αναφορές του αείμνηστου κ. Δήμου Παπαδήμου.
Με σεβασμό αναφέρουμε και με αλφαβητική σειρά τους: Ακτσιαλή Γεώργιο, Αποστόλου Απόστολο, Βαΐρα Ορέστη, Βαρβαρέσο Χρήστο, Βαρβέκη Κωνσταντίνο, Γαλάνη Κωνσταντίνο, Γεωργατζή Κυριαζή, Γιάτσιο Βασίλη, Γκουντέλο Ηρακλή, Γουρνάρη Νικόλαο, Ευαγγελινού Νικόλαο, Ζέρδιλα Γεώργιο, Ζέρδιλα Δημήτριο, Ζέρδιλα Κωνσταντίνο, Θάνο Κωνσταντίνο, Θεοχαρίδη Δημήτρη, Ιωάννου Αθανάσιο, Ιωάννου Απόστολο, Καπατσέλο Δημήτριο, Καραγιάννη Αλέξανδρο, Καραδήμο Γεώργιο, Καραδήμο Κωνσταντίνο, Κουζιώκα Απόστολο, Κουζιώκα Γεώργιο, Κουζιώκα Ιωάννη, Κώστα Αντώνιο, Κώστα Δήμο, Κώστα Νικόλαο, Μιντζέλη ή Παπαδήμο Δήμο, Μαλιούρα Απόστολο, Μάρκο Κωνσταντίνο, Μπάκουλη, αξιωματικό ΕΛΑΣ, Μπίλη Νικόλαο, Μπουρμπουρτσιώτη Φίλιππο, Μωραΐτη Παναγιώτη, Νάκο Ιωάννη, Ντάτσιο Αντώνιο, Παππή Νικόλαο, Παπαχρήστο Ορέστη (Κοέν), Πινιάρη Ιωάννη, Σανίδα Απόστολο, Σουρλίγκα Αντώνη, Τάσιο Αθανάσιο, Τσιάντο Θεοχάρη, Χαλμπέ Νικόλαο και Χατζηνικολάου Απόστολο.
Από τα δημοσιεύματα της εποχής διαβάζουμε τα εξής: «…Εν τω μεταξύ δραματική ήτο η θέσις των καταληφθέντων εξ απροόπτου εντός, των Καναλίων ανταρτών, οι οποίοι, μη δυνάμενοι να αντιτάξουν άμυναν, έσπευσαν να κρυφθούν. Αλλ’ οι Γερμανοί, βέβαιοι περί της υπάρξεως ανταρτών εις το χωριό, ήρχισαν να ερευνούν από οικίας εις οικίαν προς ανακάλυψίν των. Ούτω, κατά την διάρκειαν της ερεύνης οι Ες-Ες εύρον και συνέλαβον μερικούς αντάρτες και άλλα άτομα, τα οποία δεν ηδυνήθησαν να δικαιολογήσουν την παραμονήν των εις Κανάλια. Εν συνόλω συνελήφθησαν 52, μεταξύ αυτών και μερικοί Ισραηλίτες του Βόλου. Οι Γερμανοί δεν αντιλήφθησαν ότι υπήρχον και Εβραίοι μεταξύ των συλληφθέντων και έτσι αυτοί εγλύτωσαν τελικώς μη αποκαλυφθέντες» και παρακάτω αναφέρεται σχετικά με την εξέλιξη της σύλληψης των ομήρων, ότι «…Εν τω μεταξύ οι συλληφθέντες πενήντα δύο, μεταξύ των οποίων και μερικοί, ως ελέχθη, Ισραηλίτες απεστάλησαν υπό των Γερμανών δι’ αυτοκινήτων εις Ριζόμυλον και εκείθεν εις Λάρισαν. Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι είχαν μυθιστορηματικάς περιπετείας, απεστάλησαν ακολούθως εις Θεσσαλονίκην όπου ενεκλείσθησαν εις το στρατότεδον Π. Μελά. Διεσώθησαν, όμως, τελικώς όλοι, μηδέ και των Ισραηλιτών εξαιρουμένων, τους οποίους οι Γερμανοί εξέλαβον μέχρι τέλους ως Έλληνας, δεδομένου ότι ουδείς ευρέθη να καταδώση την πραγματικήν των ταυτότητα…». Από την εφημερίδα Ταχυδρόμος (1960).
