Τοπικά

Ο Θ. Κουτσοβαγγέλης από το Προμύρι Πηλίου «φωτίζει» τον αντιδικτατορικό αγώνα στη Θεσσαλονίκη

Κάθε χρόνο τέτοια ημέρα, ο νους μας γυρίζει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και όσα συνέβησαν στην Αθήνα σαν σήμερα πριν από 44 χρόνια, προαναγγέλλοντας την πτώση της μισητής χούντας των Συνταγματαρχών. Η θυσία των φοιτητών τον Νοέμβρη του 1973 μετατράπηκε σ’ έναν χείμαρρο, ο οποίος παρέσυρε τους Έλληνες ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απρίλη. Τα γεγονότα εκείνα αποτέλεσαν την κορύφωση του αγώνα και ιδιαίτερα της νεολαίας, για ελευθερία, δημοκρατία και καλύτερη παιδεία, έννοιες πάντοτε διαχρονικές και επίκαιρες. Ο αγώνας από το φοιτητικό κίνημα δεν περιορίστηκε, όμως, στην πρωτεύουσα. Η ιστορία κατέγραψε την εξέγερση των φοιτητών και στην Πολυτεχνική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων εκείνων υπήρξε ο Θεόδωρος Κουτσοβαγγέλης, ο οποίος εκείνη την εποχή υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του. Ο γνωστός δημιουργός ήταν ανάμεσα στους λοκατζήδες που περικύκλωσαν τότε το Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη, ζώντας την κορύφωση του αντιδικτατορικού αγώνα από την πρώτη γραμμή και η μαρτυρία του έρχεται να «φωτίσει» τη δραματική εκείνη περίοδο…

Ο Θεόδωρος Κουτσοβαγγέλης, ο οποίος μόλις προχθές παρουσίασε τον τελευταίο δίσκο του με τίτλο «Μολών λαβέ: Αντικατοχικά τραγούδια», γύρισε πίσω τον χρόνο και θυμήθηκε όσα έζησε την εποχή που η Ελλάδα μπήκε στον γύψο. «Το 1967 ήμουν μαθητής της γ’ τάξης στο 2ο Γυμνάσιο του Βόλου. Θυμάμαι πως όταν έγινε το πραξικόπημα, αστειευόμουν μ’ έναν παλιό συμμαθητή μου και αγαπημένο φίλο, με τον οποίον καθόμασταν στο ίδιο θρανίο και συζητούσαμε για το καθεστώς. Εκείνος υποστήριζε πως ήταν για καλό. Εγώ έλεγα αντίθετο. Ήμασταν δύο παιδιά που συζητούσαν, αλλά πολύ σύντομα κι εμείς οι μικροί αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τι σήμαινε χούντα», δήλωσε ο 64χρονος συγγραφέας και μουσικοσυνθέτης από το Προμύρι και στάθηκε σε χαρακτηριστικά περιστατικά που «σημάδεψαν» τα νεανικά χρόνια του: «Έφηβοι καθώς ήμασταν, πηγαίναμε στη «Σκάλα του Μιλάνου», το θρυλικό ταβερνάκι των Κάρολου και Νίκου Μιλάνου. Ακόμη δεν έχω ξεχάσει τον χωροφύλακα, ο οποίος καθόταν έξω από το μαγαζί και κρατώντας ένα σημειωματάριο έγραφε τους… εισερχομένους και τους εξερχομένους. Αυτά έγιναν το 1967-‘68. Μετά στο σχολείο άρχισε να φαίνονται οι αλλαγές. Τότε χρησιμοποιούσαμε τη δημοτική με πολυτονικό βέβαια. Ξαφνικά οι καθηγητές μας, άρχισαν να μας ζητούν να βάζουμε το «ν» στο τέλος των λέξεων, και να χρησιμοποιούμε την καθαρεύουσα. Θυμάμαι επίσης ότι αρκετοί καθηγητές μας δεν ξαναήρθαν και στη θέση τους εμφανίστηκαν κάποιοι… παππούδες, μεγαλύτεροι κι από μένα στην ηλικία που είμαι τώρα. Ένας εξ αυτών ήταν και κουφός, δημιουργήθηκαν πολλά ευτράπελα στην αίθουσα διδασκαλίας, υπήρχε ένας αυταρχισμός έντονος και καταλαβαίναμε όλοι πως μάλλον δεν ήταν για καλό ότι συνέβαινε τότε».

