Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Αφιέρωμα στην οικ. Μανώλη και Πόπης Σταμπουλού

Προχωρώντας προς την Κωνσταντινουπόλεως υπήρχαν μερικά σπιτάκια προσφυγικά με τις αυλές και τα λουλούδια τους και λίγο πριν τη γωνία ήταν του Ιωάννη Κερεστεντζή από τη Σινώπη. Τετραμελής ήταν η οικογένεια και ο πατέρας ξυλουργός αγωνιζόταν για τον επιούσιο.
Στη γωνία ήταν το σπίτι του Διαμαντή Σταμπουλού από τα Θείρα της Μ. Ασίας. Ταλαιπωρημένος από τον διωγμό εγκαταστάθηκε τελικά στη Νέα Ιωνία στο προσφυγικό της γωνίας Βασιλίσσης Φρειδερίκης-Κωνσταντινουπόλεως με τα τέσσερα παιδιά του, τον Θρασύβουλο, τον Μανώλη, την Ευτυχία και τη Βασιλεία. Κουρασμένος αποσύρθηκε και βοήθησε τον γιο του Μανωλάκη να ανοίξει το πρώτο κουρείο στη Βασιλίσσης Φρειδερίκης, δίπλα από το πρώτο μαγαζί του Άνθιμου με την επωνυμία «Ο Καΰστρος». Απόφοιτος του Ελληνικού σχολείου των Θείρων ο Μανώλης και με κοινωνική μόρφωση ασκούσε το επάγγελμα του κουρέα και στον τόπο του. Το ανάστημα και η κορμοστασιά του, οι ευγενικές του κινήσεις, ο ήπιος τόνος της ομιλίας του ασκούσαν μια γοητεία στο άτομό του.
Για πολλά χρόνια στον ξύλινο πάγκο τον γεμάτο σύνεργα καλλωπισμού, με τους δυο μεγάλους καθρέφτες στον τοίχο και τις ψάθινες καρέκλες ξυρίζονταν και κουρεύονταν οι πρόσφυγες της Νέας Ιωνίας.
Ομόρφαιναν και αρωματίζονταν, ξεχνώντας τα ντέρτια και τους καημούς της φτώχειας τους, εκεί μέσα στο στενόμακρο ιδιόκτητο κατάστημα που ήταν πιότερο τόπος επικοινωνίας και ειδήσεων παρά κουρείο. Είχε στη δούλεψή του δυο καλφάδες ευγενικούς, περιποιητικούς που δεν άφηναν τον πελάτη να φύγει δυσαρεστημένος. Κοντά του μαθήτευσαν αρκετοί κουρείς, γνωστοί μετέπειτα στη Νέα Ιωνία.

Μανωλάκης-Πόπη Σταμπουλού

Το 1929 πέθανε ο Διαμαντής σε ηλικία 70 χρονών και ο Μανωλάκης συνέχισε να δουλεύει καλά στο μαγαζί του. Ωστόσο, σκέφτηκε πως ήρθε ο καιρός να πραγματοποιηθούν τα όνειρά του για οικογενειακή αποκατάσταση. Είχαν περάσει σχεδόν οκτώ χρόνια από τότε που ερωτεύτηκε στα Θείρα τη νεαρή Καλλιόπη Ζουμπόγλου, κόρη του παντοπώλη Εμμανουήλ Ζουμπόγλου και της Ελένης Δημητριάδου.
Μετά την καταστροφή έχασε τα ίχνη της, αλλά ο κόσμος της προσφυγιάς ήταν μικρός σαν έψαχνες τους δικούς σου ανθρώπους.
Την βρήκε στον Πειραιά και την ξανάχασε όταν αυτή διορίστηκε στο Μαρμάρι της Καρύστου. Τελικά την έπεισε μετά από δυο χρόνια, άφησε τη θέση της και εγκαταστάθηκε στον Βόλο.
Για να αντιμετωπίσει τα έξοδα του γάμου του το 1930 πούλησε το μισό οικόπεδο στον Ανδρέα Σακκαλή που άνοιξε το πρώτο ποδηλατάδικο στο Φαρδύ.
Από τον γάμο τους απόκτησαν δύο αγόρια: Τον Διαμαντή (Τάκη) και τον Νίκο.
Στην περίοδο της κατοχής ο Μανωλάκης αρρώστησε. Αναγκάστηκε να νοικιάσει το μαγαζί και το κουρείο έγινε στιλβωτήριο με την επωνυμία «Οι δυο κουμπάροι». Το 1941 σε ηλικία 41 χρονών έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας μονάχη τη γυναίκα του να μεγαλώσει τα δυο ορφανά και να τα μορφώσει. Το 1955 μετά τους σεισμούς το μαγαζί πουλήθηκε στον Φουντουκίδη και έγινε υποδηματοποιείο κλείνοντας έτσι την ιστορία του στην κατοχή της οικογένειας Σταμπουλού. Αργότερα έσβησε και από τη θύμηση των περισσότερων ανθρώπων και ξεχάστηκε τελείως.

