Θ Plus

Περίπατος στη λεωφόρο της ορτανσίας και της φλαμουριάς

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Το παλιό καλντερίμι που ένωνε τον Αϊ-Ταξιάρχη με την Αγία Παρασκευή – ίσως το πιο ιστορικό μονοπάτι σε όλο το ανατολικό Πήλιο – διασχίζοντας τον κορμό της Τσαγκαράδας, ανάμεσα από ευθείες, καμπύλες και τεθλασμένες, με εκπληκτικά τεχνουργήματα, ανθρώπων και φύσης, αφήνει πίσω του αρμονία, ευκρασία και χάρη…
Και τι δεν μπορεί να συναντήσει ο στρατολάτης διανύοντας το εκρηχτικό αυτό απόσπασμα παραδεισένιας διαδρομής;
Το Καρτάλειο σχολαρχείο, τις αψίδες των φυσικών στοών, τα περιβόλια με τις ορτανσίες, την κρήνη του Καρτάλη, το serpentin Garden (ο κήπος με τα φίδια), τις ανθισμένες φλαμουριές, τις δράνες, τις αυλακιές και τους οπωρώνες, τη βρύση Κοπανάρη, το Νανοπούλειο δημοτικό, την Εμπορική Σχολή, το γεφύρι, τον Άγιο Παντελεήμονα, τον παραδοσιακό Ξενία, τον Μονόκερω και τέλος εκείνο το μεγαθήριο πλατάνι, που αποτελεί μοναδικό μνημείο της ελληνικής φύσης…


*
Πορεύομαι λοιπόν απ’ τον Αϊ-Ταξιάρχη ώς την Αγια-Παρασκευούλα μεσ’ από τις γραμμές μιας ανεξίτηλης μνήμης.
Το ψιλόβροχο, μέσα του Ιούνη, μουσκεύει όραση και μνήμη. Διασχίζω στοές, αψίδες, δεντροθάλαμους και αυλακωτά πλοκάμια. Κάτω στο γήινο πάτωμα οι τζανεριές έχουν πλουτίσει το χώμα με πλήθος καρπούς, τόσους που κάνουν μαρμελάδα το μονοπάτι.
Δρασκελάω ανάμεσα από φράχτες και γλιστερές αυλές, παραδομένες στην αιώνια μοναξιά.
Αρχοντικά αιγυπτιωτών με υπερώα και σιδερένια ρόπτρα στροβιλίζονται γύρω από δασωμένα πρανή.
Κατηφορίζω τα ολομέταξα δάση, πατώ σ’ ευλογημένα ράκη, μολόχες, τσουκνίδες κι άγρια μέντα ορίζουν τα βήματά μου, καθώς μια εύκρατη νοσταλγία απορροφάει τις ανθοφορίες των οραμάτων.
Με διεγείρει η μυρωδιά της παραστιάς που βγαίνει από το παραγώνι και τον μπουχό κι εξαϋλώνει τη φλούδα της οξιάς, μέσα Ιούνη.
Το πρώην Νοσοκομείο – πανίδα ερπετών πια – έχει σφραγίσει όλες τις εισόδους των παιδικών ματιών κι εξάπτει τη φαντασία.
Ανηφορίζω πια στις παγίδες των θεριών χόρτων. Το Καρτάλειο κοιμάται ακόμη μες στον βαθύ του ύπνο, ξεγοφιασμένο απ’ τους σοβάδες που δεν αποσοβούν το μοιραίο.
Γεμάτο φλαμουριές το μονοπάτι, από δω κι από κει και δαμασκηνιές, ροδακινιές, κερασιές. Και ορτανσίες, παντού ορτανσίες, με τα πολύχρωμα κεφαλάκια τους πασπαρτού της διαδρομής.
Η Εμπορική Σχολή τρικάταρτη, πίσω της ο τρυποφράχτης Αϊ-Παντελεήμονας κι η τελευταία ρεματιά με το σφυρήλατο γεφύρι χαραδρώνει τις πλαγιές και τη μνήμη.
Ανοίγω την αγκαλιά μου για να σφραγίσει κάθε πράσινη τοξοβολία των βλαστημάτων αυτής της πανδαισίας, ενώ το βλέμμα μου αιχμαλωτίζεται από την έντονη και ζωηρή ανθοφορία του τίλιου πάνω στις διακλαδωμένες λέξεις των φλαμουριών.


