Άρθρα

Οραματιστές της δυστοπίας

Tου Παναγιώτη Σωτηρόπουλου,
Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ

Τη σημαδιακή χρονιά 1985, προάγγελο σημαντικών ανατροπών στη μεταπολεμική ιστορία, οι επισημάνσεις ενός διάσημου θεωρητικού των μέσων ενημέρωσης κρίθηκαν υπερβολικές, αν όχι παρανοϊκές. Ήταν η χρονιά που ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ξεκινούσε τη δεύτερη προεδρική θητεία του και η περεστρόικα με επικεφαλής τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ενεργοποιούσε μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν στην κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ. Ο Neil Postman, δημοσίευσε ένα βιβλίο με τον υποβλητικό τίτλο: «Amusing Ourselves to Death» «Διασκέδαση μέχρι θανάτου». Στον σύντομο πρόλογό του, δηλώνει ειρωνικά: «Περιμέναμε τον ερχομό του 1984. Όταν ήρθε εκείνη η χρονιά χωρίς να γίνει πραγματικότητα η προφητεία, η αμερικανική διανόηση τραγούδησε ήσυχα τη νίκη: τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας είχαν παραμείνει σταθερά». «Στη συνέχεια, επιχειρεί μια εύγλωττη σύγκριση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων δυστοπικών μυθιστορημάτων του 20ού αιώνα»: Εμμονικοί καθώς ήμασταν από το σκοτεινό όραμα του Όργουελ, είχαμε ξεχάσει μια άλλη προφητεία, λίγο λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου ανησυχητική: αυτή του Aldous Huxley στο «Brave New World». («Θαυμαστός καινούργιος κόσμος»)». Η κρίση του είναι αμετάκλητη: «Ο Όργουελ μάς προειδοποιεί για τον κίνδυνο που διατρέχουμε να συνθλιβούμε από μια εξωτερική καταπιεστική δύναμη.

Ο Huxley, στο όραμά του, δεν χρειάζεται να εμπλέξει έναν Μεγάλο Αδελφό για να εξηγήσει ότι οι άνθρωποι θα στερηθούν την αυτονομία τους, την ωριμότητα τους, την ιστορία τους. Γνωρίζει ότι οι άνθρωποι θα αγαπήσουν την καταπίεσή τους, θα αγαπήσουν τις τεχνολογίες που καταστρέφουν την ικανότητά τους να σκέφτονται. «Η έκκλησή του υπέρ του Huxley γίνεται πιο ακριβής, με βάση κοινά θέματα στα δύο έργα:» Ο Orwell φοβόταν αυτούς που θα απαγόρευαν τα βιβλία. Ο Huxley φοβόταν ότι δεν υπήρχε καν ανάγκη απαγόρευσης των βιβλίων πια, γιατί κανείς δεν ήθελε να τα διαβάσει πια. Ο Όργουελ φοβόταν αυτούς που θα απόκρυβαν πληροφορίες από εμάς. Ο Χάξλεϊ φοβόταν ότι θα είμαστε τόσο μεθυσμένοι που θα μείναμε σε παθητικότητα και εγωισμό. Ο Όργουελ φοβόταν ότι η αλήθεια ήταν κρυμμένη από εμάς. Ο Huxley φοβόταν ότι η αλήθεια πνίγηκε σε έναν ωκεανό ασήμαντης σημασίας. «Πριν καταλήξει, με ψυχρό τρόπο»: Ο Όργουελ φοβόταν ότι αυτό που μισούμε θα μας καταστρέψει. Ο Huxley φοβόταν ότι αυτή η καταστροφή θα προέλθει από αυτό που αγαπάμε».

Αντιλαμβανόμαστε πλέον μετά από περισσότερα από 70 χρόνια, αυτά τα δύο μυθιστορήματα βρίσκουν μια εξαιρετική αντήχηση στις κοινωνίες μας σήμερα: Εναλλακτικά γεγονότα, ψεύτικες ειδήσεις, υπερβολική παρακολούθηση … Ο Όργουελ και ο Χάξλεϋ φαίνεται να φαντάστηκαν όλες τις υπερβολές των κοινωνιών μας.
Πριν από την εποχή της γενικευμένης παρακολούθησης, των ψεύτικων ειδήσεων ή των κατά παραγγελία μωρών, δύο οραματικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα προειδοποίησαν για τις υπερβολές των δημοκρατικών κοινωνιών: Brave New World από τον Aldous Huxley και «1984» από τον George Orwell, που δημοσιεύτηκαν αντίστοιχα το 1932 και το 1949. Γράφτηκαν από δύο Άγγλους, οι οποίοι συναντήθηκαν το 1917 στο αριστοκρατικό κολέγιο του Eton. Ο πρώτος, ένας δανδής καθηγητής, δίδαξε γαλλικά στο δεύτερο, Eric Blair το πραγματικό του όνομα, υπότροφο στο περιθώριο του ιδρύματος. Τα δυο μυθιστορήματα περιγράφουν δυστοπίες εφιαλτικές αλλά ουσιαστικά αποκλίνουν. Εκεί που ο «Θαυμαστός νέος κόσμος» αναφέρεται σε μια αλλοτρίωση συγκατανευτική μέσω ενός ηδονιστικού, καταναλωτικού και ευγονικού πολιτισμού σε ένα φουτουριστικό Λονδίνο, το «1984» καταγγέλλει τη συστηματική παρακολούθηση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, κάτω από το τρομακτικό – και ψευδώς καθησυχαστικό – μάτι του «Big Brother».

