Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Ευφραιμίδου

Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Δίπλα του άλλαζε το σκηνικό, ήταν ο φούρνος του Παναγιώτη Αλέξογλου από το Βαρδούρι, Μπουντούρ το έλεγαν οι Τούρκοι, της Μ. Ασίας. Η αρραβωνιαστικιά του Αναστασία Τριανταφύλλου ή Τριανταφυλλίδου είχε πραγματική οδύσσεια μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα. Για να γλιτώσει από την ατίμωση των Τούρκων στρατιωτών έβαλε δυο-τρεις φορεσιές από μέσα κρύβοντας σε κρυφές τσέπες τα φλουριά που ήταν προίκα της, έβαψε με καπνιά από το σβησμένο τζάκι το πρόσωπό της, το μουντζούρωσε με τρόπο αποκρουστικό και μεταμφιέστηκε σε γριά. Πολλές φορές έτρεμε η καρδούλα της όταν οι Τούρκοι την έσπρωχναν ως γριά να μπει στο πλοίο. Αποβιβάστηκαν τελικά στον Πειραιά και μετά ήλθε η οικογένειά της στον Βόλο.
Ωστόσο και ο Παναγιώτης δεν ταλαιπωρήθηκε λιγότερο. Τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον οδήγησαν στα «αμελέ ταμπουρού» όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν φοβερές και λίγοι επιβίωναν. Τελικά κατόρθωσε να αποδράσει, έφτασε στον Πειραιά και αναζητούσε τους δικούς του.
Βρήκε τα αδέλφια του Χαράλαμπο, Μαρίτσα, Πελαγία και ήλθαν στον Βόλο όπου ήταν η αρραβωνιαστικιά του.
Τότε το Αλέξογλου έγινε Αλεξανδρίδης σύμφωνα με την υπόδειξη κάποιων υπαλλήλων, για να μη χαρακτηρίζονται ως Τούρκοι.
Ο αδελφός του ο Χαράλαμπος είχε ανοίξει μεγάλο φούρνο και ο Παναγιώτης εργαζόταν ως υπάλληλος και μάθαινε τη δουλειά.
Το 1928 αγόρασε οικόπεδο στη Νέα Ιωνία, στην οδό Ευφραιμίδου 6 με Σμύρνης και έκτισε φούρνο. Από τον γάμο του με την Αναστασία απόκτησε τον Αλέξανδρο, τη Μαρία, την Ελισάβετ και την Καλλιόπη.

Παναγιώτης Αλεξανδρίδης εν ώρα εργασίας

Στην Κατοχή για ένα χρονικό διάστημα ο φούρνος δεν έβγαζε ψωμί γιατί δεν υπήρχε αλεύρι, έψηνε μόνο λίγα φαγητά. Η οικογένεια τα έβγαζε δύσκολα και τα κορίτσια Μαρία, Ελισάβετ και Καλλιόπη πήγαιναν στον κάμπο για «μπασάκι», δηλαδή να μαζεύουν τα στάχυα που περίσσευαν και έπεφταν από τα δεμάτια του θερισμού. Αμέσως μετά την Κατοχή το κράτος έδωσε αλεύρι στους φούρνους, να ζυμώνουν ψωμί και να το παίρνει ο κόσμος με το δελτίο. Ο φούρνος έβγαζε ψωμί, αλλά και μπομπότα από καλαμποκάλευρο σε μεγάλες λαμαρίνες που την πουλούσε με το κομμάτι. Στη δεκαετία του ’50 υπήρχε φτώχεια στη Νέα Ιωνία.
Οι άνθρωποι αγόραζαν το ψωμί «βερεσέ», δηλαδή χωρίς να το πληρώνουν, ο Παναγιώτης και οι άλλοι υπάλληλοι τα σημείωναν στο «τεφτέρι», το μικρό εκείνο βιβλιαράκι με τους λογαριασμούς που είχε η κάθε οικογένεια.

