Θ Plus

Στα Θολάρια της Αμοργού

Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

«Υπερβατικό είναι κάθε τι που τείνει στην κατάκτηση της κορυφής του Ωραίου»…
«Συμπόσιο» Πλάτωνα (Λόγος της Διοτίμας)

Στο νησί είχα πρωτοπατήσει τον Απρίλη του 1990. Με κακοκαιρία, πολλήν υγρασία και ομίχλη. Τέτοιαν ομίχλη που στεφάνωνε τα ριζά των χωριών κι άφηνε ακάλυπτα μονάχα τις κορφές και τα βράχια.
Ήταν μια ομίχλη απ’ αυτές που καλοκάθονται στο νησί, όταν παίρνει κι αλλάζει η εποχή. Πρωτοϊδωτο θέαμα. Αξέχαστο. Μοναδικό να περπατάς στην πανέμορφη Χώρα και να σού αποκαλύπτονται αιφνιδιαστικά και μεσ’ από κύματα μιας λευκής σκοτοδίνης, οι λότζες και τα πορτέλια, τα καμπαναριά και οι ανθρώποι.
Αλλά το ασύγκριτο θέαμα ήρθε από το μοναστήρι της Χοζοβιώτισας, όπου μού αποκαλύφθηκε ένα κατάλευκο φάντασμα, ντυμένο στο διάτρητο υφαντό της ομίχλης, να αποσπάται από το γαλάζιο σύνορο τ’ ουρανού και να βγαίνει από τα έγκατα ενός θαβώρειου φωτός που σπάει την κρούστα της ομίχλης και δίνει σάρκα και οστά στον κόκκινο βράχο, καθώς ο τελευταίος παίρνει ανάλαφρα να σκεπάζει την άσπρη νταντέλα της μονής.
Αυτές οι εικόνες με στιγματίσανε δια βίου. Η Αμοργός στάθηκε από τότε ένα ονειρικό χημείο, απ’ το οποίο ουδέποτε έχω απαλλαγεί.
Ήταν με τις εκλογές του 1990, όταν βρέθηκα στο νησί ως αντιπρόσωπος της δικαστικής Αρχής, διορισμένος στην εκλογική περιφέρεια του νομού Κυκλάδων.
Έκτοτε η Αμοργός έγινε το πέρασμα όλων των νησιώτικων περιηγήσεων, αλλά κι η περατζάδα των εσωτερικών κυμάτων της ζωής μου…
*

Ο παπάς στα Θολάρια

Ας κρατήσουν λοιπόν οι χοροί! Ψηλά από τα Θολάρια ας δέσουμε μαντήλι αμοργιανό κι ας χορέψουμε αμοργιανίτικο μπάλο, εγκαταλείποντας τον Αμοργιαλό με τις βαρκαρόλες, και τα βήματα στον Αμοργιανό βορρά, Κρούκελο και Σταυρό, όπου ονειρεύονται τα θαύματα κι απογειώνεται η αστρική μαγεία του νησιού.
Είμαστε βαθιά στην Αιγιαλίτιδα ζώνη, λίγο πριν εισχωρήσουμε στα χωρικά ύδατα του πανηγυριού και της τσαμπούνας. Με το σαντουράκι πασπαρτού, τον βιολιστή στη σκάλα, να γρατζουνάει τις χορδές από την υψηλή πύλη της Θολαρίτικης θέας και να τις στέλνει δώρο στη λυκαυγή του οριζόντιου, ταπεινού και πανέμορφου αμοργιανού κόσμου.
Θολάρια λοιπόν κι όποιος αντέξει την εμπειρία μιας απλοϊκής και γλυκόπιοτης και μαζί πιπεράτης ζήσης.
Απόγεμα πριν από την περιφορά της εικόνας, ο παπα-Φώτης βγαίνει από το Ιερό, κορδελιάζει μες στη φούχτα του τα λουριά της καμπάνας κι αναμετριέται με το ψηλό καμπαναριό που κρύβει τις δυο γλυκόλαλες φωνίτσες του πελάγου.

Ο παλιός καφενές στα Θολάρια

Το εκκλησίασμα καταφτάνει ευφρόσυνο, ο μικρός Αβραάμ φοβίζει τις κοπελούδες με τις στρακαστρούκες του που σκάνε στο τσιμέντο, οι λότζες κουτσομπολεύουν, στο ψιθυριστό, το προξενιό των μπαλκονιών με τις ρεβεράτζες των αγοριών, τ’ αερικά στριφογυρίζουν σα ζουμερά δαιμόνια, ο βιολιτζής με το κασκέτο – σήμα κατατεθέν των Θολαριών – πίνει ήσυχα τον καφέ του, το πορτέλι του καφετζή μισανοίγει για να βγει η μούχλα τόσων κειμηλίων από τις εταζέρες των τοίχων, μια μούχλα που λαχταρά να ξεπορτίσει, δίπλα σχεδόν από το Κειμηλιοφυλάκειο του Σπυρίδωνα Δεναξά, του τελευταίου ηγούμενου της Χοζοβιώτισας, τα πεζούλια ετοιμόρροπα σε καθιστές αράδες, οι τρυποφράχτες άνεμοι, επιεικώς άσεμνοι και ντροπαλοί συνάμα, ξεσέρνουν τα χαρτονάκια, τις ψίχες και τα τσόφλια των αυγών που τσουγκρίστηκαν με το Χριστός Ανέστη και όσα από τα βεγγαλικά ξέμειναν γομωμένα ή ανενεργά στα χέρια των νεαρών ψαράδων, από το βράδυ της Ανάστασης, η εικόνα της δαφνοστεφανωμένης Παναγιάς σε κινητό αναλόγιο, περιμένει την αμοργιανή της περιφορά.

