Πολιτισμός

Μαρία Τοπάλη: Η Ελλάδα έχει μια πλούσια και παγκοσμίως διακεκριμένη ποιητική παράδοση

Η Μαρία Τοπάλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Φρανκφούρτη. Το 1991-1994 ήταν υπότροφος του ιδρύματος Daimler-Benz για την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Από το 1996 δημοσιεύει συστηματικά ποίηση, λιμπρέτα για μιούζικαλ, μεταφράσεις από τα γερμανικά και κριτική στον κυριακάτικο και περιοδικό Τύπο. Συνεργάζεται από το 2006 με την «Καθημερινή της Κυριακής» και είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Ποιητική». Στο βιβλίο της Ο χορός της Μεσαίας Τάξης στηρίχθηκε το λιμπρέτο της παράστασης Η Νέα Ελλάδα – the making of, των Γωγιού-Ευκλείδη, που παρουσιάστηκε στην Μπιενάλε της Αθήνας και στο Θέατρο Τέχνης το 2013. Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μαζί τ’ ακούγαμε (Πατάκης, 2018) συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα και στους 3 «φιναλίστ» των βραβείων του ηλεκτρονικού περιοδικού «Αναγνώστης». Το 2018 εκδόθηκε στα γερμανικά, σε δική της επιμέλεια και σε μετάφραση Τόρστεν Ίσραελ, ανθολογία ελληνικής ποίησης του 21ου αιώνα με τίτλο «Ποίηση με πείσμα» (Griechische Lyrik aus dem 21. Jahrhundert (Edition Romiosini, 2018). Το ίδιο βιβλίο, αφορμή της συνέντευξης, εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες τον Δεκέμβριο του 2020. Από τα γερμανικά έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, τις Ελεγείες του Ντουΐνο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Πατάκης, 2011). Ζει στην Αθήνα κι εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Συνέντευξη ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

Ποιο ήταν το κίνητρο για να ανθολογήσετε την Ποίηση με πείσμα;
Η ανθολόγηση ξεκίνησε ως πρόγραμμα για τη δημιουργία ενός ψηφιακού αρχείου, μιας «βάσης δεδομένων» που θα παρακολουθούσε τις εξελίξεις στη σύγχρονη ελληνική ποίηση στο «Κέντρο Νέου Ελληνισμού» (CeMoG) στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Στην πορεία, και με παρότρυνση του καθηγητή Μίλτου Πεχλιβάνου στην έδρα των Νέων Ελληνικών του ίδιου πανεπιστημίου, αποφασίστηκε η έκδοση, στα γερμανικά, μιας επιλογής ποιημάτων για να αποτυπωθεί το «καινούριο», που όλο και πιο καθαρά φαινόταν να έρχεται στο προσκήνιο στην ελληνική ποίηση των δύο τελευταίων δεκαετιών. Κυκλοφόρησε έτσι, σε εξαιρετική μετάφραση του Τόρστεν Ίσραελ, από τις εκδόσεις Ρωμιοσύνη (edition Romiosini) του CeMoG το «Dichtung mit Biss» το 2018, ψηφιακά με ελεύθερη πρόσβαση (https://bibliothek.edition-romiosini.de/catalog/book/44) και έντυπα κατά παραγγελία έναντι αντιτίμου. Καθώς το βιβλίο απευθυνόταν αρχικά στο γερμανόφωνο κοινό, εύλογο είναι πλάι στον στόχο της αποτύπωσης του καινούριου να υπηρετηθεί και ένας ακόμη, δηλαδή η με ευρύτερο τρόπο νοούμενη γνωριμία με τη χώρα (Ελλάδα) και τη νέα ποίησή της.

Τι ακριβώς περιλαμβάνει η συλλογή αυτή;
Στη γερμανική έκδοση ανθολογούνται περισσότερες/οι από 50 ποιήτριες/ποιητές με περισσότερα από 120 ποιήματα. Όσες/οι από αυτούς συγκατατέθηκαν συμπεριλήφθηκαν στη συνέχεια και στην έκδοση «Ποίηση με πείσμα» (Αντίποδες, Δεκέμβριος 2020).

Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τους ποιητές που συμμετέχουν στο βιβλίο;
Υπάρχουν δυο κριτήρια, ένα χρονολογικό και ένα ποιοτικό. Πρόκειται, αφενός, για ποιητές και ποιήτριες που δημοσίευσαν για πρώτη φορά γύρω στο Μιλένιουμ ή μετά από αυτό. Πρόκειται, αφετέρου, για ποιήματα που ερευνούν, διερωτώνται ή/και αποτυπώνουν έναν νέο κώδικα επικοινωνίας μέσα από την ποίηση, σε σύγκριση με ό,τι προηγήθηκε. Πρόκειται, μολαταύτα, για ποιήτριες και ποιητές χωρίς μορφολογική ή ειδολογική συγγένεια. Η όποια μεταξύ τους κοινότητα συγκροτείται περισσότερο σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους μέσα στον σύγχρονο πολιτισμό και την ποίηση του πολιτισμού αυτού.

Η ποίηση με πολιτική απόχρωση ως απόρροια και ανάγκη στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, λοιπόν;
Ασφαλώς το «πείσμα» στο οποίο υποθέτω πως αναφέρεστε ως «πολιτική απόχρωση» εδώ εννοείται περισσότερο ως μια στάση των ποιητών απέναντι στην τέχνη τους. Δευτερευόντως βέβαια η στάση απέναντι στην τέχνη μπορεί να αντανακλά και άλλες στάσεις. Δεν θα έλεγα όμως ότι στους χαλεπούς καιρούς χρειαζόμαστε ποίηση πολιτική. Χρειαζόμαστε ίσως έναν επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας με την ποίηση, χρειαζόμαστε περισσότερη ποίηση – αυτό ναι.

Θέλετε να μας πείτε για τη μετάφραση του βιβλίου στη γερμανική γλώσσα;
Όπως ήδη εξήγησα, η Ανθολογία ξεκίνησε με αρχικό στόχο να γνωρίσει το γερμανικό αναγνωστικό κοινό τις καινούριες τάσεις στην ελληνική ποίηση του 21ου αιώνα. Αργότερα σκεφτήκαμε ότι, εντέλει, ένα τέτοιο εγχείρημα έχει την ίδια και μεγαλύτερη ίσως αξία για το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό. Φαίνεται πάντως ότι όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα έτσι και εδώ η έξωθεν διαμεσολάβηση με ένα κομμάτι του εαυτού μας είναι πολλαπλά ευεργετική.

Είστε από τους ανθρώπους που έχετε εντρυφήσει στο ποιητικό γίγνεσθαι. Η αποτίμησή σας έχει θετικό πρόσημο για τους ποιητές σήμερα στη χώρα μας;
Θετικό και μάλιστα κλιμακούμενα θετικό. Η Ελλάδα έχει μια πλούσια και παγκοσμίως διακεκριμένη ποιητική παράδοση και φαίνεται πως το έδαφος αυτό όσο καλλιεργείται με επιμονή και συνέπεια φέρνει καρπούς που ξαφνιάζουν, εντυπωσιάζουν, τέρπουν. Κάθε τόσο είμαι αντιμέτωπη με ανάλογες αντιδράσεις των αναγνωστ(ρι)ών της Ανθολογίας, εντός και εκτός Ελλάδας: «για δες, είναι ωραία αυτά τα ποιήματα, μπορεί να περάσει κανείς καλά διαβάζοντάς τα!».

