Θ Plus

Ο ζωντανός Παπαδιαμάντης

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Την τελευταία μέρα του Μαγιού κατέβηκα στο λιμάνι του Βόλου με τη μοτοσικλέτα και μπήκα στο βαπόρι να πάω έως τη Σκιάθο. Κάθισα στο κοινό σαλόνι ξεφυλλίζοντας τον πρωινό Τύπο, όσο το βαπόρι μανουβράριζε για νάβγει απ’ το λιμάνι.
Ήταν μπάρκο, νάβα ή τσερνίκι; Άγνωστο…
Σε μια γωνίτσα του σαλονιού σα να πήρε το μάτι μου έναν παράξενο επιβάτη, με ανασηκωμένο τον γιακά της πατατούκας του – παρότι Μάης – να έχει σταυρωμένα τα χέρια και να παραμένει σιωπηλός και γαληνεμένος. Όχι δεν ήταν απ’ αυτούς που πήγαινε στον Βόλο για να φέρει «συχνάτσες» ούτε ήταν «Αμερικάνος» που γύριζε στο νησί του ύστερα από πολλά – πολλά χρόνια ξενητεμού.
Το μπάρκο που έκανε το δρομολόγιο αυτό, θα έπιανε Χονδρή Άμμο, Ελαφοκκλήσι, Άγιο Σώστη, Απάγγιο και Χαμογιαλό πριν νάμπει στο παλιό λιμάνι του νησιού.
Ήταν έτσι;
Δεν το ξέρω, μα πολύ περισσότερο δεν ξέρω αν ήταν μπάρκο ή φέρρυ μπόουτ. Ήμουνα παρολαυτά χαρούμενος που θα πατούσα τα μέρη όπου αναστήθηκε ο κορυφαίος ζωγράφος των ηθών και της πένας ο αξεπέραστος σημειολόγος.
Κι ο επιβάτης με την πατατούκα;
Ας τον αφήσουμε προσώρας στην ησυχία του…

Ο Μικρός Ασέληνος

*
Ταξίδευα λοιπόν για το νησί. Ένα νησί που έχει παραβαρύνει από νοήματα και ξενομπάτες εραστές. Έχει γεμίσει επιπλέον από λαθρόβιους οικιστές, νυχτερινούς παλιάτσους κι εκμεταλλευτές της δημοσιότητας, αλλά και μαύρους χαρακτήρες με κόκκινα ράμφη, που τριγυρνάνε στο νησί δαγκώνοντας ό,τι περάσει, ενώ φορούν κασκέτα με μπορ, συμπεριφέρονται ως σερίφηδες και μιλούν τη διεθνή εσπεράντο που καθιέρωσαν.
Αλλά μήπως δεν έχουν μερτικό ευθύνης για τη σημερινή κατάντια του νησιού και οι απευθείας ή εκ πλαγίου απόγονοι του Βατούλα και του Xαρτουλάριου, οι πρώτοι διδάξαντες τη χαρακτική της λοβιτούρας και τη μαγειρική της απάτης;
*
Έφτασα μετά από δυόμιση ώρες – κι όχι «μετά ημισείαν ημέραν», όπως ο παλαιός των ημερών – στον προορισμό μου. Και κατέβηκα οδηγώντας το δίκυκλον όχημα των πολλών κυβικών.
Κατεβαίνω το λοιπόν εποχούμενος. Διασχίζω την γέφυρα του πλοίου – όχι δεν είναι το μπρίκι του καπετάν Λυμπέριου – και βρίσκομαι ενώπιον μιας σκοταδερής ατμόσφαιρας παρόλο το φως του ήλιου που έχει ανέβει τρία κοντάρια στον ουρανό.
Δίπλα μου τρέχουν ως σίφουνες επιτηδευματίες, εμπορευάμενοι, γραφεία ταξιδίων, ενώ από τα σπλάχνα του βαποριού ξεβράζονται οχήματα, βρισιές και λέξεις κάθε άλλο παρά ναυτιλλόμενες.