Ο Αλεξ. Αλεξανδρίδης αγαπούσε το κυνήγι

Το Σάββατο, που πληρωνόταν η εργατιά της Νέας Ιωνίας από τα καπνομάγαζα και από το λιμάνι που δούλευαν, έτρεχε να ξεχρεώσει όλο ή μέρος του χρέους της. Μέσα στο μαγαζί δεξιά υπήρχε ξύλινος πάγκος μεγάλος και πίσω ακριβώς ήταν ο φούρνος που έκαιγε με ξύλα. Αριστερά ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο ζυμωτήριο και κάτω από τη σκάλα υπήρχε πόρτα, που έβγαζε στην αυλή, η οποία είχε πηγάδι. Από αυτό το πηγάδι έπαιρνε νερό όλη η γειτονιά. Εκεί ήταν ο τόπος σωτηρίας της οικογένειας, αλλά και των συγγενών. Ο Παναγιώτης εκεί είχε φτιάξει καταφύγιο κατά τη διάρκεια της Κατοχής να προστατεύονται από τις επιδρομές και τους βομβαρδισμούς των γερμανικών αεροπλάνων η οικογένεια, συγγενείς και φίλοι.
Είχε μια πόρτα ξύλινη χαμηλή και φεγγίτες με τζάμια που φώτιζαν τον φούρνο. Στο βάθος του οικοπέδου ήταν η αποθήκη με τα ξύλα.
Μετά τους σεισμούς του 1955 γκρέμισαν τον παλιό φούρνο, έφτιαξαν καινούργιο οίκημα για την οικογένεια στο οικόπεδο και καινούργιο φούρνο «Γερμανικό». Η επωνυμία του φούρνου ήταν «ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΟΥ».
Ήταν ο πρώτος στο είδος του στη Νέα Ιωνία και ο Παναγιώτης τον παρήγγειλε και τον έφεραν από τη Θεσσαλονίκη. Έκαιγε ξύλα και κοκ. Μετά το γύρισαν στο μαζούτ. Από το 1955 ώς το 1965 αγόραζε και κατεργαζόταν αλεύρι για τον φούρνο του, αλλά και για λιανική πώληση.
Ο Παναγιώτης ήταν άνθρωπος, καλομίλητος, χαμηλών τόνων, «διπλωμάτης» και έψαχνε πάντα για τη λύση του προβλήματος που είχε. Στη δούλεψή τους είχαν τον Αλέξανδρο Κασάπογλου που τον είχαν σαν δικό τους παιδί και μερικές φορές τον έπαιρναν μαζί τους στο κτήμα των Αλυκών για παρέα. Ο Αλέξανδρος, ο γιος τους, μπήκε από το 1939 στη δουλειά, μαζί η γυναίκα και οι κόρες του.

Γάμος του Αλέξανδρου και Μυρσίνης

Ο Αλέξανδρος όμως ήταν όλη μέρα στον φούρνο, ιδιαίτερα όταν αρρώστησε ο πατέρας του. Από πριν αναλάμβανε πρωτοβουλίες, αλλά πάντα με την καθοδήγησή του και την εποπτεία του. Ήθελε όλα να είναι ρυθμισμένα. Το ψωμί το ετοίμαζαν από βραδύς και ανάπιαναν το προζύμι και από τα ξημερώματα της άλλης μέρας έκαιγαν τον φούρνο με ξύλα ή με κάρβουνο, μέχρι να ασπρίσει το τοίχωμα. Τότε ήταν έτοιμος και έριχναν τα ψωμιά.
Το Πάσχα του 1967 που συνέπεσε με το πραξικόπημα της 21 Απριλίου του 1967, οι νοικοκυρές απ’ τα Γερμανικά, αλλά και από την πλατεία του υδραγωγείου πήραν τα φαγητά τους μετά την Ανάσταση, διότι τότε η αστυνομία του επέτρεψε να ανοίξει! Στην περίοδο της δικτατορίας οι φούρνοι έπρεπε να είναι ανοικτοί μέχρι τις 8 το βράδυ και οι εργάτες του, για να έρθουν στον φούρνο να ετοιμάσουν τα προκαταρκτικά, είχαν χαρτί από την αστυνομία που τους επέτρεπε να κυκλοφορούν ελεύθεροι στους δρόμους.
Ο Αλέξανδρος παράλληλα είχε και άλλες δραστηριότητες. Έπαιζε μπάλα, φορούσε τη φανέλα της Νίκης από το 1947 μέχρι το 1950 και αγαπούσε το κυνήγι.
Παντρεύτηκε τη Μερσίνη (Νούλα) Κοτζαμάνη και απόκτησαν τον Παναγιώτη και τον Γιώργο.
Τη γωνία Εγγλεζονησίου, στο κτίσμα του Αλεξανδρίδη, ήταν ένα μικρό μαγαζάκι, τσαγκάρικο. Ο τεχνίτης αυτός είχε ειδικότητα να κατασκευάζει γερά τσόκαρα και να επιδιορθώνει παλιά παπούτσια.
Αργότερα το νοίκιασε ο ράφτης Θόδωρος Θεοφίλου.