Ποιο ρεύμα καλλιεργείται σήμερα στον χώρο της ποίησης στην Ευρώπη και πόσο αφορά και την ελληνική ποίηση;
Βρισκόμαστε στην καρδιά ενός μεταμοντέρνου εκλεκτικισμού: Υπάρχουν απλώς τα πάντα. Και εντός και εκτός των συνόρων οι τάσεις είναι παρόμοιες, δηλαδή η ποικιλία είναι ατελείωτη. Υπάρχει ποίηση σε παραδοσιακή, αυστηρή φόρμα και ποίηση ελεύθερη ή πεζολογική, υπάρχουν οπτικά ποιήματα και ποιήματα-επιτελέσεις. Ίσως η επιτέλεση, η performance να είναι ένα πραγματικά καινούριο στοιχείο. Το λέω όμως με επιφύλαξη γιατί μορφές επιτελέσεων είχαμε και σε παλαιότερες εποχές και ας μην λεγόντουσαν έτσι τότε.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την ποίηση, φυσικά. Όχι μόνο για εμάς που τη γράφουμε ούτε μόνο για όσες και όσους επιμένουν να τη διαβάζουν. Αλλά γιατί στη δική της μήτρα βλασταίνουν τεράστιες δυνατότητες της ανθρώπινης ψυχής, προσιτές, στην πραγματικότητα, στην καθεμιά και τον καθένα. Είμαι γόνος προσφυγικής οικογένειας. Κάποτε ειπώθηκε από τη Μαρίνα Τσβετάγεβα ότι όλοι οι ποιητές είναι εβραίοι. Σήμερα νομίζω ταιριάζει περισσότερο να σκεφθούμε ότι όλοι οι ποιητές είναι πρόσφυγες. Είναι σημαντικό αφενός ότι προσφεύγεις, δηλαδή εγκαταλείπεις βεβαιότητες και αναζητάς καταφύγιο σε νέα εδάφη, αφετέρου ότι, προσφεύγοντας, επινοείς και οικοδομείς εκ νέου τον εαυτό σου. Πράγμα που, αμέσως, μας γυρνά στο πείσμα. Φυσικά η απάνθρωπη, απολύτως απαράδεκτη συνθήκη που οδηγεί εκατομμύρια ανθρώπους στην προσφυγιά δεν εξωραΐζεται στο ελάχιστο για να εξυπηρετηθεί η μεταφορά που επιχειρώ.

Ποιο αποτύπωμα ελπίζετε ή φιλοδοξείτε να αφήσει η Ποίηση με πείσμα;
Αφενός, ελπίζω να στερεωθεί καλά το «πείσμα» μετά, δηλαδή, από εκείνη την παράξενη και αρκετά επίπλαστη, όπως τη βλέπουμε με τα σημερινά μας μάτια, περίοδο στο τέλος του 20ού αιώνα που η ποίηση έμοιαζε ξεπερασμένη και ξεψυχισμένη, να εμπεδωθεί μια δυναμική επιστροφή. Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε αυτονόητο. Έχουμε πάντως ισχυρές ενδείξεις ότι η καινούρια ποίηση και ιδίως τα υποκείμενά της, οι καινούριοι ποιητές και ποιήτριες, όχι μόνον επανέρχονται, αλλά και συγκροτούν οι ίδιοι τον ζωτικό τους χώρο με πλήθος πρωτοβουλιών, ομάδων, περιοδικών, δημόσιων αναγνώσεων, χρήσης του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ελπίζω, αφετέρου, να στερεωθεί η ποίηση ως απαιτητική απόλαυση και μάλιστα, όπως είπα και πριν, με τάση αυξητική. Οι ποιήτριες και οι ποιητές της καινούριας αυτής ποίησης ωριμάζουν, ενώ δεν παύουν να έρχονται στο προσκήνιο και άλλες/οι, με μπόλικο δυναμισμό. Διαβάζουμε ολοένα και περισσότερα, ολοένα και καλύτερα ποιήματα. Και όταν με το καλό βγούμε από τους περιορισμούς της πανδημίας θα απολαύσουμε ξανά καινούριες δημόσιες αναγνώσεις και επιτελέσεις. Ταυτόχρονα βλέπουμε ανάλογα μηνύματα και σε πλανητικό επίπεδο. Η κυνική και νεόπλουτη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης που μεσουράνησε κατά το γύρισμα του αιώνα ήδη απέκτησε κάμποσες ρωγμές. Ποιος θα το φανταζόταν το έτος 2000 ή ακόμη και κατά την πρώτη ορκωμοσία του Ομπάμα ότι το μέλλον επεφύλασσε μιαν άλλη ορκωμοσία με στολίδι της μια νεαρή Αφροαμερικανίδα ποιήτρια; Έχουμε λόγους να είμαστε αισιόδοξες.

Φωτογραφία Γ. Τσακνιάς 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το