Της
ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΤΣΑΚΟΥΡΙΔΟΥ
Είτε με αγωνίες φοβικές, / είτε με αναλύσεις κι εξετάσεις / μα και δίχως με αυτές, / άνθρωπε στην ώρα σου / θυμήσου θα αποδράσεις…
Πάψε να δίνεις τροφή / στις πολυεθνικές, / στου μαμμωνά τις εντολές, / στους δόλιους εκμεταλλευτές.
Έχεις μια ενέργεια / που ρέει στο κορμί σου, / είναι η δύναμη η Θεϊκή, / της ζήσης η πνοή σου.
Αρχιτέκτονας είσαι, / του πεπρωμένου, της υγειάς σου, / πάταξε τον φόβο / που φράζει τη μιλιά σου…
Σκέψου θετικά και ζήσε / στα όρια τα φυσικά, / δίπλα σου θα παραστέκει / όλη η πλάση αρμονικά.
Ερεύνησε τις τάσεις / και πάψε να βαδίζεις / σε πεπατημένες διαβάσεις.
Πέτα ψηλά, όμορφα, / προσεκτικά και σβέλτα, / βάλε στους ώμους σου φτερά, / η χαρά είναι στη σκέψη, / στην αμόλευτη τη βλέψη, / στην έκσταση μπρος στην ομορφιά… / σ’ αυτή τη στιγμή, κι αλλού πουθενά…
Το προκαθορισμένο, δεν είναι τυχαίο, / σκέψου πως και τα φύλλα / στην ώρα τους πέφτουν… / κι όμως ο χειμώνας, δεν είναι / παρά, ο αγγελιοφόρος της άνοιξης.
Όλα αποκαλύπτονται / όλα είναι κατορθωτά…
Πάψε να φοβάσαι, / Θεός είσαι να το θυμάσαι…
«Θεοί* εστέ και υιοί Υψίστου πάντες»
Ο φόβος σε κρατά / στην άγνοια δεμένο… δομεί αυτό / που φαντάζει δεδομένο.
Οι αλυσίδες, ειν’ του νου, / οι αόρατες παγίδες.
Θρυμμάτισε του κελιού σου / το ανούσιο / δώσε χώρο στον υπερνού / το υπερούσιο.
Με το θάρρος να ξέρεις, / επιβάλλεσαι, / με την απόρριψη εξαγνίζεσαι, / με τη σοφία ανακαλύπτεις.
Καλύτερα να σπεύδεις / παρά να κοιμάσαι προσδοκώντας / εμβάπτιζε τη ζωή στην πολύτιμη / και ζωογόνα αρετή, / που γεννά την ισορροπία, τη βεβαιότητα, την ευστοχία.
Ζήσε το όνειρο / με αθόλωτη ματιά / όλα μια μέρα, / θα γίνουν λησμονιά… / μονιμότητα μέσα στους κόσμους / δεν υπάρχει… / είσαι μια αιθέρια αλισάχνη / ένα λίπασμα είσαι γονερό, / στης γαίας, το χώμα το ανθηρό…
Στρέψε το βλέμμα στο άπειρο / εκεί θα βρεις τον κόσμο / τον διάπυρο… / το Είναι σου, το ενεργειακό, / Εσένα, τον άφθαρτο Εαυτό…
Εκεί θα βρεις / την απόλυτη Αλήθεια, / έξω απ της γης / τα ψευδαισθητικά ψιμύθια.
Ολόγυμνος μέσα στο φως, / θα νιώσεις ένα, / εσύ και Αυτός… / ο άγνωστος, άλλος σου Εαυτός…
Γυμνός μεσ’ τους γυμνούς / στην άβυσσο / σαν στέκεις / πλούσιο και πένητα / δίπλα σου, δεν θα βλέπεις.
Τι ομοιότης ειν’ αυτή / που τίτλους δεν γνωρίζει; / έτσι ντροπαλά, ο νους, / θα μινυρίζει…
* θεός = ρ. Θέω = τρέχω, κινούμαι και με τίποτε δεν πτοούμαι!