Ελλάδα

Σε διαβούλευση ο Ποινικός Κώδικας – Αντιδράσεις από την Ένωση Εισαγγελέων

Με τροποποιήσεις σε 28 άρθρα τέθηκε σε διαβούλευση το νομοσχέδιο της κυβέρνησης σχετικά με τις τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα, που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου, ενώ αλλαγές υπάρχουν και σε κάποια άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι προτεινόμενες αλλαγές δεν διαφοροποιούνται από εκείνες που εξήγγειλαν στελέχη της κυβέρνησης το προηγούμενο διάστημα, με μοναδική ίσως εξαίρεση μια αλλαγή στο αδίκημα της απιστίας που προκάλεσε την «έκρηξη» της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.

Το πρώτο κομμάτι των αλλαγών αφορά σε έξι άρθρα του ποινικού κώδικα που σχετίζονται με την επιβολή χρηματικής ποινής ή την μετατροπή αυτής σε κοινωφελή εργασία με το άρθρο 104Α να «εμπλουτίζεται» με ένα τελευταίο εδάφιο στην πρώτη παράγραφο προκειμένου να περιοριστεί η παροχή κοινωφελούς εργασίας σε στοιχειωδώς εφαρμόσιμο πλαίσιο, δηλαδή «η κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας, σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ώρες».

Στο ίδιο μέρος αλλαγών «εντάσσεται» και το 110Α του ΠΚ, με το οποίο στο πρόσφατο παρελθόν είχε αποφυλακιστεί ο Αριστείδης Φλώρος. Ειδικότερα, αυξάνεται ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στη φυλακή προκειμένου να απολυθεί ο καταδικασθείς υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση. Αντί των αρχικά προβλεπόμενων δεκαεπτά ετών, το όριο αυτό αυξάνεται στα είκοσι δύο έτη στην παράγραφο 2 εδ β ́, ενώ σε περίπτωση ευεργετικού υπολογισμού το όριο αυξάνεται από τα δεκαέξι στα είκοσι έτη στην παράγραφο 4 εδ. τελευταίο.

Η αντίδραση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος για την απιστία
Μια από τις προωθούμενες αλλαγές που προκάλεσε άμεσες αντιδράσεις ήταν αυτή του άρθρου 405 ΠΚ, που αφορά στην κακουργηματική απιστία. Η κυβέρνηση φέρνει τροποποίηση στην 1η παράγραφο του σχετικού άρθρου, «διότι, κατά την άποψη που επικράτησε, όλες οι μορφές απιστίας, εκτός εκείνων που στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πρέπει να διώκονται κατ’ έγκληση». Μάλιστα, όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση, «η ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με την κατ’ έγκληση δίωξη του πυρήνα των περιουσιακών εγκλημάτων (απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα και έχει την αυτή δικαιολογία, δηλαδή τον ατομικό χαρακτήρα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών. Κατά την μειοψηφήσασα άποψη, η κατ΄ έγκληση δίωξη δεν αρμόζει σε πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα και εμφανίζεται κατ’ εξοχήν προβληματική όταν εγκλήματα όπως η απάτη, η υπεξαίρεση ή η απιστία στρέφονται κατά νομικών προσώπων».

Αυτή η αλλαγή προκάλεσε την αντίδραση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, η οποία έσπευσε σε ανακοίνωσή της να επισημάνει ότι ελλοχεύει «κίνδυνος ατιμωρησίας». Ειδικότερα, οι Εισαγγελείς στην ανακοίνωσή τους σχολιάζουν: «Η Ε.Ε.Ε. επισημαίνει τον κίνδυνο ατιμωρησίας αλλά και διεθνούς έκθεσης της Χώρας, καθώς δεκάδες υποθέσεις που βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της ανάκρισης αλλά και στην ακροαματική διαδικασία, κινδυνεύουν, να ριφθούν στον κάλαθο των αχρήστων, ως ποινικά μη αξιόλογες και η Χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στην δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος».

Επανέρχεται η κακουργηματική μορφή κλοπής και η διατάραξη κοινής ησυχίας
Τις αντιδράσεις που δημιουργήθηκαν πριν την εφαρμογή του νέου Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κατήργησε την κακουργηματική μορφή κλοπής, επιχειρεί να «λειάνει» η κυβέρνηση προσθέτοντας την κακουργηματική μορφή κλοπής ως περίπτωση δ΄ στο άρθρο 374 παρ. 1 ΠΚ, όταν αυτή τελείται με διάρρηξη από δύο ή περισσότερα μέλη συμμορίας (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ) που έχουν οργανωθεί για την διάπραξη κλοπών αυτού του είδους. Η απειλή κάθειρξης έως δέκα έτη δικαιολογείται από τον συνδυασμό των χαρακτηριστικών της πράξης με την επικινδυνότητα της συμμορίας.

