Πολιτισμός

«Πώς να γράψεις» της Μανίνας Ζουμπουλάκη

Της Μαρίας Αλμπανίδου,
νομικού MSc, ποιήτριας

Καλημέρα, καλημέρα αγαπημένες φίλες και αγαπημένοι φίλοι! Σήμερα σας έχω ένα καταπληκτικό βιβλίο, με το οποίο πέρασα πάρα πολύ καλά και το οποίο είναι πολύ χρήσιμο σε όσους εξασκούν την τέχνη του γραψίματος, γράφουν δηλαδή άρθρα, ή θέλουν να γράψουν κάποιο βιβλίο ή σενάριο, αλλά και σε όσους αγαπούν το διάβασμα και γενικά το βιβλίο. Είναι το «Πώς να γράψεις» της εξαιρετικής Μανίνας Ζουμπουλάκη από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, ανανεωμένη έκδοση.
Η Μανίνα Ζουμπουλάκη μεγάλωσε στην Καβάλα. Στα περιοδικά γράφει από την αρχή της δεκαετίας του ’80 μέχρι και σήμερα χωρίς διακοπή. Έχει δουλέψει στον Ταχυδρόμο, στα Πρόσωπα, Κλικ, Diva, Μen, Nitro, Down Town, Elle, Time out, Pink Woman, Athens voice, Look και Home ως δημοσιογράφος. Έχει μεταφράσει περίπου 30 βιβλία για τις Εκδόσεις Κάκτος και άλλα τόσα «Άρλεκιν». Δούλεψε στο ραδιόφωνο ως παραγωγός (Top Fm, ΕΡΑ 4, Κανάλι 15, Κανάλι 5, Μελωδία). Βιβλία της: Κενά μνήμης, Μυροβόλος άνοιξις, Φεύγα!, Η ζωή (δεν) είναι ταινία, Η σκόνη της ημέρας (ιστορικό) (όλα από τις Εκδόσεις Ιστός), Ριζότο (σενάριο, Εκδόσεις Λιβάνη), Το μεγάλο καλοκαίρι (Εκδόσεις Interbooks), Ευτυχία, Το (σχεδόν) ημερολόγιο μιας 82χρονης, Τα δίδυμα που ακούνε τα πάντα (παιδικό), Φερμουάρ (μυθιστόρημα), Αόρατα κορίτσια (ιστορικό μυθιστόρημα) (όλα από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος). Σενάρια: Ελεύθερη κατάδυση (συν-σεναριογράφος, µε σκηνοθέτη τον Γιώργο Πανουσόπουλο), Ριζότο (συν-σεναριογράφος µε τη σκηνοθέτιδα Όλγα Μαλέα). Σενάρια τηλεόρασης: Φεύγα (σειρά Mega), Ξέχασέ µε (σειρά Alpha, συν-σεναριογράφος με τον Βαγγέλη Νάση), Απαγωγή (τηλεταινία Mega). Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά.
Το βιβλίο ξεκινά με τρία βασικά ερωτήματα: Για ποιον γράφουμε ό,τι γράφουμε. Γιατί το γράφουμε. Τι θέλουμε να πούμε.
Όπως λέει και η συγγραφέας πριν ξεκινήσουμε να γράψουμε οτιδήποτε είτε είναι άρθρο, είτε είναι μυθιστόρημα, διήγημα, σενάριο, τ’ απομνημονεύματά μας, ένα μακροσκελές γράμμα σε «πρόσωπο» ή μια συγκινητική διαθήκη, πρέπει ν’ απαντήσουμε σ’ αυτά τα βασικά ερωτήματα. Αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να σπάμε το κεφάλι μας μπροστά σε μια οθόνη ή να ζαλίζουμε τον κόσμο γύρω μας «θέλω να γίνω συγγραφέας».