Η Μονή Ευαγγελίστριας

Πρέπει να βιαστώ. Να φύγω. Όμως ποια κατεύθυνση να πάρω; Θα το μάθω μόλις πιω ένα σερμπέτι στο μαγαζί του Φιλάρετου, από τα «χαμηλά» και καθίσει ο πικρός στοχασμός.
Στέκομαι για λίγο στο εξωπόρτι του λιμανιού. Με τη μηχανή αναμμένη και τα πόδια σε θέση χιαστί, καβάλα στην απανωσέλα της. Όχι δεν πρόκειται για γαϊδουράκι της παλιάς εποχής. Έχει διακόσια πενήντα άλογα, παρακαλώ, ενώ το γαϊδουράκι μόνο τέσσερα. Και δεν είναι άλογα. Μα προπαντός δεν καίει λάδια…
Απέναντί μου μια σειρά από ταμπέλες της αλβιόνικης γραφής: AIGEAN CAR RENDAL, ELEN HOUSE, ALPHA BANK, SOUVLAKI YOGART, MELTEMI BRUNTS… τα χαμηλά καφενεία, το μαγαζί του κυρ-Αργυρού του Συρματένιου και στην άκρη της παραλίας το καπηλείον του Θανάση του Μωρεγιού.
Μπα, σε καλό μου, πού τα είδα όλα αυτά τα τελευταία; Πρέπει να ξεσκονίσω τις μνήμες για να ξεβασκαθώ από το παρελθόν…
Κι όπως παρακολουθώ την αμφίδρομη κίνηση της πιάτσας, με τα μαγαζιά και τους ανθρώπους, τις ταμπέλες και όλη τη δαιμονισμένη αγορά, από το βάθος του δρόμου προβάλλει ζωντανός και ολόφτυστος ο αντίγραφος Παπαδιαμάντης.
Αντίγραφος;
Μπα, δεν είναι αντίγραφος, φτυστός είναι ο πατερούλης, που δεν μπορεί να βαδίσει αναμέσο των μηχανών και της πολυάνθρωπης περαντζάδας.
Πηγαίνει κούτσα – κούτσα κρατώντας ένα μπαστούνι με λαβή στο μπράτσο, φοράει την ίδια χειμερινή πατατούκα που φορούσε στο πλοίο, έχει μέτωπο ψηλό, με γυαλιά κατεβασμένα ως τη μύτη, το παντελόνι του είναι τριμμένο στον καβάλο και φαρδύ, για να μη φαίνονται τα καρυκώματα και τα παπούτσια που φορεί είναι από φτηνή Ελβιέλα.
Αν η Ελβιέλα συντηρείται ακόμη…

Η Μονή Κουνίστρας

Πηγαίνει ή έρχεται; Και πάει κι έρχεται…
Κουβαλάει τη σοφία των αιώνων και μάλλον στο τρύπιο τσεπάκι του παλινδρομούν μυριάδες λέξεις, ακατανόητες για τους πολλούς που πέφτουν από τις τρύπες του παντελονιού του σαν πέτρες απάνω στους Φιλισταίους.
Δε σκύβει να τις μαζέψει. Γιατί έχει κι άλλες, πιο πολλές στο μέσα τσεπάκι της πατατούκας του, τις οποίες φυλάει για να τις πάει στον Βλάση τον Γαβριηλίδη, όταν κατεβεί στην Αθήνα.
Κάνει δυο βήματα εμπρός και σταματάει. Κοιτάζει το λιμάνι. Σαν ψεύτικο του μοιάζει. Χώρια που δεν είναι στη θέση του. Κάτι έxει αλλάξει απ’ αυτό. Αλλά τι;
«Ρε, πού πήγε το Καστέλι», μονολογεί, «η Κολώνα, το μουράγιο της Πιάτσας, πούναι ο ανεμόμυλος, πούναι o…».
Εκεί σταματά γιατί νομίζει ότι κάνει λάθος και πορπατά σε άλλο νησί κι όχι στο γενέθλιο τόπο του.
Ξαφνικά ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο και μπαίνει σ’ ένα μαγαζί μ’ εγγλέζικες πινακίδες.
Κάποιος υπάλληλος τον πλησιάζει και τον ρωτά με προσποιητή ευγένεια τι θέλει.
«Έχουμε», του λέει, «απόλα. Γουρούνες, παπάκια, τζιπ και ταχύπλοα…».