Ο κύριος Αλέξανδρος Καραγιάννης, δικηγόρος και επίτιμος πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου, ενθυμούμενος εκείνη την άθλια μέρα που συνελήφθη ως όμηρος από τους Γερμανούς, όντας ακόμη παιδί, περιγράφει το προσωπικό του βίωμα ως εξής: Χαρακτηρίζοντάς το ως μια «Αχρείαστη συμβουλή» αναφέρει γραπτά με τη δική του εξαίρετη πένα. «Γερμανική κατοχή. Κανάλια Μαγνησίας 16 Νοέμβρη 1943, χαράματα. Επιδρομή μονάδας Γερμανών Ες-Ες. Κύκλωσαν το χωριό, σκότωσαν όσους επιχείρησαν να διαφύγουν, συνέλαβαν 52 ομήρους και πυρπόλησαν τα σπίτια. Μεταξύ των ομήρων ήταν και ο έφηβος εγγονός ενός ογδοντάχρονου τότε γέροντα. Μόλις είδε τον εγγονό του ο γέροντας πλησίασε τον Γερμανό φρουρό, τον έπιασε απαλά από το μανίκι του και με δάκρυα τον ικέτευε λέγοντας «είναι μικρό παιδί, εγώ παππούς, πάρτε εμένα και αφήστε το παιδί», δείχνοντας με το δάκτυλο του εμένα και τον εαυτό του εναλλάξ, για να καταλάβει. Ο Γερμανός Ες-Ες αγριεμένος τον απώθησε βίαια, αλλά αυτός επανήλθε εκλιπαρώντας και τότε ο Ες-Ες τον κλώτσησε και τον έριξε κάτω. Ο γέροντας με κόπο σηκώθηκε και από απόσταση συμβούλευε τον εγγονό του: «Πρόσεξε, όταν σας βάλουν στη γραμμή για να σας σκοτώσουν, να φροντίσεις να μπεις στο μέσο της γραμμής και μόλις αρχίσει να βάλει το πολυβόλο να πέσεις αμέσως κάτω, να μείνεις ακίνητος και να κάνεις τον πεθαμένο». Όταν ήλθε η ώρα για την εκτέλεση, ο μελλοθάνατος έφηβος, εφαρμόζοντας τη συμβουλή του παππού του, μπήκε προ του εκτελεστικού αποσπάσματος στο μέσον της γραμμής των ομήρων και περίμενε, κοιτάζοντας τα δυο πολυβόλα απέναντι, έτοιμος να προλάβει να πέσει. Περίμενε τη στιγμή για να πέσει, αλλά η στιγμή αυτή δεν ήλθε, δεν ήταν για να έλθει. Η εκτέλεση αναβλήθηκε γιατί δεν είχε πειραχτεί από τους κατοίκους κανένας Γερμανός και έτσι ο επικεφαλής των Ες-Ες τελικά προτίμησε οι 52 όμηροι να κρατηθούν φυλακισμένοι ως ένα απόθεμα άμεσων αντίποινων για περίπτωση θανάτωσης ενός Γερμανού οπουδήποτε στη Θεσσαλία. Ήταν της μοίρας γραμμένο, η συμβουλή του παππού να μείνει αχρείαστη…».