Στο Σχέδιο Νόμου προβλέπεται και ειδική διάταξη, με την οποία επαναφέρεται το αδίκημα της διατάραξης κοινής ησυχίας. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση: «μετά την κατάργηση των πταισμάτων με την διάταξη του άρθρου 468 παρ.1 ΠΚ, επιβάλλεται για την άμεση και αδιάκοπη προστασία του ευαίσθητου ζητήματος της κοινής ησυχίας, η αναγωγή τους σε ελαφρά πλημμελήματα, ώστε να εξασφαλίζεται η βεβαίωση αυτών των ποινικών παραβάσεων από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα».

Αλλαγές έρχονται και στα άρθρα (159 και 159Α ΠΚ), που αφορούν στη δωροληψία πολιτικών αξιωματούχων με τις διατάξεις πλέον να αφορούν και σε βουλευτές «στο σύνολο των καθηκόντων τους και όχι μόνο κατά το μέτρο που αυτά συνδέονται με τη συμμετοχή σε εκλογή ή ψηφοφορία». Επιπλέον, καλύπτεται το κενό ως προς τους Υφυπουργούς που δεν αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνονται από την προϋφιστάμενη διατύπωση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο επαρκής δικαιολογητική βάση. Ειδικότερα, το άρθρο διαμορφώνεται ως εξης: «Με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες τιμωρείται ο Πρωθυπουργός, τα μέλη της Κυβέρνησης, οι Υφυπουργοί, οι βουλευτές, οι περιφερειάρχες, οι δήμαρχοι ή τα μέλη των κατά το άρθρο 157 παρ. 2 συμβουλίων ή των επιτροπών τους, οι οποίοι ζητούν ή λαμβάνουν άμεσα ή μέσω τρίτου, για τους εαυτούς τους ή άλλους, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή απαιτούν τέτοια ως αντάλλαγμα για ενέργεια ή παράλειψή τους, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή αντίκειται σε αυτά».

Μια ακόμη προβληματική διάταξη ήταν αυτή της δωροδοκίας υπαλλήλου, που οδήγησε στην υπόθεση της Siemens σε απαλλαγές αρκετών κατηγορουμένων. Πλέον, για την ενεργητική δωροδοκία υπαλλήλου (236 ΠΚ), αυξάνεται η προβλεπόμενη ποινή -χάριν πράξεων αντιτιθέμενων στα καθήκοντα του υπαλλήλου-, η οποία από πλημμέλημα μετατρέπεται σε κακούργημα, με απειλούμενη ποινή κάθειρξης έως οκτώ έτη.

Τροποποιήσεις προτείνονται και σε ένα από ζητήματα που δίχασαν την κοινωνία και το νομικό κόσμο. Ο λόγος για το άρθρο 272 του Ποινικού Κώδικα, που αυτή τη στιγμή προβλέπει ότι η παρασκευή, προμήθεια και η κατοχή εκρηκτικών υλών ή βομβών θα διώκεται και θα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος. Πλέον, στο συγκεκριμένο άρθρο επήλθαν αλλαγές, καθώς ναι μεν διατηρείται η πλημμεληματική μορφή του αδικήματος σε ό,τι αφορά στην παρασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών, πλην όμως αναβαθμίζεται σε κακούργημα η κατοχή και η χρήση εκρηκτικών υλών μέσα στο πλήθος.

Οι αλλαγές του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Σημαντική αλλαγή στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έρχεται στην Εισαγγελία Διαφθοράς, καθώς πλέον αποφασίστηκε ο ορισμός αναπληρωτή εισαγγελέα Διαφθοράς. Η συγκεκριμένη απόφαση φέρεται να συνδέθηκε με την υπόθεση της Novartis και τον έλεγχο τη νυν επικεφαλής της εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη από τα αρμόδια όργανα της Δικαιοσύνης με αφορμή τις καταγγελίες του πρώην επόπτη της αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιω. Αγγελή για τους χειρισμούς της στην υπόθεσης της φαρμακοβιομηχανίας, ενώ ταυτόχρονα τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής έκριναν πως πρέπει να υπάρξει αναπληρωτής εισαγγελέας Διαφθοράς, όπως ακριβώς υπάρχει και αναπληρωτής οικονομικός εισαγγελέας.

Δεύτερη σημαντική διαφοροποίηση είναι η επαναφορά των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων, που φαίνεται πως θα επιστρέψουν παρά τις διαφωνίες μελών της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, που υποστήριξαν ότι δεν γίνεται ένα μόνο δικαστής να δικάζει κακουργήματα. Με την προτεινόμενη αλλαγή του άρθρου 110 ΚΠΔ, στην δικαιοδοσία του μονομελούς εφετείου θα ανήκουν: «Η εκδίκαση των κακουργημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 301 και 303, εφόσον για αυτά έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής ή διαπραγμάτευσης, η εκδίκαση των περιοριστικά απαριθμούμενων κακουργημάτων της διακεκριμένης κλοπής, της ληστείας, της παράτυπης μετανάστευσης και του κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά – εκτός αν στο νόμο απειλείται κατά αυτών η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, αλλά και η εκδίκαση των υποθέσεων συγχώνευσης των ποινών με τον καθορισμό συνολικής ποινής στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 551.».

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το