Τοπικά

Ο Ν. Δαλέζιος στη «Θ» για την κακοκαιρία Daniel και τη διαχείριση υδατικών πόρων- «Πιθανός συνδυασμός τροπικού κυκλώνα και μεταφοράς ρυπαντών από πυρκαγιές Έβρου»

 

Ο αφηπυρετήσας καθηγητής Αγρομετεωρολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Νίκος Δαλέζιος, με συμμετοχή στις έρευνες του Εργαστηρίου Υδρολογίας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μίλησε στη «Θ» για το φαινόμενο της πρόσφατης καταιγίδας που έπληξε τον νομό Μαγνησίας, αλλά και τις υπόλοιπες περιοχές της Θεσσαλίας. Τόνισε ότι θα έπρεπε να έχει γίνει μια ολιστική μελέτη διαχείρισης υδατικών πόρων σε επίπεδο λεκάνης απορροής, δηλαδή μια μελέτη που θα μας έδειχνε το σύγχρονο χάρτη ρίσκου πλημμυρών και θα έδειχνε την ανάγκη επανασχεδιασμού πλημμύρας, ώστε να διαπιστωθεί το απαιτούμενο ύψος των αναχωμάτων και να προστατευθούν οι περιοχές που επλήγησαν από τις καταιγίδες. Αυτό όμως προϋποθέτει υψηλό κόστος.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΒΙΟΛΕΤΤΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ

Όλες οι μελέτες που γίνονται μέχρι τώρα, αναφέρονται σε περιοδικότητα φαινομένου κατά μέσον όρο μία καταιγίδα – πλημμύρα ανά 50 ή 100 χρόνια. Θα πρέπει να επανεξεταστούν τα όρια αυτά προκειμένου να μπορούμε με πιστότητα να εκτιμήσουμε το ύψος των αναχωμάτων που πρέπει να γίνουν στα φράγματα των ποταμών.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε πλημμύρες στην περιοχή. Είχαμε και το έτος 1994 πλημμύρα στην περιοχή της Μεταμόρφωσης με ύψη νερού της τάξης των 700 χιλιοστών. Στην πρόσφατη καταιγίδα το ύψος βροχής ήταν της τάξης των 1.090 χιλιοστών στη Ζαγορά. Αν θέλουμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο θα λέγαμε ότι στην περιοχή της Ευρώπης επικρατούσε ένα ωμέγα μπλοκ, δηλαδή ένας μεγάλος αντικυκλώνας (υψηλές πιέσεις), που δίνει κυκλοφορία του αέρα συνεχώς δεξιόστροφα, δηλαδή όπως κινούνται οι δείκτες του ρολογιού» ανέφερε.
Και πρόσθεσε πως η Ελλάδα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της έναρξης της καταιγίδας βρίσκονταν στη μια άκρη του αντικυκλώνα, που έφερνε βοριάδες, ενώ στην άλλη άκρη βρίσκονταν η Ισπανία που είχε επίσης πλημμύρες και στο κέντρο είχαμε την Ιταλία και τη Γαλλία όπου επικρατούσαν καύσωνες.
Οι αέριες μάζες κατέβηκαν στην Ελλάδα από τον Βορρά προς Νότο μέσω της Αδριατικής στο Ιόνιο και εμπλουτίστηκαν με υγρασία περνώντας από τη θάλασσα και μετατράπηκαν σε τροπικό κυκλώνα με βαθύ βαρομετρικό χαμηλό, καθόσον η θερμοκρασία επιφάνειας θάλασσας ήταν υψηλότερη από 26 βαθμούς Κελσίου.
Ένα εξίσου σοβαρό και ανησυχητικό φαινόμενο που μπορεί να ενίσχυσε τα μεγάλα ύψη βροχής είναι οι δασικές πυρκαγιές στον Έβρο, που δημιούργησαν ρυπαντές, δηλαδή πυρήνες συμπύκνωσης, οι οποίοι μεταφέρθηκαν μέσω του βορειοανατολικού ρεύματος, που επικρατούσε, από τον Έβρο προς το Πήλιο και τη Θεσσαλία και συνετέλεσαν στην παραπέρα αύξηση των βροχοπτώσεων και την έντασή τους.
Υπάρχουν δορυφορικές αναλύσεις και άλλα στοιχεία που το τεκμηριώνουν, ωστόσο δεν μπορούμε να έχουμε ποσοτική εκτίμηση της επίπτωσης.
«Θεωρούμε πολύ πιθανό το σενάριο να συνέβησαν και τα δυο στην περίπτωση του Daniel στην περιοχή μας, δηλαδή ένας συνδυασμός τροπικού κυκλώνα και μεταφοράς ρυπαντών» υποστηρίζει ο κ. Δαλέζιος.
Σε ερώτηση της «Θ», αν από τώρα και στο εξής θα έχουμε ολοένα και πιο συχνά τέτοιου είδους φαινόμενα, ο κ Δαλέζιος, συνηγορώντας με την άποψη των μετεωρολόγων και τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, θεωρεί ότι θα έχουμε τέτοια φαινόμενα με αυξανόμενη συχνότητα και ένταση. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές αναμένεται να διαπιστωθούν σε ορίζοντα δεκαετίας τουλάχιστον. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι κάθε χρόνο βιώνουμε καύσωνες, οι οποίοι και δημιουργούν ξηρή ατμόσφαιρα. Πρέπει λοιπόν να βρούμε τρόπο να εξοικονομήσουμε νερό για τη γεωργία, τους ανθρώπους και τη βιομηχανία.

