Άρθρα

Οι δυνάμεις των εμπόλεμων στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας 1821

Των Νικόλαου Κ. Κυριαζή-
Εμμανουήλ Μάριου Οικονόμου*

Ένα θέμα που, από όσο γνωρίζουμε, δεν έχει εξετασθεί διεξοδικά, είναι η επάνδρωση του ελληνικού στόλου. Γνωρίζουμε πως οι στόλοι αποτελούνταν από πλοία της Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, που στη μεγαλύτερη συγκέντρωση, ήταν 80 πλοία. Λαμβάνοντας υπόψη πως κάθε πλοίο είχε πλήρωμα τουλάχιστον 50 ανδρών (τα μεγάλα, όπως ο Αγαμέμνων και ο Τιμολέων, πληρώματος 70 ανδρών) τα 80 πλοία απαιτούσαν πληρώματα συνολικά άνω από 4.000 άνδρες.
Ο ανδρικός πληθυσμός των τριών νησιών (σε σύνολο 16.000, 8.000 και 8.000 περίπου) που ήταν σε ηλικία να υπηρετήσει, εκτιμάται, το πολύ σε 8.000. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα πληρώματα αποτελούνταν μόνο από ναυτικούς των 3 νησιών, ή και από άλλους, από άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο κατάλογος των ανδρών που υπηρέτησαν στον Τιμολέοντα ίσως αποτελεί μια ένδειξη: Συναντάμε επίθετα όπως, ενδεικτικά, Ποριώτης (από τον Πόρο;), Γαλαξειδιώτης, Καλαματιανός (3), Καρπαθιώτης, Καστελλοριζιώτης (5), Κρητικός (7), Μυτιληναίος (3), Ροδίτης (2), Σπετσιώτης (3, δηλαδή μάλλον Σπετσιώτες ναυτικοί που υπηρετούσαν σε υδραίικα πλοία). Αν τα επίθετα αυτά δείχνουν την τοπική προέλευση των ναυτών, το συμπέρασμα είναι πως σε επάνδρωση των πλοίων προέρχονταν όχι μόνο από τα τρία νησιά, αλλά από πολλές ναυτικές περιοχές της Ελλάδας (ο κατάλογος των ονομάτων βρίσκεται στο παράρτημα της Λιάτα).
Ένα άλλο θέμα που προκύπτει από τον ίδιο κατάλογο είναι πως σε ένα πλοίο με πλήρωμα 70 μελών, υπηρέτησαν συνολικά στη διάρκεια της Επανάστασης 803 άνδρες. Σε αντίθεση δηλαδή με τα ευρωπαϊκά ναυτικά (δεν γνωρίζουμε τι ίσχυε για το οθωμανικό) όπου τα ίδια πληρώματα υπηρετούσαν συνέχεια για πολλά έτη, τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων δεν ήταν ενιαία. Οι ναύτες ναυτολογούνταν για κάθε επιχείρηση-ταξίδι χωριστά, πράγμα που οδηγούσε σε μεγάλη και αρκετά συχνή αλλαγή στη σύνθεση των πληρωμάτων. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως η ομοιογένεια και η αποτελεσματικότητα στη δράση των πλοίων δεν επηρεαζόταν, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Προφανώς ο λόγος είναι πως όλοι οι ναυτικοί ήταν Έλληνες, και άσχετα από την προέλευσή τους, έμπειροι, σε αντίθεση π.χ. με τα «βρετανικά» πληρώματα των ναπολεόντειων πολέμων, όπου εκτός από Άγγλους, υπηρετούσαν Σκωτσέζοι, Σκανδιναβοί, Γερμανοί, Πορτογάλοι, Έλληνες από τα Ιόνια νησιά κυρίως, ακόμα και Γάλλοι, Ισπανοί, Αμερικανοί (ενώ η Γαλλία και Ισπανία ήταν αντίπαλοι της Μ. Βρετανίας).

Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας (δίκροτου) από τον Κωνσταντίνο Κανάρη (6 Ιουνίου 1822)

Στρατηγική
Στην πρώτη φάση του πολέμου, η στρατηγική των Οθωμανών ήταν η προσπάθεια ανεφοδιασμού των πολιορκημένων φρουρών, όπως του Ναυπλίου, και η υποστήριξη- ανεφοδιασμός των χερσαίων δυνάμεων, όπου ήταν δυνατόν. Η ελληνική στρατηγική ήταν η παρεμπόδισή τους και ήταν επιτυχημένη. Στη ναυμαχία των Σπετσών, της 8ης Σεπτεμβρίου 1822, ο ελληνικός στόλος παρεμπόδισε και απώθησε τον οθωμανικό από το να εισέλθει στον Αργολικό κόλπο και να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο. Επίσης, κάτι που δεν είναι τόσο γνωστό, η αποτυχία του Δράμαλη που τον οδήγησε σε υποχώρηση και ήττα ενός τμήματος του στρατού του στα Δερβενάκια, ήταν συνδυασμός της καμένης γης του Κολοκοτρώνη και της αδυναμίας του οθωμανικού στόλου να εισχωρήσει στον Αργολικό κόλπο, ή στα βόρεια παράλια της Πελοποννήσου (Κόρινθος, Τροιζήνα, Επίδαυρος κ.λπ.) για να τον ανεφοδιάσει, χάρη στην παρουσία του ελληνικού στόλου.
Στη δεύτερη φάση, ο οθωμανικός και ο αιγυπτιακός στόλος είχαν επιθετικές πρωτοβουλίες, προσπαθώντας να ανακαταλάβουν επαναστατημένες περιοχές, υποστηρίζοντας τις επιχειρήσεις της στεριάς. Σημείωσαν αποτυχίες (δεν κατόρθωσαν να εισβάλουν στη Σάμο μετά τη νίκη των Ελλήνων στον Γέροντα), αλλά και επιτυχίες: Καταστροφή των Ψαρών, Καρπάθου, Κάσου, Γαλαξιδίου. Επίσης, μετέφεραν με επιτυχία το εκστρατευτικό σώμα του Ιμπραήμ και τις ενισχύσεις και τον ανεφοδιασμό του, που ο εξασθενημένος ελληνικός στόλος δεν κατόρθωσε να παρεμποδίσει. Η προσπάθεια των Ελλήνων να καταστρέψουν τον αιγυπτιακό στόλο με πυρπολικά στην Αλεξάνδρεια, απέτυχε. Ο οθωμανικός-αιγυπτιακός στόλος διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στον αποκλεισμό του Μεσολογγίου απωθώντας την τελευταία προσπάθεια του Μιαούλη τον Ιανουάριο του 1827 να το ανεφοδιάσει και κάνοντας έτσι την πτώση αναπόφευκτη.
Ο ελληνικός στόλος, πάντως, ακόμα και εξασθενημένος, κατόρθωσε να σώσει την Ύδρα, τις Σπέτσες, τις Κυκλάδες και το Ναύπλιο, που οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν, όπως και τη Σάμο. Η απόκτηση των νέων πλοίων το 1827 έδωσε σε έναν βαθμό την πρωτοβουλία κινήσεων στους Έλληνες, που σημείωσαν αρκετές επιτυχίες, όπως αναφέραμε πριν.

Ένα κανόνι από την εποχή της Επαναστάσεως για την προστασία του λιμανιού των Σπετσών (προσωπικό αρχείο)

