Άρθρα

Στοά Ματσάγγου

 

Της
Λιλής Χ. Τσουρνάβα – Κουτσορίζωφ

Περιδιαβάζω έξω από το «Οικονομικό Πανεπιστήμιο». Καμαρώνω. Εδώ σπουδάζει η εγγονή μου! Θέλω να αγγίξω αυτούς τους τοίχους, αλλά ντρέπομαι, φοβάμαι ότι τα νέα παιδιά που κάθονται στα τραπεζάκια θα με πουν γεροξεκούτη. Για λίγο ξεχνιέμαι, πλησιάζω πολύ κοντά στα κάγκελα της μεγάλης σιδερένιας πόρτας με το μονόγραμμα. Με δέος τότε, στα 13 μου χρόνια, την πρωτοδρασκέλισα και η μυρωδιά του καπνού μπούκωσε τα ρουθούνια μου, έτσουξαν τον λαιμό μου οι αναθυμιάσεις της πετρελαιοκίνητης ρευματομηχανής. Νιώθω λίγο παράταιρα, αλλά κάθομαι και παραγγέλνω καφέ. Έχει υγρασία εδώ κάτω, κρυώνω λίγο, αλλά μισοκλείνω τα μάτια και θυμάμαι… Μνήμες ανάκατες, μνήμες δικές μου και μνήμες της γενιάς μου, μνήμες ακόμα ζωντανές…
Είχαν περάσει χρόνια από τότε που μας ξέβρασε με τους μπόγους μας το καράβι στο λιμάνι του Βόλου. Τότε, η γιαγιά μου, η Μαρουσώ, μιλούσε ακόμα σπαστά ελληνικά. Φορούσε βράκες σουρωτές στον αστράγαλο και τη φώναζαν βρακού. Καθόταν κατάχαμα στην κοινόχρηστη αυλή μας και έστριβε τσιγάρα με τον καπνό που της πηγαίναμε. Όλη η οικογένειά μας κάθε πρωί, αχάραγα, ξεκινούσε για του Ματσάγγου. Τη Μάνα μου, τις αδελφές μου και τα άλλα κορίτσια Ματσαγγοπούλες τις φώναζαν. Έπιασα κι εγώ δουλειά στου Ματσάγγου. Με καμάρι (ένιωθα άντρας πια) περνούσα μαζί με τα άλλα παιδιά και τους άντρες, κάθε πρωί, το ρέμα του Κραυσίδωνα προς την πόλη και το μεγάλο καπνεργοστάσιο.
Άλλοι δούλευαν στις τσιγαρομηχανές, τα κορίτσια κυρίως στις συσκευασίες και τα πακεταρίσματα, άλλοι στο ξυλουργείο, στο κυτοποιείο, στο χημείο και άλλοι τρέχαν για τη συντήρηση των μηχανημάτων. Κυψέλη σωστή!
Στο σχόλασμα της βάρδιας (κάποια διαστήματα δούλευαν ώς τρεις βάρδιες) γέμιζε η στοά, γέμιζαν οι γύρω δρόμοι. Μπουλούκια με γέλια και πειράγματα φεύγαν άλλοι προς την προσφυγγογειτονιά, τον Συνοικισμό, άλλοι προς τον Άνω Βόλο, άλλοι με τα πόδια, άλλοι με σαραβαλιασμένα ποδήλατα, άλλοι με το λεωφορείο. Αυτοί από την Πορταριά, τη Μακρινίτσα, τον Άνω Βόλο, με τα πόδια κατέβαιναν οι περισσότεροι κάθε πρωί, νύχτα ακόμα, μια με χιόνι, μια με βροχή, μια με ζέστη. Ακόμα κι ένα γαϊδουράκι κάποτε ήταν δεμένο έξω από το εργοστάσιο, περιμένοντας να πάει ξεκούραστο τον κύρη του στην Ανακασιά.
Ντροπαλές γνωριμίες και ειδύλλια πλεκόντουσαν. Τότε πρωτοβγήκαν τα κορίτσια να δουλέψουν μαζικά στα εργοστάσια. Μικρά κορίτσια, ακόμα και 14χρονα, ένιωθαν προστατευμένα και προνομιούχα που δούλευαν εκεί. Ιατρείο με γιατρό και νοσοκόμο είχαν. Κάναν γυμναστική στην ταράτσα στο διάλειμμα. Στην Κατοχή, που εξακολούθησε να δουλεύει το εργοστάσιο (πολύτιμος ο καπνός, είχαν φτάσει τα «σιγαρέτα Ματσάγγου» να αντικαταστήσουν το νόμισμα), καθημερινά μαγειρευόταν και μοιραζόταν συσσίτιο.
Οι Ματσαγγοπούλες αργότερα, έχοντας πιάσει για πρώτη φορά δικά τους χρήματα στα χέρια, φρόντιζαν καλύτερα τον εαυτό τους: ένα φουστάνι, μια τσάντα, ένα κοκκινάδι για τα χείλη και το μεγάλο απόκτημα, ένα λεπτό χρυσό κρίκο βραχιόλι για το χέρι.
Επιπλώθηκαν τα φτωχικά σπίτια. Η γιαγιά μού έλεγε μια ιστορία για μια εργάτρια που έδωσε όλο το βδομαδιάτικό της, παίρνοντας ένα κρεμαστό πλουμιστό (φτηνό) φωτιστικό για το σπίτι. Το σπίτι που είχε ακόμα χώμα για δάπεδο. Φαντάζεσαι, έλεγε ανατριχιάζοντας η γιαγιά, τι καυγάς έγινε με τον άντρα της! Δεν τον ρώτησε καν, από τη λαχτάρα της για λίγη ομορφιά στο σπίτι.
Όμως δεν κυλούσαν όλα ρόδινα, όπως διαπίστωναν σιγά-σιγά. Ξυπνώντας οι συνειδήσεις, άρχισαν οι διεκδικήσεις για καλύτερες συνθήκες εργασίας, για καλύτερες αμοιβές. Τα θυμάμαι κι αυτά. Τους απολυμένους εργάτες, τις απεργίες, τους πυροβολισμούς (ακόμα κι εδώ, έξω από τη στοά), τη δυναμική συμμετοχή των εργατριών. Τότε, συμπορευτήκαμε όλοι, πρόσφυγες και ντόπιοι, μαζί ιστορία γράψαμε. Τα διηγούμαι στα παιδιά και τα εγγόνια μου, μού ’δωσε χρόνια βλέπεις ο Θεός. Να μην ξεχνούν, να ξέρουν.
Τα τσιγάρα δεν είναι πια στριφτά (ή κάνω λάθος, αν βλέπω καλά, η κοπέλα δίπλα μου στρίβει τσιγάρο). Εγώ καπνίζω ακόμα πού και πού, όταν ξεφεύγω από την προσοχή των δικών μου. Το κάνω μόνο και μόνο για να ακούω την, από πολλά χρόνια, πεθαμένη γιαγιά μου, να λέει:
«Έλα, τζιέρι μου, να στρίψουμε μαζί ένα τσιγαράκι, έλα να ξεχάσουμε τα βάσανα και τις πίκρες που μας πότισαν».
Μου ήρθαν κάποιες σταγόνες δάκρυα στα μάτια, σκουπίστηκα κρυφά και χαμογέλασα πλατιά στην εγγονή μου και τη μεγάλη φοιτητοπαρέα που έβγαινε από το μάθημα.

(Οι φωτογραφίες του κειμένου είναι του ερασιτέχνη φωτογράφου Νικολάου Α. Κουτσορίζωφ (Οδησσός 1900 – Βόλος 1967)

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το