Ελένη Ζουμπόγλου, δασκάλα με την κόρη της Καλλιόπη και παιδιά του σχολείου στα Θείρα

Η Πόπη έναν χρόνο μετά τον γάμο της για να συνεισφέρει στην οικογένειά της δημιούργησε το πρώτο ιδιωτικό σχολείο-φροντιστήριο στον συνοικισμό. Οι προσφυγοπούλες που δούλευαν χρειάζονταν βοήθεια. Κάποιον να τους κρατάει τα μικρά παιδιά τους, να τα απασχολεί και να τα μαθαίνει γράμματα, αυτά που δεν μπορούσαν οι ίδιες.
Οι πρόσφυγες με τα λίγα χρήματα που έπαιρναν, προσπαθούσαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα, για τα οποία έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση και αγάπη και στον τόπο τους οι ίδιοι συντηρούσαν και λειτουργούσαν τα ελληνικά σχολεία τους.
Η Πόπη με την αγάπη για τη δουλειά της και την εκπαιδευτική της εμπειρία μετέτρεψε το σπίτι της σε φωλιά νεαρών «νεοσσών».
Άνοιξε την αγκαλιά και την ψυχή της σε όλα τα προσφυγόπουλα που διψούσαν για μάθηση, αλλά και σε όσα δεν ήξεραν ακόμη να διαβάζουν. Η γαλήνια μορφή της, το πλατύ χαμόγελό της, η ομορφιά του κορμιού και της ψυχής της επηρέασαν μικρούς και μεγάλους. Ανέλαβε όλες τις ηλικίες. Άλλα παρακολουθούσαν το πρωί και άλλα το απόγευμα ανάλογα με τη φοίτησή τους στο δημόσιο σχολείο. Οι εργαζόμενες μητέρες της γειτονιάς της και πιο πάνω της Ευαγγελίστριας τής εμπιστεύτηκαν τα ανήλικα παιδιά τους. Με τα δυο μικρά παιδιά της κάτω από τις φτερούγες της, με αγάπη μητρική, υπομονή και υπευθυνότητα τιθάσευε το ακροατήριο καθισμένο στα μικρά τους καρεκλάκια ακουμπισμένα στο μεγάλο χαμηλό τραπέζι και μάθαινε στα νεαρά βλαστάρια τις αξίες των προσφύγων.
Τους καλοκαιρινούς μήνες το σχολείο της κυρά Πόπης έσφυζε από ζωή. Από τα ανοιχτά παράθυρα ακούγονταν οι χαρούμενες παιδικές φωνούλες να τραγουδούν, να ξεφωνίζουν από χαρά, να διαμαρτύρονται κλαίγοντας. Η μικρή αυλή του προσφυγικού της σπιτιού ήταν μια μικρή παιδική χαρά, μικρή, αλλά ευτυχισμένη.
Οι προσευχές και τα τραγουδάκια τους για τον Θεό και τη μητέρα ξεχύνονταν και πέρα από τα σύνορα της συνοικίας και οι λεξούλες τους πότε καθαρές και πότε μπερδεμένες συγκινούσαν τους διαβάτες και τους μαγαζάτορες.
«Συ που κόσμους κυβερνάς και ζωή παντού σκορπάς
Άκου τούτη τη στιγμή των παιδιών σου τη φωνή
Φώτιζέ μας την ψυχή στο καλό, την αρετή
Στείλε μας από ψηλά θάρρος, δύναμη, χαρά».
Το ποιο αγαπημένο τους ήταν:
«Λέλεκα Μπουλούκασι
που τα πας τα πρόβατα κάτω στ’ άλλα χώματα
κότες κακαρίζουνε, τα σκυλιά γαυγίζουνε
κούι κούι κούι και κανένας δεν ακούει…».