Τακτική
Η συνηθισμένη τακτική των στόλων σε μάχη τον 18ο αιώνα ήταν η παράταξη των πλοίων της γραμμής σε παράλληλες σειρές και η ανταλλαγή ομοβροντιών, τακτική που είχε αλλάξει ο Νέλσον «σπάζοντας τη γραμμή», στις ναυμαχίες των Σαίντς (Saints, στη διάρκεια του αμερικανικού πολέμου ανεξαρτησίας εναντίον των Γάλλων) στο Αμπουκίρ και το Τραφάλγκαρ, προκαλώντας γενικευμένη σύρραξη «ανακατώματος» (mele).
Στις ναυμαχίες της Επανάστασης, π.χ. Πάτρα, Σπέτσες, Γέροντας κ.λπ., τα μικρά ελληνικά πλοία με τα ελαφρά κανόνια δεν μπορούσαν βέβαια να αντιπαραταχθούν στα μεγάλα οθωμανικά σε γραμμή μάχης. Στις συγκρούσεις ελληνικών Δαβίδ εναντίον οθωμανικών Γολιάθ, οι Έλληνες εκμεταλλεύθηκαν τα πλεονεκτήματά τους, ταχύτερα και πιο ευκίνητα πλοία, με καλύτερα πληρώματα. Τα ελληνικά πληρώματα με εμπειρία δεκαετιών ήταν πολύ ανώτερα από τα οθωμανικά, που σε μεγάλο βαθμό δεν επανδρώνονταν από επαγγελματίες ναυτικούς, αλλά από πληρώματα «ανάγκης», δηλαδή συχνά στεριανούς. Η ποιότητα των αιγυπτιακών πληρωμάτων ήταν καλύτερη, αλλά κατώτερη των ελληνικών. Τα τυνησιακά και αλγερινά πλοία, με την εμπειρία των πληρωμάτων τους στην πειρατεία, προσέγγιζαν σε ποιότητα τα ελληνικά, αλλά ευτυχώς για τους Έλληνες, αυτά τα πλοία ήταν μικρά (όπως τα ελληνικά) και μειοψηφία στο σύνολο του εχθρικού στόλου.
Η τακτική των Ελλήνων ήταν να κερδίζουν την πλευρά του ανέμου (windward), δηλαδή να βρίσκονται πιο κοντά στην πλευρά από όπου φυσούσε ο άνεμος, πράγμα που τους εξασφάλιζε πρωτοβουλία κινήσεων, να μην πλησιάζουν πολύ κοντά στα οθωμανικά, ώστε να μην εκτίθενται στα πυρά τους. Οι βολές των Οθωμανών γενικά δεν ήταν ιδιαίτερα εύστοχες σε μεγάλες αποστάσεις, στις οποίες φρόντιζαν να παραμένουν οι Έλληνες. Τα ελληνικά πλοία παρενοχλούσαν με πυκνές βολές τα οθωμανικά, παρόλο που γνώριζαν πως μόνο μικρές ζημιές μπορούσαν να προκαλέσουν. Ήταν σαν κυνηγόσκυλα που παρενοχλούν κάπρο ώσπου να φτάσει ο κυνηγός σε θέση βολής.
Η στρατηγική του κυνηγού ήταν το μυστικό τρομακτικό όπλο των Ελλήνων, ο εξισωτής της ναυμαχίας, τα πυρπολικά,όπως η σφενδόνη του Δαβίδ.
Η χρήση πυρπολικών ήταν γνωστή τουλάχιστον από τον Μεσαίωνα, όπως π.χ. η αποτυχημένη προσπάθεια των Βυζαντινών-Γενοβέζων να πυρπολήσουν τον οθωμανικό στόλο που είχε εισχωρήσει στον Κεράτιο. Πυρπολικά είχαν χρησιμοποιήσει με επιτυχία οι Ολλανδοί και οι Άγγλοι εναντίον των Ισπανών τον 16ο αιώνα.

Προσωπογραφία της Μαντώς Μαυρογένους. Διέθεσε όλη της την περιουσία στον αγώνα εξοπλίζοντας μεταξύ άλλων πολλά πολεμικά πλοία