*
Σ’ ένα κάποιο στεναδάκι, που το μονοπάτι ευθύνεται για την ποικιλία των χόρτων, διακρίνω ένα μισοκατεστραμμένο αρχοντικό που μοιάζει γερμένο στην τύχη, δίπλα από την άνοιξη των οπωροφόρων (*).
Κάτι με τραβάει σε αυτό το σπίτι, καθώς το παρατηρώ να γέρνει όπως μια γκρίζα εχθρότητα μεσ’ από την ωχρή του αψάδα.
Σταματώ να το αποτιμήσω. Δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ομορφιά ή αρχιτεκτονική αξία, καθώς φαίνεται εγκαταλειμμένο από αιώνες. Θα χρειαστεί ένα κάποιο ιδιαίτερο και διεισδυτικό βλέμμα που θα το ξεγυμνώσει από τις περιττολογίες των αραχνών για να το «διαβάσει» στις λεπτομέρειες που δεν είναι δυνατό να αναγνωσθούν με την πρώτη ματιά.
Αφήνω το χορταριασμένο στρατί και κατηφορίζω ανάμεσα σε τραχιές πλεξούδες βοτάνων. Εισέρχομαι σε μιαν έρημη πλακοστρωμένη αυλή και ρίχνω προσεκτικά βλέμμα επίμονης ανασκαφής, μια και ο περίβολος δεν έχει κάτι το ελκυστικό.
Παρατηρώ την πρόσοψη του σπιτιού με την αναβαθμίδα, την παλιά σιδερόπορτα, τα υπερυψωμένα γυμνά παράθυρα κι ένα διάκενο που ξεφυτρώνει ανάμεσα στο υπέρθυρο και τη γαλακτερή λάμπα. Λίγο πιο ψηλά εκτονώνει τη λευκότητα του σοβατισμένου τοίχου ένας περίτεχνος φεγγίτης.
Ανάμεσα λοιπόν σε όλα αυτά τα συνηθισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, κρύβονται κάποια ανάγλυφα σχέδια που μοιάζουν να είναι ζηλότυπα κρυμμένα από το φως και το βλέμμα.
Ζυγώνω την πρόσοψη και ξεψαχνίζω γύρω από το θυρόφυλλο και πάνω από αυτό.
Έναν όμορφο και καλοσχεδιασμένο ανάγλυφο Σταυρό με κλαδιά από λουλούδια.
Δεξιά του σταυρού ένα αντρικό ή παιδικό πρόσωπο με σκουφί.
Αριστερά του ένα σχεδιασμένο ολόσωμο γυναίκας που την παραστέκει ένα ωραίο πουλί.
Πιο δεξιά μια ροζέτα ανάγλυφη με ακτινωτές ράγες.
Πιο αριστερά μια άλλη ροζέτα πλούσια διακοσμημένη με λουλούδια.
Δεξιά του φεγγίτη μια άκανθος με λουλούδια και πουλιά.
Αριστερά του φεγγίτη μια στήλη με τσαμπιά και άφθονες ρώγες.
Πάνω από τον φεγγίτη, σε κάποιο ελεγχόμενο ύψος, είναι εντοιχισμένο το πανέμορφο σχέδιο της κεφαλής του αφέντη, με τσιγκελωτό (πηλιορείτικο) μουστάκι.
Kάτω – κάτω, δεξιά κι αριστερά της πόρτας εισόδου, ρόδακες με αλλεπάλληλα τρίγωνα και κάτω δεξιά του Σταυρού, σε μιαν άκρη του μαρμάρινου σηκού, η ημερομηνία, με πλάγια γράμματα, της κτίσης του λιτού αρχοντικού: 1859…
Όλη αυτή η πρόσοψη με τον πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο και τα περίτεχνα ανάγλυφα σχέδια πάνω σε μάρμαρα ή πλάκα Πρόπαν, δυστυχώς είναι σοβατισμένα, με αποτέλεσμα να χάνουν σε πιστότητα και στίλβη.
Κι ωστόσο τα πρόσωπα – οι προσωπίδες των πεθαμένων – στην ίδια πάντοτε θέση, στον ίδιο τροχό. Της μοίρας, του υπέρθυρου, του σοβατισμένου χρόνου…
Άλλωστε γι’ αυτό και δεν διακρίνονται εύκολα από μακριά. Ωστόσο η αναγκαία στάση, η περιδιάβαση και η μελέτη του ανορθόγραφου αυτού σπιτικού τοπίου αποτελεί μια αποκάλυψη και μιαν άλλης εποχής διάσταση του τροπικού ύφους και της καλλιέργειας των ανθρώπων της περιοχής.
Αποφασίζω να διεισδύσω και στις άλλες λεπτομέρειες του σπιτιού. Τα συστατικά και τα εξαρτήματα: Την αυλή, τα παράθυρα, το διπλανό ντάμι και τον κήπο.
Πάνω από το θυρόφυλλο υπάρχουν τέσσερα ανόμοια παράθυρα, διαφορετικών χρήσεων! Το κεντρικό διαθέτει καμπυλωτή περίτεχνη σιδεριά, τα άλλα δυο είναι κλειστά με ξύλινες επενδύσεις και το τέταρτο αποτελεί ψευδοπαράθυρη εικαστική παρέμβαση.
Το βοηθητικό ντάμι (πλυσταριό, αποθήκη, δωμάτιο υπηρεσίας, τουαλέτα;) είναι διπλά κλειδωμένο με λουκέτο, ενώ δίπλα του κατηφορίζει σκαλέτο που φτάνει στον πλούσιο κήπο και στη δεξαμενή που είναι άδεια, αλλά καλά προστατευμένη. Κι ανάμεσα στα σκόρπια τσουμπλέκια ξεχωρίζω έναν διπλωμένο σουμιέ με τις σούστες και το πανωκάλυμμά του ζωντανό ακόμη κι ευθυγραμμισμένο με το στίγμα του χρόνου.
Ο κήπος, στην αποκάτω λάκα, εκτός από τα οπωροφόρα, είναι διακοσμημένος στις άκρες με δυο φτελιές (φλαμουριές) στις οποίες το τίλιο, πάντα στην ώρα του, πάντα ανθισμένο, με τις άσπρες πληθωρικές προσωπίδες του να μοσχοβολάνε, τέλη της άνοιξης, ανοίγει τον δρόμο πέρα από το σκοτάδι, τη σιωπή και την εγκατάλειψη.
Το σπίτι χρόνια εγκαταλειμμένο κι έρημο αναδίνει μιαν ιδιάζουσα αρχοντιά, αίσθηση του ωραίου και του χρήσιμου, καθώς και μια φλέβα καλλιτεχνική των ανθρώπων που το έζησαν χρόνια ή αιώνες πριν.
Τώρα είναι κατειλημμένο από τις τσουκνίδες, τ’ αγκάθια, τις αράχνες και τα φίδια που τριγυρνάνε αμέριμνα γύρω από τις κορνίζες, τα δοκάρια και τα σοβατεπιά προστατεύοντάς το σαν ερείπιο, μην πέσει…
Στην πίσω μεριά του σπιτιού δυο τρύπες ξεχασμένες για μπουριά και δυο καμινάδες μαζί με ξεδοντιασμένα καδρόνια καστανιάς ξεχάστηκαν κι αυτά για να θυμίζουν τη ζωή που πέρασε από δω. Κι όμως ξέμεινε η παλιά κοινοτική πινακίδα να υπενθυμίζει την οδό των φλαμουριών και του σπιτιού: Oδός Κουτσοπούλου…
Μια ξεραμένη κερασιά και μια σάπια κολώνα της ΔΕΗ αφέθηκαν ως αείποτε στυλοβάτες της μνήμης του σπιτιού, να υπογραμμίζουν την άλωσή του από ένα σωρό υποψίες αναδρομικής ζωής.


