Τοπικά

“Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τους καύσωνες στην Ελλάδα”

Την αυξημένη έκθεση της Ελλάδας σε περιβαλλοντικούς κινδύνους, ιδιαίτερα αυτούς που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, τονίζει σε έκθεσή της η Moody’s με αφορμή τις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές. Οι πυρκαγιές που δοκίμασαν όλες τις προηγούμενες ημέρες την Αττική, την Εύβοια, την Ηλεία, τη Ρόδο και την Αρκαδία έχουν ανοίξει για τα καλά τη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή και όλοι τονίζουν ότι πρέπει να δράσουμε άμεσα.
Ο αφυπηρετήσας καθηγητής Αγρομετεωρολογίας – Τηλεπισκόπησης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νίκος Δαλέζιος έκανε λόγο για την κλιματική αλλαγή και συγκεκριμένα για κλιματική κρίση. «Το IPCC δηλαδή του Intergovernmental Panel on Climate Change είναι ο οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών για την αξιολόγηση της επιστήμης που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή και συμμετέχουν τουλάχιστον 2.000 επιστήμονες από πάρα πολλές χώρες και οι περισσότεροι εργάζονται αφιλοκερδώς. Αυτοί οι επιστήμονες τα τελευταία 20 χρόνια βγάζουν εκθέσεις». Όπως ανέφερε ο καθηγητής η τελευταία έκθεση αναφέρει ότι όλα όσα συμβαίνουν οφείλονται σε ανθρωπογενή αίτια. Δηλαδή το στυλ ζωής, οι ενέργειες που καταναλώνουμε, τα καύσιμα, τα αυτοκίνητα συμβάλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, δηλαδή εγκλωβίζονται αέριες μάζες στην κατώτερη ατμόσφαιρα και προσθέτουν διοξείδιο και μονοξείδιο του άνθρακα σε αυτή.

«Ο στόχος μας πλέον, κάτι που χρηματοδοτεί ισχυρά και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να αποθηκεύσουμε τον άνθρακα στο έδαφος» επισήμανε ο κ. Δαλέζιος.
Εξήγησε ότι ένα χαρακτηριστικό της κλιματικής αλλαγής στη Μεσόγειο είναι η μείωση των βροχοπτώσεων που στην Ελλάδα έχει μετρηθεί και φτάνει το 20% (κυρίως στη Δυτική Ελλάδα). Το δεύτερο στοιχείο είναι η αύξηση της θερμοκρασίας. «Παρότι η Συνθήκη του Παρισιού μιλάει για μέση πλανητική αύξηση της θερμοκρασίας μέχρι δύο βαθμούς στο τέλος του 21ου αιώνα, ήδη έχουμε περάσει τον ενάμιση. Είναι πολύ πιθανό ότι σύντομα θα φτάσουμε στο όριο των δύο βαθμών και θα το ξεπεράσουμε» σχολίασε και πρόσθεσε ότι με τα κλιματικά μοντέλα μπορούμε με αρκετή πιστότητα να προγνώσουμε τι μπορεί να συμβεί μέχρι το 2050. Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η αύξηση της συχνότητας και της δριμύτητας των ακραίων φαινομένων, κυρίως καυσώνων και κατ΄ επέκταση ξηρασιών και δασικών πυρκαγιών.
«Παρόλο που συνολικά εκτιμούμε ότι περιμένουμε μικρότερα ποσά βροχής, η ραγδαιότητά τους είναι μεγαλύτερη, πράγμα που σημαίνει ότι το περισσότερο νερό από αυτό χάνεται. Αν έχουμε δασικές πυρκαγιές, έχουμε και προβλήματα διάβρωσης και ερημοποίησης» ανέφερε ο καθηγητής.
Αναφερόμενος στους καύσωνες, ο κ. Δαλέζιος σημείωσε ότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια, τουλάχιστον δέκα, είχε πει πως κάθε χρόνο θα βιώνουμε ακραίες θερμοκρασίες. «Θα εμφανίζονται ή τέλος Ιουνίου με αρχές Ιουλίου ή τέλος Ιουλίου. Αυτό που δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε ακόμη με τα μοντέλα είναι η διάρκειά τους, η περιοχική τους έκταση και η δριμύτητά τους. Θα μάθουμε να ζούμε με τους καύσωνες».
Δήλωσε ακόμη ότι στην κεντρική και ορεινή Ελλάδα στατιστικά έχουμε μία με δύο ημέρες καταιγίδες. Κάτι που επαναλήφθηκε και φέτος.

Η προσαρμογή
«Εξετάζουμε το τρίπτυχο επιπτώσεις-μετριασμό ή αντιμετώπιση και προσαρμογή. Δίνεται αρκετή έμφαση στον μετριασμό» εξήγησε ο κ. Δαλέζιος και συμπλήρωσε ότι με τον μετριασμό εννοούμε ότι γίνεται προσπάθεια να αποθηκεύσουμε τον άνθρακα στο έδαφος με καλλιεργητικές πρακτικές, αλλά και να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι το ιδανικότερο για την Ελλάδα θα ήταν η δημιουργία ενός θαλάσσιου πάρκου στην περιοχή Θάσου-Αλεξανδρούπολης, όπου επικρατούν έντονοι βόρειοι άνεμοι. «Με το να βάζεις ανεμογεννήτριες στα βουνά έχεις πάρα πολύ υψηλό κόστος και κόστος μεταφοράς, κόστος αλλοίωσης του μικροκλίματος και της οικολογικής ισορροπίας, ενώ είναι αβέβαια τα αποτελέσματα αναφορικά με την επιθυμητή ενέργεια. Το μελτέμι επικρατεί το καλοκαίρι και άλλους δύο μήνες τον χειμώνα που μπορούμε να το αξιοποιήσουμε.
Όσο για τη μεταφορά του άνθρακα στο έδαφος, τόνισε ότι θα συμβάλει στη μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου και στη μείωση της θερμοκρασίας του πλανήτη. «Πρέπει να αλλάξουν οι καλλιεργητικές πρακτικές και με την προσαρμογή αυτή να μειωθεί η κατανάλωση του νερού».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το