Άποψη του παλιού λιμανιού (της Πιάτσας) στη Σκιάθο

«Ένα γαϊδουράκι, θέλω», του λέει ο πατερούλης, «δίχως σαμάρι, αλλά με αναβολέα και χαλινάρι, να το οδηγώ όπου θέλω… Δε θέλω γουρούνια, ούτε πάπιες… τι να τα κάμω στο νησί;».
Toν αποπαίρνει ο σκεντέρμπεης του νησιού που δεν είναι άλλος από το δισέγγονο τ’ μπαρμπα-Στάθη του Μοθωνιού.
Αλλά γιατί Σκεντέρμπεης; Μα γιατί το νησί βρίθει από συνομοίους του. Σκεντερμπέηδες και Τζωνυ-Θόδωρους…
Τον σιχτιρίζει ο υπάλληλος πετώντας του τη φράση «μπάρμπα, είσαι λωλός» και τον εκπαραθυρώνει.
Την ίδια στιγμή περνάει μια γουρούνα και τινάζει τα στεκάμενα νερά μιας λακκούβας πιτσιλίζοντάς τον στα μούτρα και την πατατούκα.
«Γκαβός είσαι, ρε μπάρμπα», του λέει η γουρουνίσια μούρη και συνεχίζει τον δρόμο της.
Την ίδια ώρα ο πατερούλης έχει τη φαεινή ιδέα να αναζητήσει τον παπα – Διανέλλο, να τον αγγαρέψει, με το συμπάθειο, να τον πάει στον Προφήτη Ηλία, να προσευχηθεί.
Διανέλλος όμως δεν υπάρχει. Καταργήθηκε, τόσο ως ιερατικός προϊστάμενος, όσο και ως γραμμή επικοινωνίας.
Τρέχει στην παπαδιά. Όμως ούτε παπαδιά υπάρχει. Είναι χρόνους φευγάτη. Κι η σημερινή παπαδιά τον συμβουλεύει να πάρει το λεωφορείο «να πάει στις Κουκ’ναριές κι από κει με τα πόδια ώς την Παναϊά την Κ’νίστρα, μεγάλη η χάρη της». Εκεί μπορεί να προσευχηθεί, να ψάλει, να στρώσει να κοιμηθεί στο προαύλιο, Μάης είναι, και να γυρίσει την επαύριο.
Ο πατερούλης τη γρικά με τρόπο, αλλά δεν της λέει τίποτα…
Από την άλλη θέλει να πάει στον Στρουφλιά και δεν καταδέχεται να μπει στο λεωφορείο.
«Τι’ναι πάλι τούτο», σκέφτεται, αλλά του αρέσει η λέξη «λεωφορείο». Λεώς και φορείο. Κόσμος πάει κι έρχεται με δαύτο.
Τελικά παίρνει την απόφαση να πάει σ’ ένα από τα «χαμηλά» καφενεία της Πιάτσας, όπου δε συχνάζουν οι επίσημοι – ο δήμαρχος, ο ειρηνοδίκης και ο τελώνης – να πιει τον καφέ του και να γυρίσει στο κονάκι του. Είν’ ώρα να τσιμπήσει κάτι και να γράψει δυο λέξεις που μπορεί να γίνουν χίλιες και βάλε σαν στρωθεί στον καναπέ του. Παίρνει τον δρόμο και πάει αργά – αργά στο γιατάκι του, όπου τον περιμένουν οι αδερφάδες του, που τούχουν στρωμένο το τραπέζι με το αγαπημένο του φαΐ, το πρασσοσέλινο.
*

Το ιερό ευαγγέλιο του 1539 στο Μουσείο της Μονής Ευαγγελίστριας

Τον βλέπω να πορπατεί σκεφτικός, με γερμένο το κεφάλι του. Τόσα πράματα καινούργια είδε σήμερα. Και μολαυτά απορεί που πήγαν, το παλιό λιμάνι, η Κολώνα, η Πιάτσα, το καφενείο του γερο-Ακούκατου, η ταβέρνα του Σμυρνιού, όπου πήγαινε κι έπινε τη ρετσίνα του, τα Σχιναδεΐκα, η Πευκόραχη όπου έκανε τις βόλτες του, ο αρσανάς που χάζευε τους καλαφάτηδες, το Ποτόκι, αλλά και το Καστέλι που ξαφνιάστηκε σαν είδε μέσα στον κατάφυτο κι αγαπημένο λόφο των παιδικών του χρόνων μια τεράστια πινακίδα που έγραφε Café-Bar «Το Μπούρτζι»…
Η μικρότερη από τις αδερφάδες του ήταν εκεί και τον περίμενε, αστεφάνωτη όπως κι οι άλλες, ταγμένες όλες να τον περετούν, όταν δεν πάγαινε Αθήνα, νάβρει τον Γαβριηλίδη να του παραδώσει μια στοίβα γραφούμενα που δεν τα διάβαζε κανένας. Βλέπεις εκείνος ο Βλάσης της ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ, τα γύρευε και τούσκαγε κι ένα παρά στο χέρι, άσχετο αν θα τα δημοσίευε ή θα τ’ άφηνε μαγιά για τότε που θα είχαν πέραση οι λέξεις του…
*
Ο πατερούλης, λιγόφαγος και συνοφρυωμένος έβαλε δυο μπουκιές στο στόμα του κι ήπιε άλλες δυο γουλιές από το Σαββατιανό που τούχε δώσει ο Πατσόπουλος και σηκώθηκε αθόρυβα για να πάει στο δώμα του με το στενό ντιβανάκι, το μικρό κομό και τη λάμπα στο κεφαλάρι του.
Ξεντύθηκε ευλαβικά, χέριασε το πενάκι του και βάλθηκε να ράβει και να δένει λέξεις με εικόνες που είχε αποθηκεύσει κατά την περαντζάδα του ανά την πολίχνη.
Έγραψε κι από κάτω τ’ όνομά του, με ταπεινά έως δυσανάγνωστα γράμματα, έτσι που να μη διακρίνεται ο διάσημος χαρακτήρας του ονόματος που τον παίδευε μια ζωή…
Κι έγειρε ν’ αποκοιμηθεί…

31 του Μάη στο ’23

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το