Τα Κανάλια δέχτηκαν κι άλλη επίθεση από τους Γερμανούς κατακτητές τον Μάρτιο του 1944. Μια επιχείρηση που διήρκεσε οκτώ μέρες. Πραγματοποιήθηκαν μεγάλες μάχες. Τότε συνελήφθησαν οι εξής Καναλιώτες: Γκούρης Κωνσταντίνος (δεκαοχτάχρονος), Κουζιώκας Δημήτριος, Ντόντης Αντώνιος, Πλατανιώτης Δημήτριος, Σουρλίγκας Αλέξανδρος, Τσιούκας Στέργιος (Χατζής) και Χατζηθανάσης Νικόλαος. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στο απόσπασμα εκτός από τον Δημήτρη Πλατανιώτη που μεταφέρθηκε στα στρατόπεδα της Γερμανίας και τον Αντώνη Ντόντη που βρέθηκε στις ντόπιες φυλακές (πληροφορίες από τον κ. Δήμο Παπαδήμο).
Ο φόρος αίματος των Καναλίων σ’ εκείνα τα πέτρινα χρόνια δεν σταματάει εδώ. Υπάρχουν νιάτα που χάθηκαν ως στρατιώτες και είναι οι: Αντωνάκης Κωνσταντίνος, Γεωργατζής Δημήτριος, Γιάτσιος Χρήστος, Σουρλίγκας Απόστολος, Σουρλίγκας Γεώργιος, Τρικιώνης Αθανάσιος και Τσιαμπαλός Δημήτριος.
Πολλοί σκοτώθηκαν στο δεύτερο αντάρτικο (εμφύλιος) και είναι οι: Βαΐτσης Χαράλαμπος, Βοϊδανά Μολυβία, Γαροφύλλου Αθανάσιος, Καπατσέλος Απόστολος, Λαζαρίδης Δημήτριος, Λαζαρίδη Ευτυχία, Λαζαρίδης Νικόλαος, Μπέλλος Δημήτριος, Σουρλίγκας Απόστολος, Τυμπανάρης Ιωάννης.
Αρκετοί πολίτες υπήρξαν θύματα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, όπως οι: Αλεξίου Αθανάσιος (αγνοούμενος), Βέτσικας Ελευθέριος, Βογιατζής Αθανάσιος, Ζιώγας Ιωάννης, Κάλφας Αθανάσιος, Κατρανάς Χρήστος, Κώστας Νικόλαος, Μαλιούρας Ιωάννης, Μαντάς Κωνσταντίνος, Μωραΐτης Ιωάννης, Ντάτσιου Ελένη, Ντάτσιος Κωνσταντίνος, Οικονομίδη Άρτεμη, Οικονομίδης Νικόλαος, Παπαδήμου Φιλίτσα, Παπαθανασίου Νικόλαος, Παπατριανταφύλλου Τριαντάφυλλος, Παπουτσής Δήμος, Σουρλίγκας Στέφανος, Τάσιος Αθανάσιος και Τσίγκρα Αικατερίνη.
Στη μνήμη όλων αυτών κλίνουμε το γόνυ ευλαβικά και προσκυνούμε και αντί για άνθη καταθέτουμε τους ανθόδετους στίχους του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη:

Όταν άνθη εδένατε

Όταν άνθη εδένατε στα τεφρά μαλλιά σας, / και μες στην καρδιά σας / αντηχούσαν σάλπιγγες, κι ήρθατε σε χώρα / πιο μεγάλη τώρα – οι άνθρωποι με τα έξαλλα πρόσωπα, τα ρίγη, / είχαν όλοι φύγει.
Όταν άλλο επήρατε πρόσταγμα, άλλο δρόμο, / σκύβοντας τον ώμο, / τη βαθιάν ακούγοντας σιωπή, τους γρύλους, / στην άκρη του χείλους / ένα στάχυ βάζοντας με πικρία τόση – / είχε πια νυχτώσει.
Κι όταν εκινήσατε λυτρωμένα χέρια / πάνω από τ’ αστέρια, / κι όταν στο κρυστάλλινο βλέμμα, που ανεστράφη, / ο ουρανός εγράφη, / κι όταν εφορέσατε το λαμπρό στεφάνι – είχατε πεθάνει.
Αιώνια να είναι η μνήμη τους.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το