Η μονή Χοζοβιώτισσας

Λαγκάδα, Σταυρός, Ποταμός, Ασφοντελίτης, Χοζοβιώτισα, και η Δονούσα στην πέρα άκρη του ορίζοντα, πίσω από μια αχλή υγρού σύννεφου, που σέρνεται πάνω από το κύμα, οι κουτσουρεμένοι μύλοι με τα σερπετά βαρδάλια, το μονοπάτι της Επανοχωριανής, η δοξολογία, ο Εσπερινός του γκιώνη, το δειλινό της φωνής των παιδιών, του καφετζή το μαλαματένιο μπρίκι και το μισό πορτέλι που δεν ανοίγει ολόκληρο, τάμα στον παπά πριν πει το Ευαγγέλιο κι οι δόκιμες καλόγριες του Άγιου Πέτρου, όλοι μα όλοι οι στοιχειωμένοι Θολαρίτες, πιωμένοι κι άπιωτοι από τον ύμνο της ζωής που τους ξεσηκώνει για τις πολιτείες του απάνω κόσμου, προτιμούν τον γήινο λατρευτικό παράδεισο του νησιώτικου χωριού τους, με τα ασήμαντα και μικρά καθημερινά γεγονότα της σίγουρης πλοκής και τέλειας ζήσης που θα τους πάνε ασφαλώς μια ώρα αργότερα στον νομιζόμενο παράδεισο του κοσμικού πλανήτη.
Του πλανήτη που τον λένε Αμοργό.

Λεπτομέρεια από την είσοδο της Μονής

Τόσες μοίρες αριστερά από τη μοίρα των άλλων τόπων και τόσα αστέρια παραπάνω από τους αστέρες της πολυκύμαντης ζωής του γαλαξία…
Α! Κι απάνω στην ώρα να κι ο δόκιμος νεωκόρος της εκκλησιάς κουβαλάει τους άρτους στο προαύλιο, τους χωρίζει σε μερίδες, κι αρχίζει να κόβει, του Χριστού το μεράδι, και των μαθητών Του, άλλες των ξωμάχων και των ψαράδων άλλες, που περιμένουν στη σειρά το αντίδωρο, το εξαγιασμένο από τα χέρια του και κομμένα σε ίσα τεμάχια για όλους τους πιστούς αυτής άγιας κι αδιατίμητης υπεραξίας, αρετής, τιμιότητας και ανδρείας μιας γενναίας ζωής εδώ πάνω στα Θολάρια, μιας ζωής που απομένει ως υπόλοιπο οφειλής (μπορεί και πίστωσης) από τον παντοδύναμο χορηγό δικαιοσύνης και ευποιίας του αγαθού της…
Aς κρατήσουν λοιπόν οι χοροί. Κι ας χορέψουμε παρέα με τους ξωμάχους αυτής της πανέμορφης χώρας. Τους ποιμένες και τους περιβολάρηδες, τους μονοχίτωνες μελισσοκόμους, της Λαγκάδας, του Ποταμού και προ πάντων των Θολαριών. Μιας ψηλωμένης Αμοργού που ζωντανεύει κι αστραφτοβολά μέσα από τα κανάλια της Αιγιαλίτιδας ζωής…
*

Τα Θολάρια

Κλείνοντας τη σύντομη Αμοργιανή μας περιήγηση θα σαλέψουμε λιγάκι και θα πάρουμε το δρόμο για την πίστα των θολαρίτικων στενών, κάτω από έναν ευλογημένο αιθέρα που ανήκει αποκλειστικά στη μονοπρόσωπη εταιρεία του Αιγαίου. Ας σύρουμε λοιπόν τα βήματα, μεθυσμένα κι αντικριστά, σ’ ένα χορευτικό τάμα που τραγουδιέται και χορεύεται αποκλειστικά στα Θολάρια, τις μέρες του μήνα που κοκκινίζει η γης από τους φλόμους, οδηγώντας μας ένα ζάλο παραπέρα από τη μέθη της Αμοργιανής ομορφιάς:
«Aμοργιανό ’ναι το νερό
Αμοργιανή κι η βρύση
Αμοργιανή κι η κοπελιά
που πάει να γιομίσει.
Αμοργιανό μου πέρασμα
νάχεις καλό ξημέρωμα
Αμοργιανό μου πέρασμα
και πώς θα σε περάσω
και πούθε νάβρω τον καιρό
στη Γιάλη για ν’ αράξω.
Ορτσάριζε, ορτσάριζε
στον κάβο καβατζάριζε
Νάμουν στη Γιάλη μια βραδιά
στη Χώρα μιαν αυγίτσα
νάμουν και στα Κατάπολα
πούχει όμορφα κορίτσα
Γιαλίτισσα, Γιαλίτισσα
στην πόρτα σου ξενύχτησα»…

Ο Σταυρός για την κορυφή του Κρόκελου

(Παραδοσιακό τραγούδι της Ειρήνης Καβακοπούλου). Το τραγουδάει και ο Βαγγέλης Κοινιτόπουλος. Και με εναλλακτικούς στίχους η Σεμέλη Παπαβασιλείου, με τον Δημήτρη Συριανό.

Νοέμβρης του ’90

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το