Τους διηγιόταν με τον τρόπο της τους μύθους του Αισώπου και πάντα στο τέλος κατέληγε με το επιμύθιο… «και από τον ελάχιστο χάριν να περιμένεις…».
Με αυτόν τον τρόπο, με τα ποιήματα, τα τραγουδάκια και τις προσευχές τους έδινε τα πρώτα ακούσματα, εφόδια για τα επόμενα μαθητικά τους χρόνια. Από κει πέρασαν σχεδόν όλοι οι μετέπειτα επιστήμονες της Νέας Ιωνίας. Από τα χέρια της έμαθαν να γράφουν, από την ψυχή της να αισθάνονται και από το μεθοδικό μυαλό της να βρίσκουν πρακτικούς τρόπους να λύνουν τα προβλήματα της αριθμητικής, αλλά και να μαθαίνουν κανόνες συντακτικού και γραμματικής – χαρίσματα που κληρονόμησε ο γιος της Τάκης. Με τον θάνατο του Μανωλάκη το 1941 δυσκολεύτηκε πολύ. Στην Κατοχή δεν μπορούσε να λειτουργήσει το σχολείο. Σε κείνη την περίοδο με τις μετακομίσεις χάθηκε το πτυχίο της από το παρθεναγωγείο των Θείρων. Δεν είχε πια κανένα αποδεικτικό στοιχείο του επαγγέλματός της και έτσι μετά την απελευθέρωση, όταν επανήλθε η ομαλότητα στον τόπο, δεν κατάφερε να διοριστεί από το ελληνικό κράτος με αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε.

Μανωλάκης και Πόπη Σταμπουλού

Παρέμεινε η δασκάλα των μικρών παιδιών που πληρωνόταν 5 δραχμές την εβδομάδα για να μεγαλώνει και να μαθαίνει γράμματα στα παιδιά της Νέας Ιωνίας. Ήταν η δασκάλα, που ενώ είχε πτυχίο, δεν καταγράφηκε επίσημα πουθενά και γεμάτη σεμνότητα για την αξία της και αισιοδοξία για τη ζωή, παραχώρησε σιωπηλά τη θέση της και δεν αντέδρασε, όταν άλλη γυναίκα, χωρίς να έχει την απαιτούμενη γνώση και προσόντα δήλωσε ως «η δασκάλα της προσφυγιάς».
Αυτός ο καημός και ο μεγάλος ο αγώνας να σπουδάσει τα παιδιά της σε κείνα τα δύσκολα χρόνια την καταπόνησαν και τη συνέθλιψαν.
Δεν άντεξε. Πέθανε το 1955 στην περίοδο των σεισμών, σε ηλικία περίπου 50 χρονών στην αγκαλιά της μητέρας μου και της νονάς μου χωρίς να προλάβει να καμαρώσει τα παιδιά της που έγιναν λαμπροί επιστήμονες: Ο πρώτος καθηγητής φιλόλογος που δίδαξε στη Νέα Ιωνία και ο άλλος αρχιτέκτονας με υποτροφία στο Παρίσι και με ανάλογη επαγγελματική καριέρα.
Μεγάλωσα με τα παιδιά αυτά που τον περισσότερο χρόνο όταν ήταν στον Βόλο, έμεναν στο σπίτι μας. Μου έμαθαν πολλά. Ιδιαίτερα ο Τάκης, που διορισμένος στα γύρω χωριά και μετά στον Βόλο μου έμαθε να διαβάζω. Του χρωστούσα «το ευ ζην». Σ’ αυτόν όφειλα που έγινα φιλόλογος. Μου υποδείκνυε τα κίνητρα της φιλολογίας και με παρέσυρε να τα ασπαστώ. Τους το όφειλα το αφιέρωμα: Στη γλυκιά θεία Πόπη και στον υπομονετικό Τάκη Σταμπουλού.
Πηγές: Προσωπική μαρτυρία, Β. Γιασιράνη Κυρίτση «Επώνυμοι Μικρασιάτες» εφ. «Θεσσαλία», 6 Φεβρουαρίου 2000.

Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το