Μια πιο προσεκτική ανάλυση των δεδομένων του σπιτιού αποκαλύπτει τις λεπτομέρειες τόσο του πλούτου, όσο και της μικρής ιστορίας που κουβαλάει ο τόπος.
Η μνήμη πια, άφραχτη, ζει πίσω από τις στιβαρές, αλλά χτυπημένες απ’ την επάρατο νόσο κλούβες των πεθαμένων αναμνήσεων. Μα και οι κλοπιμαίες από τον χρόνο εικόνες δεν τραβούν πια τα βλέμματα των πεζοπόρων που βιάζονται να το προσπεράσουν για να βρεθούν σαράντα μέτρα πιο πέρα στην υπέροχη μικρή πλατειούλα του Κοπανάρη (με πινακίδα του 1954), με το αγέραστο πλατάνι, την ωραία κρήνη, το μοναδικό καλντερίμι των 22 πέτρινων βημάτων του, το παλιό μπακάλικο ή καφενείο (έτσι θυμάμαι, μπορεί και να κάνω λάθος) που έχει ανακατασκευασθεί με καινούργια πέτρα και κασώματα σύγχρονα πια κι εκείνο το ρόδινο ζηλεμένο αρχοντικό δίπλα του…
Την πέτρινη αρματωσιά της κρήνης ετούτης με τη μαρμάρινη χούφτα που διατηρεί τα αρχικά του δωρητή (Ι.Μ.Κ.) και τη μεγάλη τρύπα του πλατανιού που καλύφθηκε με λαμαρίνα (τη θυμάμαι ολοζώντανη από τα χρόνια της δεκαετίας του ’50, τότε που έκαμα τις πρώτες πορείες της ζωής μου και στεκόμουνα πάντα εδώ ν’ αποτίσω φόρο τιμής και δόξας στην πηλιορείτικη φύση, τη Φύση μας)…
Και βέβαια να αποτίσω την ευλάβειά μου, καθώς και τα επιτίμια στον άνθρωπο της μνήμης, τον καλλιτέχνη, τον δημιουργό, τον εμπνευστή και διανοούμενο του παλιού καιρού…

(*) Αυτό το σπίτι θα μπορούσε να είναι ένα από τα χιλιάδες πεθαμένα αρχοντικά του Πηλίου που βρίσκονται θαμμένα στις πλαγιές και στις ραχούλες του εινοσίφυλλου. Το κάνει να ξεχωρίζει ένα μοναδικό είδος στην περιοχή: Oι πάμπολλες φλαμουριές που στολίζουν τη διαδρομή από τον Αϊ-Ταξιάρχη ως την Αγια-Παρασκευή…

Υ.Γ. Και η δική σου φλαμουριά, φίλε Κυπριωτέλη, στην ίδια περιοχή, είναι μια όαση ομορφιάς και γαλήνης, μέσα στον γενέθλιο αυλόγυρό σου…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το