–Για ποιον γράφουμε ό,τι γράφουμε.
Βοηθάει όταν ξεκινάμε να γράφουμε ως ενήλικες, να έχουμε στο μυαλό μας έναν Ιδανικό Αναγνώστη, γιατί στην εφηβεία, εκεί γύρω στα 14-16, ο κάθε άνθρωπος που ξεκινά να γράφει ως Ιδανικό Αναγνώστη έχει το Αντικείμενο Του Πόθου του, το κάθε κοριτσάκι ή αγοράκι στο διπλανό θρανίο που δεν του δίνει καμία σημασία. Ως ενήλικος όμως, το σωστό είναι ο Ιδανικός Αναγνώστης να μην είναι κάποιος από τους γονείς μας, ούτε καν ο σύντροφός μας. Το σωστό είναι να βρούμε έναν Ιδανικό Αναγνώστη που α) πραγματικά έχει πιθανότητες ν’ ασχοληθεί μαζί μας ή β) είναι μεγάλος συγγραφέας και φαίνεται απίθανο να κάτσει ν’ ασχοληθεί με μας.
Και οι δύο περιπτώσεις είναι μια χαρά γιατί όσον αφορά στο (β) καθώς γράφουμε, αναρωτιόμαστε: «Μα, θα άρεσε όμως αυτό στον Ντοστογιέφσκι». Όσον αφορά στο (α) φροντίζουμε ο Ιδανικός Αναγνώστης μας να είναι κάποιος που εκτιμούμε και θαυμάζουμε, που διαβάζει πολύ και του δίνουμε τα γραπτά μας. Αν μας απαντήσει ότι του άρεσε αυτό που γράψαμε και να γράψουμε κι άλλα, βρήκαμε τον Ιδανικό Αναγνώστη μας. Με άλλα λόγια, ας βρούμε κάποιον, φανταστικό ή αληθινό άνθρωπο, για τον οποίο θα γράφουμε. Κάποιον τον οποίο θα θέλαμε να συγκινήσουμε, να εντυπωσιάσουμε, να παρασύρουμε, να γοητεύσουμε, να διασκεδάσουμε ή να κερδίσουμε απλώς.

–Γιατί γράφουμε.
-Γράφουμε γιατί θέλουμε να βγάλουμε αυτό που έχουμε μέσα μας, από εσωτερική ανάγκη δηλαδή.
-Γράφουμε για να κάνουμε φιγούρα.
-Γράφουμε για να βγάλουμε λεφτά.
Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή που ευνοεί τη συγγραφή απ’ όλες τις απόψεις. Αν καιγόμαστε να γράψουμε, θα γράψουμε ο κόσμος να χαλάσει και κάποια στιγμή θα γράψουμε και καλά, ίσως και υπέροχα. Το αγαπημένο ρητό του Oscar Wilde ήταν: «Κανένας μεγάλος συγγραφέας δεν έζησε μια τέλεια, ευτυχισμένη ζωή. Τέτοιες ζωές είναι προνόμια των κακών συγγραφέων». Γράφουμε επειδή δεν καταλαβαίνουμε την πραγματικότητα, δεν μπορούμε να τη χειριστούμε σωστά, επειδή αισθανόμαστε τεράστια μοναξιά ακόμα και με κόσμο, επειδή κουβαλάμε μέσα μας τόσα «τραύματα» που πρέπει να τα βάλουμε σ’ ένα χαρτί να τα δούμε ξεκάθαρα, γράφουμε επειδή το έχουμε ανάγκη.
Η δεύτερη περίπτωση είναι οι άνθρωποι που γράφουν επειδή έχουν τη δυνατότητα (καλή μόρφωση, οικονομική άνεση). Υπάρχει η επιθυμία της επιβεβαίωσης, της επιτυχίας, της φιγούρας. Ο άνθρωπος που δεν έχει βαθύτερη ψυχική ανάγκη να γράψει, αλλά γράφει τελικά, δεν είναι απαραίτητο ότι θα γίνει κακός συγγραφέας. Μπορεί να γίνει και καλός. Αλλά θα γράφει αυτά τα βιβλία/κείμενα που τα ξεχνάς μισή ώρα αφού τα διαβάσεις, καθώς δεν έχουν ψυχή. Έχουν καλό συντακτικό και καλή γραμματική, αλλά δεν έχουν ψυχή. Η ψυχή ενός βιβλίου είναι που σε κάνει να το θυμάσαι σε άσχετες ώρες, χρόνια αφότου το έχεις τελειώσει.
Η τρίτη περίπτωση είναι οι άνθρωποι που ζουν στα σύννεφα. Τα ποσοστά ενός συγγραφέα είναι 8-15%, στην καλύτερη περίπτωση 20-25% από το κάθε βιβλίο. Συνεπώς πρέπει να πουλήσει 200.000 βιβλία, πράγμα δύσκολο με το σημερινό οικονομικό κλίμα. Υπάρχουν βιβλία που πουλάνε 200.000 ή 800.000 αντίτυπα και μερικά είναι πολύ καλά, αλλά κανένας δεν τα έγραψε με στόχο να βγάλει λεφτά.