Η χρήση των πυρπολικών απαιτούσε εξαιρετική γενναιότητα και ναυτοσύνη και οι Έλληνες πυρπολητές, όπως οι Κανάρης, Παπανικολής, Πιπίνος, Ματρώζος, Μπαρμπάτσης, Βατικιώτης, Ραφαλιάς, Λεμπέσης, Παπαντωνίου, Μουσούρης, απόδειξαν πως είχαν. Η τακτική λοιπόν των Ελλήνων ήταν να δημιουργήσουν σύγχυση και παραπέτασμα καπνού από τα πυρά των κανονιών τους (και τις απαντήσεις των εχθρικών) ώστε να δώσουν την ευκαιρία στα πυρπολικά να επιτεθούν. Πρέπει εδώ επίσης να τονίσουμε, πως με το να λαμβάνουν οι Έλληνες τη θέση του ανέμου, είχαν ως αποτέλεσμα, ο καπνός από τις βολές (των δικών τους και των εχθρικών) να κατευθύνεται, εσκεμμένα, προς τα εχθρικά πλοία, επιτρέποντας έτσι μέσα στο σύννεφο καπνού στα πυρπολικά να προσεγγίσουν ως ένα κοντινό σημείο απαρατήρητα.
Το πόσο επιτυχημένη ήταν η χρήση πυρπολικών φαίνεται από το ότι στη διάρκεια της επανάστασης αναφέρονται 59 επιθέσεις, από τις οποίες 38 επιτυχημένες, ποσοστό 64% (Δεληγιάννης 2009). Συνολικά, ο εχθρικός στόλος έχασε από τη χρήση πυρπολικών 2 πλοία της γραμμής, 8 φρεγάτες και αρκετά μικρότερα. Οι συνολικές απώλειες των Οθωμανών από τις ελληνικές δυνάμεις ήταν 2 πλοία της γραμμής, 8 φρεγάτες, 7 κορβέτες, 21 βρίκια, δηλαδή 38 πολεμικά και 59 μεταγωγικά, και των Ελλήνων 5 βρίκια και 84 μικρά εμπορικά πλοία που αιχμαλωτίσθηκαν, κυρίως στο Γαλαξίδι και την Κάσο.
Η συνεισφορά του ελληνικού στόλου και το μέγεθος των εχθρικών απωλειών γίνεται ακόμα πιο σαφής αν συγκριθεί με τις συγκρούσεις του αμερικανικού πολέμου ανεξαρτησίας. Στον πόλεμο αυτό (1775-1783), που ήταν περίπου ίδιας χρονικής περιόδου με τον ελληνικό, 9 έτη, οι Βρετανοί δεν έχασαν ούτε ένα πλοίο της γραμμής και καμία φρεγάτα, παρά μόνο λίγα μικρά πολεμικά, αν και το εμπορικό ναυτικό τους έχασε πολλά πλοία από Αμερικανούς, Γάλλους, Ισπανούς και Ολλανδούς κουρσάρους.
Οι απώλειες των πληρωμάτων των αντιπάλων δεν είναι γνωστές με ακρίβεια. Του οθωμανικού στόλου ήταν σημαντικές. Η πυρπόληση της ναυαρχίδας Mansuriye από τον Κανάρη στη Χίο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Οθωμανού ναυάρχου και αρκετών εκατοντάδων από το πλήρωμα (ανάλογα με το πόσο καλά επανδρωμένο ήταν, το πλήρωμα περιλάμβανε 500-800) δεδομένου ότι το πλοίο ήταν σταθμευμένο και το πλήρωμα κοιμόταν με αποτέλεσμα πολλοί να μην προλάβουν να το εγκαταλείψουν.
Οι απώλειες των ελληνικών πληρωμάτων ήταν ελαφρές. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις (οικονομικές, για αποζημίωση σε οικογένειες σκοτωμένων ναυτών) καταστάσεις της Κοινότητας Ύδρας, το 1825 αναφέρονται 43 φονευθέντες και 37 «καέντες» (με το πλοίο του Αθαν. Κριεζή) και το 1826 συνολικά 32 φονευθέντες (14 στο Νεόκαστρο, 3 στο Μεσολόγγι και 15 στη Σάμο), δηλαδή για δύο έτη πολέμου συνολικά 112 νεκροί. Οι απώλειες στους μικρότερους στόλους των Σπετσών και Ψαρών θα ήταν αναλογικά μικρότερες.
Αυτές οι απώλειες είναι σε μεγάλη δυσαναλογία σε σύγκριση με του οθωμανικού ναυτικού και των χερσαίων ελληνικών και οθωμανικών δυνάμεων που ήταν χιλιάδες (εκατοντάδες σε μάχες όπως στο Ιάσιο, Πέτα, Μανιάκι κ.λπ.), άλλη μια μαρτυρία για την υπεροχή του επαναστατικού ναυτικού.
Η συνεισφορά λοιπόν του ελληνικού ναυτικού ήταν αποφασιστική για την τελική επιτυχημένη έκβαση του αγώνα.

Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Δεληγιάννης Π. (2009), Ο ναυτικός πόλεμος της επανάστασης. Αθήνα: Περισκόπιο.
Καβαλλιεράκης, Σ. (2020), 1814-1821: Η προετοιμασία μιας επανάστασης. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Κόχραν, Τ. (2020), Περιπλανήσεις στην Ελλάδα, Τόμος Α’. Αθήνα: Έκδοση Alpha Trust.
Λιάτα, Ε.Δ. (2020), Εκ του υστερήματος αρμάτωσαν… Η φρεγάτα «Τιμολέων» στην Επανάσταση του 1821. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Χαρλαύτη, Τ. (2001), Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος – 20ός Αιώνας. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη.
Χαρλαύτη, Τ. (2013), «Η ναυτική πολιτεία», στο Τζ. Χαρλάφτη, Κ. Παπακωνσταντίνου (Eπιμ. Έκδ.) Η ναυτιλία των Ελλήνων, Αθήνα: Κέδρος, σελ. 407-443.

*O Νικόλαος Κ. Κυριαζής είναι ομότιμος καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συγγραφέας και ο Εμμανουήλ Μάριος Οικονόμου είναι διδάκτωρ και διδάσκων πανεπιστημιακός υπότροφος, Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το