«Η Θεσσαλία συνεχώς σε έλλειψη νερού παρά τις υψηλές βροχοπτώσεις»
Ο κ. Νικ. Δαλέζιος τονίζει για την κλιματική αλλαγή και την καταιγίδα που έπληξε τη Μαγνησία και την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας ότι δεν μπορούμε ακόμα να έχουμε μια πλήρη εικόνα των ζημιών και των συνεπειών στην παραγωγή της Θεσσαλίας.
Ο ίδιος αναφερόμενος στις έρευνες του Εργαστηρίου Υδρολογίας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου συμμετέχει, σχετικά με την εκτίμηση της αγροτικής παραγωγικότητας στην περιοχή της Θεσσαλίας και το πώς αυτή μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα της κλιματικής κρίσης στην ευάλωτη γεωργία, εξηγεί τα μοντέλα και τα πειράματα που εφαρμόζονται και προσπαθούν να δώσουν μετρήσιμα αποτελέσματα. Ειδικότερα αναφέρθηκε στην εφαρμογή που ονομάζεται Αγροκλιματική Ζωνοποίηση και η οποία καταγράφει και ταξινομεί μέσω δορυφόρου ανά 30 μέτρα περιοχές κατάλληλες για γεωργία δημιουργώντας ζώνες υψηλής, μεσαίας και χαμηλής παραγωγικότητας.
Αυτό βοηθά στη στήριξη της γεωργικής παραγωγής με την επιλογή της κατάλληλης καλλιέργειας, δηλαδή την αναδιάρθρωση καλλιεργειών και δίνει στην ελληνική γεωργία χώρο να αναπτυχθεί σε ζώνες καλλιεργειών που θα έχουν και την ανάλογη παραγωγική δυνατότητα. Εξετάζεται, δηλαδή, και η περίπτωση της αναδιάρθρωσης της παραγωγής σε περίπτωση, όπως η τωρινή, όπου δεν θα είναι πλέον εφικτό να υποστηριχθούν κάποιες από τις ήδη υπάρχουσες καλλιέργειες.
Ο κ. Δαλέζιος τονίζει επίσης το γεγονός της έλλειψης του νερού στην ελληνική γεωργία που την καθιστά ευάλωτη, θεωρεί δε ότι η Θεσσαλία θα βρίσκεται συνεχώς σε έλλειψη παρά το γεγονός των υψηλών βροχοπτώσεων της τελευταίας περιόδου.
Για παράδειγμα, στην περιοχή της Καρδίτσας μπορούμε να εντοπίσουμε πιο εύκολα νερό στο υπέδαφος κατά τη βλαστική περίοδο, ενώ στην περιοχή της Λάρισας, ανατολικά από την Εθνική οδό, π.χ. στην περιοχή του Πλατύκαμπου, δύσκολα βρίσκεται νερό στο υπέδαφος το καλοκαίρι, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να εξοικονομηθεί νερό με κατάλληλη διαχείριση. Οι ανάγκες σε νερό θα αυξάνονται συνεχώς. Συγχρόνως έχουμε συχνές περιόδους ξηρασιών, αλλά ενδιάμεσα έχουμε χρονιές με υψηλές βροχοπτώσεις, που σημαίνει ότι το ζητούμενο είναι η ορθολογική διαχείριση του νερού. Πρέπει να ληφθούν βραχυπρόθεσμα, αλλά και μεσοπρόθεσμα μέτρα, δηλαδή φράγματα.