Ο Παναγιώτης, η Αναστασία και ο γιος Αλέξανδρος

Απέναντι Εγγλεζονησίου με Ευφραιμίδου 25 (ήταν λάθος το προηγ. δημοσίευμα) στο πάνω μέρος, ήταν το μπακάλικο του Βαγγέλη του Κουτσουλίδη ή Κουτσουλικάκη ή Κουτσιλίδη. Τρία αδέλφια ήταν ο Βαγγέλης, ο Γαβριήλ και η Δέσποινα.
Ο Γαβριήλ εγκαταστάθηκε στη Λάρισα και η Δέσποινα με τον Βαγγέλη έμεναν στη Νέα Ιωνία. Επειδή δεν είχε παιδιά βάφτισε τα κορίτσια της κόρης της αδελφής του και τα είχε σαν δικά του. Η Δέσποινα είχε παντρευτεί τον Νίκο Σαρρή από τον Γέροντα, καπνεργάτη, και απόκτησε την Αποστολία-Στυλιανή, η οποία παντρεύτηκε τον Φώτη Ντανοβασίλη από την Καρδίτσα. Αυτός αρχικά είχε καφενείο στα «Κύματα», λίγο πριν το πάρκο, στο τέλος σχεδόν της Δημητριάδος και μετά είχε το κυλικείο στα δικαστήρια.
Ο Βαγγέλης αρχοντάνθρωπος ήταν, εμφανίσιμος, ευγενικός, παντρεμένος με τη Μαρίτσα που όλη μέρα βρισκόταν στο μαγαζί να εξυπηρετεί και να τρέχει δίπλα στο σπίτι της πέρα δώθε αδιαμαρτύρητα με μια πρωτόγονη υπομονή. Όσο μπόι της έλειπε, τόση δραστηριότητα είχε. Επειδή πίσω από το μαγαζί υπήρχε χώρος, ο Βαγγέλης τον είχε μετατρέψει σε ταβέρνα με κάπως πρωτότυπη εμφάνιση στο εσωτερικό της. Είχε βάλει μερικά βαρέλια άδεια από τα κρασιά που αγόραζε και πάνω κει πρόσφερε με το κατοσταράκι τη ρετσίνα του που ήταν εξαιρετική από την Εύβοια με μεζέ ξεροσφύρι, λίγο ρέγγα, δυο-τρεις ελιές και καμιά φορά λίγο τυράκι που ήταν πολυτελείας μεζές.
Στη διάρκεια της κατοχής σύχναζε ένας Γερμανός ονόματι Χανς, ο οποίος ρωτούσε πολλά τον Βαγγέλη. Και τότε ο Βαγγέλης έσωσε πολύ κόσμο λέγοντας άλλες πληροφορίες ψεύτικες, παραπλανητικές που δεν ενοχοποιούσαν τους γείτονες και φίλους του.

Ο φούρνος αργότερα

Εκεί σύχναζαν οι «κρασοπατέρες», όσοι ήθελαν να δροσίσουν το στόμα τους με λίγο ρετσίνα στα γρήγορα και να πάνε στη δουλειά ή στο σπίτι τους, αυτοί που είχαν την έλλειψη της ρετσίνας και την αποζητούσαν να ξεχάσουν τα προβλήματά τους και να ξεφύγουν από την πραγματικότητα… Διαφορετικοί άνθρωποι, αλλά άνθρωποι…
Η Μαρίτσα πέθανε νωρίς και ο Βαγγέλης τυφλώθηκε από γλαύκωμα και τον κοίταγε η Δέσποινα. Ήταν αγαπητός μέχρι το τέλος.
Απέναντι στου Πασχαλίδη το παλιό μαγαζί από την κάτω πλευρά της Ευφραιμίδου, άρχιζε άλλο μπακάλικο-καφενείο του Παππά, που ήταν συγγενής με τον Γιασεμή Δαρείου. Πενήντα εξήντα τετραγωνικά ήταν, συνηθισμένο και πάντοτε γεμάτο.
Το δούλεψε κάποια χρόνια και μετά το πήρε ο Χριστοφής ο Κώστας, ο Εγγλεζονησιώτης με τη γυναίκα του που ήταν γένος Σκαρίμπα.
Απέναντι ήταν η μεγάλη ανοιχτή πλατεία από τα Τζαμαλιώτικα που στο κάτω μέρος της είχε μια ταβέρνα «τα προσφυγάκια» και απέναντι ήταν το σπίτι που έμενε ο «δαίμονας».

Στο τέρμα του δρόμου, σε μια εσοχή ήταν ο φούρνος του Θανάση του Βουρλιώτη, από τα Βουρλά, που πήγαιναν οι Εγγλεζονησιώτες και στη γωνία το σπιτάκι του ναυτεργάτη Γιάγκου Νικολού, του Μάμουνα.
Από την περιπλάνησή μας στους δρόμους είδαμε τα μαγαζιά και τους περισσότερους κατοίκους του συνοικισμού σε γενικό πλάνο, αλλά και κάποιους με αναλυτική προσέγγιση, λόγω πηγών.
Και όλοι αυτοί αποτέλεσαν το συναξάρι των κατοίκων εκείνης της προσφυγικής Νέας Ιωνίας.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Μαρίας και Ευαγγελίας Ντανοβασίλη, Β. Γιασιράνη «Από τον παππού στον εγγονό», 2011.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το