–Τι θέλουμε να πούμε.
Εδώ ο μέλλων συγγραφέας καλείται όχι να στήσει μία ιστορία, αλλά να ψάξει μέσα του την ιστορία, αυτή που πραγματικά θέλει να πει. Αν ο συγγραφέας έχει εκδοθεί και δεν είναι αρχάριος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, καθώς θα ’χει μάθει πια να στήνει σκελετούς και να φτιάχνει ιστορίες από το τίποτα. Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα αν και στην ουσία κάθε συγγραφέας λέει πάντα την ίδια ιστορία με διαφορετικό τρόπο. Ο κάθε ήρωας πρέπει να έχει ένα «θέλω». Τι είναι αυτό που τον κινητοποιεί; Αλλά επίσης πέρα από το «θέλω» του ήρωα πρέπει να ξέρουμε και εμείς που γράφουμε τι θέλουμε να πούμε. Τι πιστεύουμε; Πιστεύουμε στον έρωτα; Στην αγάπη; Στη φιλία; Στην εντιμότητα; Αυτά που πιστεύουμε θα είναι η «αύρα» του γραπτού μας, όλα όσα θα εκλάβει ο αναγνώστης καθώς διαβάζει την Ιστορία μας. Είναι με άλλα λόγια ο «καμβάς» πάνω στον οποίο στήνεται η Ιστορία.
Το βιβλίο της Μανίνας Ζουμπουλάκη μας παίρνει από το χέρι και μας μεταφέρει σ’ έναν κόσμο συγγραφέων, βιβλίων, στοχασμών και συγγραφικής Τέχνης. Δεν είναι απλώς ένα manual για το πώς να γράφουμε, παρά τον τίτλο του. Αντίθετα είναι ένας ολόκληρος κόσμος για το βιβλίο που ακόμα κι αν δεν σκοπεύεις ποτέ να γράψεις, αλλά αγαπάς να διαβάζεις σίγουρα θα μαγευτείς. Περιλαμβάνει στοχασμούς από μεγάλους συγγραφείς όπως από τον E.M. Forster, τον Al Alvarez, τον Stephen King, τον Milan Kundera, τον Εμμανουήλ Ροΐδη και πολλών άλλων. Ακόμη το βιβλίο διανθίζεται με πάρα πολλές ασκήσεις προκειμένου όλοι εμείς οι επίδοξοι συγγραφείς να μπορέσουμε να δοκιμάσουμε να ξεκινήσουμε να γράφουμε. Και είναι εξαιρετικές ασκήσεις και πολύ βοηθητικές. Με λίγα λόγια έχει τα πάντα γύρω από ένα καλό βιβλίο. Αξίζει να το διαβάσετε. Σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Όχι μόνο θα περάσετε καταπληκτικά διαβάζοντάς το, αλλά θα μάθετε και πάρα πολλά πράγματα για ένα καλό βιβλίο. Είναι γραμμένο με στιλ, άποψη, θέση και πολύ, πολύ χιούμορ. Άλλωστε η Μανίνα θα βγάλει μέσα στον Αύγουστο το καινούργιο της βιβλίο με τίτλο «Μη φοβάσαι» και είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας της Αθήνας με ηρωίδα τη Δώρα που ήταν και στα δύο προηγούμενα (Κάτι Μου Κρύβεις και Άκουσέ με). Το περιμένουμε με χαρά!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το