Στην Ελλάδα παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια ολοένα και πιο ζεστά καλοκαίρια. Φέτος ειδικά είχαμε παρατεταμένους καύσωνες μέχρι τα μέσα Αυγούστου περίπου και τώρα αρχές Σεπτεμβρίου είχαμε τις βροχές. Πρέπει λοιπόν να αποκτήσουμε σωστή και ορθολογική διαχείριση του νερού για τη γεωργία. Μία από τις σύγχρονες μεθοδολογίες που μας βοηθά να διαχειριστούμε ορθότερα και αποτελεσματικότερα το νερό και αποτελεί μέτρο προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι μια εφαρμογή που ονομάζεται «Γεωργία ακρίβειας», που στην ουσία ψηφιοποιεί την «ιστορία» του χωραφιού και εντοπίζει την παραλλακτικότητά του. Η μεθοδολογία της γεωργίας ακρίβειας, που εφαρμόζεται από την ομάδα μας, στοχεύει να μας δώσει μέσω στοιχείων που προέρχονται από δορυφόρο ανά 20 μέτρα διακριτικής ικανότητας παγκοσμίως πόσο νερό χρειάζεται να ποτίσουμε σε καθημερινή βάση τις καλλιέργειές μας.
Οι αγρότες τείνουν να καταναλώνουν περισσότερο νερό από ό,τι χρειάζονται, διότι, παρά την εμπειρία τους, δεν μπορούν να γνωρίζουν με ακρίβεια τις ανάγκες σε νερό, κάτι που προκύπτει από μετρήσεις ή/και εκτιμήσεις με μοντέλα. Μέσα από αλλεπάλληλες μετρήσεις με τη χρήση της εφαρμογής αυτής διαπιστώθηκε ότι υπάρχει εξοικονόμηση νερού σε ποσοστό 30-35%, δηλαδή σημαντική μείωση της κατανάλωσης σε μεγάλες αρδευόμενες εκτάσεις της περιοχής, όπως καλλιέργειες καλαμποκιού και βαμβακιού.
Στην περιοχή της Θεσσαλίας υπάρχουν 2.150.000 στρέμματα πεδινής αρδευόμενης έκτασης και το ετήσιο κόστος του νερού ποικίλει από 40 ευρώ έως 150 ευρώ το στρέμμα.
Συνεπώς καθίσταται αντιληπτή η σημασία της μείωσης κατανάλωσης και εξοικονόμησης νερού σε ποσοστό 30 – 35%. Όλα αυτά πρέπει να ενταχθούν σε ένα προγραμματισμό ορθολογικής διαχείρισης βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Ο κ. Δαλέζιος κλείνοντας τονίζει ότι η επιστημονική κοινότητα έχει τον τρόπο και τα εργαλεία για να το πετύχει, αρκεί η Πολιτεία να αποφασίσει να επενδύσει σε αυτές τις μεθόδους που δίνουν ελπίδα για τη συνέχιση της παραγωγής. Είναι καιρός πλέον η Πολιτεία να δείξει ενδιαφέρον για την επιστήμη στη χώρα μας και να σταματήσει η συστηματική αγνόηση των προτάσεων των επιστημόνων. Τα κόστη πιθανότατα να είναι σχετικά υψηλά, αλλά με γενναίες αποφάσεις μπορούν να αποδώσουν τα μέγιστα, έτσι ώστε να παραδώσουμε στα παιδιά μας ένα πλανήτη απαλλαγμένο από τα προβλήματα του παρελθόντος. Επισημαίνεται πως με δεδομένο ότι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του 21ου αιώνα είναι ο ανταγωνισμός της γνώσης, η Ελλάδα έχει δύο επιλογές: Να επενδύσει και εφαρμόσει τα συμπεράσματα της επιστήμης ή να εξαφανιστεί από τον χάρτη και να παραδοθεί στην τύχη της…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το