Φοιτητές μέσα στην Πολυτεχνική Σχολή της Θεσσαλονίκης εκφράζουν την αντίθεσή τους με το δικτατορικό καθεστώς

Το 1973 βρήκε τον Θεόδωρο Κουτσοβαγγέλη στη Θεσσαλονίκη, όπου βίωσε τη φοιτητική εξέγερση στην Πολυτεχνική Σχολή της συμπρωτεύουσας. «Τότε ήμουν στρατιώτης. Για την ακρίβεια υπηρετούσα στους καταδρομείς. Πήγα εθελοντικά στα ΛΟΚ. Στο Χαϊδάρι, όπου ήμουν ασυρματιστής βαριόμουν και πήγα καταδρομέας με την προϋπόθεση να είναι όλα δίκαια και δεν θα με τάραζαν στα… γερμανικά νούμερα στη σκοπιά», είπε με νόημα, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε σε συγκλονιστικές λεπτομέρειες των γεγονότων της 17ης Νοέμβρη του ‘73: «Εκείνο το Σάββατο βρέθηκα έξω από την Πολυτεχνική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Στα ΛΟΚ είχε δοθεί εντολή να μην αφήσουμε κανέναν να περάσει. Και γινόμαστε μάρτυρες μία τρομοκρατίας, που δεν είχαμε φανταστεί ούτε στα όνειρά μας. Έμπαιναν οι αστυνομικοί, έπιαναν φοιτητές, τους χτυπούσαν, τους ποδοπατούσαν, ακούγαμε κραυγές, γυναίκες να φωνάζουν και βέβαια, κάποιοι από αυτούς έφευγαν και έρχονταν προς το μέρος μας. Τους αφήσαμε όλους να περάσουν. Ανοίγαμε τις γραμμές μας και περνούσαν οι φοιτητές. Οι ανώτεροί μας δεν έλεγαν τίποτα. Θυμάμαι έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό, είχε δώσει μέχρι και τη χλαίνη του σ’ έναν φοιτητή, για να τη φορέσει και να φύγει, μετά την εκκένωση που διατάχθηκε.

Αυτό σημαίνει ότι παρόλη την προπαγάνδα που είχαμε δεχθεί, στην πραγματικότητα δεν ανεχόμασταν αυτή την συμπεριφορά. Και βέβαια θα μου μείνει αυτό το πράγμα, ήταν αξέχαστο. Και για την ιστορία, αυτό κατέθεσε δημόσια στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Νεράιδες-Δοξαριές» πριν από τρία χρόνια, ο τότε σύμβουλος φιλόλογος και πολύ καλός μου φίλος Γιώργος Κοντομήτρος. Ήταν ανάμεσα στους εξελθόντες. «Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι απόψε θα προλόγιζα το έργο ενός ανθρώπου που μ’ άφησε να περάσω. Και κατάλαβα, είπε τότε, γιατί περάσαμε όλοι. Διότι η λαϊκή ψυχή, είναι ίσως ο πολιτισμός που έχουμε τόσα χρόνια. Τα βάσανα που έχουμε τραβήξει, δεν ανέχεται τη βία, έτσι πιστεύω μπορούμε να εξηγήσουμε την αθρόα προσέλευση τόσων ανθρώπων στο Πολυτεχνείο και ό,τι ακολούθησε».

Όσο για το εάν μετά από τεσσεράμισι, περίπου, δεκαετίες η ιστορία του Πολυτεχνείου παραμένει «ζωντανή»; Ο κ. Κουτσοβαγγέλης απάντησε με τρόπο αφοπλιστικό: «Η ιδέα της αντίστασης ενάντια στη βαρβαρότητα δεν ξεφτίζει ποτέ. Είναι ζυμωμένη με την ψυχή του λαού μας. Κι αυτό το είδα εγώ, στα νησιά που υπηρέτησα ως αναπληρωτής φιλόλογος, στις γιορτές που κάναμε. Τα παιδιά είχαν ενθουσιασμό και οι γονείς τους επίσης. Τραγουδούσαμε όλα εκείνα τα ωραία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, το «Άξιον εστί», «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Το ένα το χελιδόνι «κι άλλα τραγούδια του αγώνα. Η φθορά μπορεί να προέρχεται όχι από τα παιδιά ή τους διδάσκοντες, αλλά από τα ολισθήματα των πολιτικών ηγεσιών. Απ’ ότι ξέρουμε όλοι, έσπευσαν πολλοί από αυτούς, ενώ δεν ήταν στο Πολυτεχνείο να δηλώσουν παρόντες. Τραγελαφικά γεγονότα. Και άνθρωποι, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση «έχτισαν» ολόκληρες καριέρες. Όπως και άλλοι που ήταν μέσα και αποκόμισαν πολλά οφέλη. Ας μην πούμε ονόματα, είναι γνωστοί και μη εξαιρετέοι…».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το