O Τζορτζ Όργουελ διάβασε με πάθος το μυθιστόρημα του δασκάλου του, ήταν βετεράνος του POUM (Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενοποίησης) στην Καταλονία κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και σημαδεύτηκε από τη βία και την προπαγάνδα του φασισμού στην Ευρώπη καθώς και του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ. Προερχόμενος από μια ευημερούσα οικογένεια επιστημόνων με αδελφό έναν ευγονικό βιολόγο, ο Huxley, με τη σειρά του, θα κρίνει το βιβλίο του Orwell «βαθύτατα σημαντικό», αλλά δεν θα μοιραστεί το όραμά του για το μέλλον, το οποίο λέει ότι δεν μπορεί, να περιορισθεί με «μια μπότα στο πρόσωπο». Ο ένας φοβάται μια επιστημονική δικτατορία η οποία, βασιζόμενη στη βιοτεχνολογία, θα υποδούλωνε προγραμματισμένα άτομα, ενώ ο άλλος φαντάζεται ένα γραφειοκρατικό και καταπιεστικό κράτος που θα απαλλοτρίωνε την ελευθερία σκέψης και μνήμης. Κοινή η πεποίθηση πως ο χειρισμός της γλώσσας θα καταστήσει αδύνατη οποιαδήποτε ανορθόδοξη σκέψη σε αυτούς τους δύο κόσμους, έτσι ώστε να μην υπάρχουν άλλες λέξεις για να διαμορφωθεί μια εξέγερση και να εξεταστεί μια διαφορετική πραγματικότητα. Στην περιγραφή συνυπάρχουν οι εμμονές των δύο καθεστώτων να καταστείλουν κάθε μορφή οικειότητας στις σχέσεις μεταξύ ατόμων.

Η εικόνα ενός υβριδικού τέρατος δεν φαντάζει σήμερα απόμακρη ούτε ο Neil Postman είναι πλέον ο μόνος που υπερασπίζεται τον οραματισμό του «Θαυμαστού Νέου Κόσμου» μπροστά σε ένα «1984» του οποίου ο βάναυσος μηχανισμός καταστολής και ο επιθετικός λόγος είναι πλέον ξεπερασμένοι. Τα αφηγήματα που συνοδεύουν μεγάλες ανατροπές διαδέχονται το ένα το άλλο. Η βιογενετική επανάσταση από τη μια πλευρά ενάντια στον «παλιομοδίτικο» ολοκληρωτισμό από την άλλη. Το σύνθημα που ανακοινώνει τον μετανεωτερικό μας κόσμο μας («Κοινότητα, ταυτότητα, σταθερότητα») ενάντια στα βαριά οξύμωρά συνθήματα που κανείς δεν θα πίστευε περισσότερο από ότι στη Βόρεια Κορέα («Ο πόλεμος είναι ειρήνη», «Η ελευθερία είναι δουλεία» «Η άγνοια είναι δύναμη»). Ο Huxley θα επιστρέψει με την ίδια διάθεση στο έργο που τον έκανε διάσημο. Το 1958, δημοσίευσε το «Back to the Brave New World», («Επιστροφή στον θαυμαστό νέο κόσμο») ένα δοκίμιο που αναλύει τη σημασία των θέσεων που δηλώθηκαν είκοσι επτά χρόνια νωρίτερα, υπό το φως της οικονομικής και πολιτικής κατάστασης της εποχής του. Το «1984», αντιθέτως, ήταν το τελευταίο έργο που έγραψε ο Όργουελ πριν από τον θάνατό του. Δεν είχε επομένως την ευκαιρία να σχολιάσει την παγκόσμια επιτυχία του έργου του, και μερικές φορές τις αδέξιες ή αμφισβητήσιμες ερμηνείες που δόθηκαν γι’ αυτή την πολιτική-λογοτεχνική «διαθήκη».

Μελετώντας συγκριτικά τα δυο βιβλία και τη διαδρομή των συγγραφέων τους αντιλαμβάνεται κανείς τον οραματικό χαρακτήρα τους, τον κοινό χειρισμό της γλώσσας και της παραποιημένης ιστορίας. Έργα που συνιστούν μια συνάντηση στις ψυχρές προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, ένα είδος υβριδικού τέρατος. Μια επικαιροποιημένη επανεξέταση της δυστοπίας που περιγράφουν, την εποχή της υπερκατανάλωσης, των καμερών αναγνώριση προσώπου, των κοινωνικών δικτύων θα μας έφερνε αναπόφευκτα αντιμέτωπους και με τον παραληρηματικό λόγο του Ντόναλντ Τραμπ όταν με τραχύτητα δηλώνει: «Αυτό που βλέπετε και διαβάζετε δεν είναι η αλήθεια».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το