Πολιτισμός

Μικρές τελετές γραφής

 

Της
Λίνας Θωμά

Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος,
Ροζαμούνδη,
εκδ. Κίχλη,
Αθήνα 2022, σελ. 93
Η έκδοση των έργων του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου από την Κίχλη είναι λίγο πολύ μια επαναγνωριμία: Έρχεται να εξοικειώσει εκ νέου το αναγνωστικό κοινό με το έργο του αξιόλογου αυτού διηγηματογράφου που άφησε το χνάρι της γραφής του στα μεταπολεμικά γράμματα, αποτύπωμα ξεχωριστό. Η λιτή και ευσύνοπτη φόρμα των διηγημάτων του, ο πυκνός, στραγγισμένος λόγος αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του. Ένας λογοτεχνικός μινιμαλισμός, λαξευμένος, χειροποίητος, σχεδόν απτός, μεταφέρεται μέσα από την ακαριαία φράση για να διηγηθεί τα πολλά μέσα από τα λίγα, στρέφοντας την προσοχή του αναγνώστη σε εκείνο κυρίως που παραλείπεται, που αποσιωπάται ή λησμονιέται. Είναι ένα γράμμα – τελεσίγραφο που μεταφέρει τους δικούς του κανόνες του χρόνου, το διάνυσμα μιας γραφής που αρχίζει ίσως εκεί που τελειώνει: Στο ενδιάμεσο μιας ατελείωτης διαδρομής. Τέτοια αισθήματα αποκομίζει ο αναγνώστης από τα σπαράγματα του λόγου του, την ψύχραιμη αφηγηματική φωνή του.
Κι ό,τι έχει επισημάνει η θεωρία για το λεγόμενο «μινιμαλιστικό διήγημα», τα διηγήματα του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου το συγκεντρώνουν και με το παραπάνω: Η φυγόκεντρη γραφή τους έρχεται να αναθεωρήσει, να αναιρέσει και να κινητοποιήσει, ανατρέποντας τις μυθοπλαστικές συμβάσεις της παραδοσιακής αφήγησης, ενθαρρύνει την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη και τον καθιστά συμμέτοχο συνένοχο στο παιχνίδι του νοήματος, αφήνοντας την πόρτα της ερμηνείας ανοιχτή. Οι ιστορίες του, που εξελίσσονται συνήθως δίχως περιγράμματα, μεταφέρουν τη μαρτυρία των αθέατων πραγμάτων, παρόντα ή απόντα στην πλοκή. Έτσι γίνεται: Για να προβληθεί το σύμπαν μέσα σε έναν κόκκο άμμου είναι ανάγκη, κάποιες φορές, το πιο σημαντικό να μην ειπωθεί. Το καθημερινό στιγμιότυπο να λάμψει. Το τετριμμένο ή αμελητέο αντιστοίχως να αναδειχθεί ως εξαιρετικό, μια ηχηρή αδιατάρακτη στιγμή σε έναν άηχο κόσμο.
Αν το έργο του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου ξεκινάει με τέτοιες προδιαθέσεις, στη συλλογή διηγημάτων Ροζαμούνδη φαίνεται να προχωράει ακόμα περισσότερο προς την κατεύθυνση αυτή· ισχυροποιεί τον χαρακτήρα του αναλόγως. Οι έντεκα ιστορίες της – χρονολογημένες από το 1987 – 1995 με έτος πρώτης έκδοσης το 1995 (Νεφέλη) – αντλούν τη θεματική τους από το παρελθόν της μνήμης για να την επεκτείνουν στο ακατοίκητο παρόν που λαμβάνει συχνά τις διαστάσεις του ονείρου. Συνακόλουθα, ο Γ. Δ. Παγανός θα παρατηρήσει εδώ τη διπλή, ασυνείδητη, αλλά και συνειδητή επεξεργασία του ονείρου, ενώ ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου θα κάνει λόγο για διηγήσεις που μεταφέρουν «ψήγματα από μια υπερκείμενη πραγματικότητα, η οποία κινείται στην περιοχή του άλογου, του υπερφυσικού ή και του καθαρά φανταστικού». Όπως και να ’χει, μια αύρα σουρεαλιστικής γραφής φτάνει στον αναγνώστη, μπορεί κι από τις γειτονιές του Εμπειρίκου.
Σταθερός οδηγός και φρουρός της πραγματικότητας (όπως και γενικότερα στα διηγήματα του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου), είναι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής που ξεδιαλύνει το βλέμμα με την αφηγηματική του διαύγεια, υποβάλλοντας, ωστόσο, παράλληλα και μια συσκότιση: Η θολή κι αμφιλεγόμενη διάσταση των πραγμάτων δίνεται με τρόπο συγκεκριμένο και καθαρό. Δεν αμφιβάλλει ο αφηγητής για τις αμφιβολίες του. Συγχέεται μάλιστα σκόπιμα και με τον ίδιο τον συγγραφέα. Τα επίπεδα του πραγματικού μπερδεύονται ξανά – η εξωκειμενική διάταξη μοιάζει να γίνεται κι αυτή μυθοπλασία.
Το λογοτεχνικό αυτό παιχνίδι των διαστρωματώσεων και των αμφίβολων σχέσεων – τι είναι πραγματικό και τι δεν είναι – αποτελεί δυναμικό στοιχείο της πλοκής, οργανώνει την πλοκή και σμιλεύει τη γραφή. Μια υποψία ειρωνείας σημαδεύει τον λόγο, το χιούμορ ως παράγωγο ενός αφηγηματικού παιχνιδιού τρέφει την απόλαυση της ανάγνωσης και προβάλλει το βαθύτερο και συχνά ανυπόφορο μέσα από την ιλαρότητα του λόγου. Διότι αυτός είναι ο βυθός της Ροζαμούνδης: Ένας βαθιά υπαρξιακός, θα λέγαμε, προβληματισμός. Οι νεκροί φίλοι που επιστρέφουν στο όνειρο σαν ζωντανοί ξεδιπλώνουν το γαϊτανάκι του θανάτου σε κάθε γωνιά της αφήγησης κι αναμετρούν την αλήθεια τους, καθώς αναμετριούνται με τον λόγο. Η «μικρή Νέκυια» της Ροζαμούνδης, όπως έχει χαρακτηριστεί, από μια τέτοια δεξαμενή λόγου αντλεί τις πηγές της: Αποσπάσματα ομιλιών, διάλογοι, ένα σχεδόν ανώδυνο καθημερινό κουβεντολόι, φαινομενικά ασύνδετο, αναζωπυρώνει τη γραφή απομονώνοντας την ομιλία «πάνω στη βράση της», όπως θα έλεγε και ο ποιητής, με τους αναγνωριστικούς της ήχους και μόνο. Εδώ η προφορικότητα γίνεται τέχνη κεντρική και η τεχνική της μια αφηγηματική κι αυτή λειτουργία. Κάποια λεκτικά απότοκα («περιμητρικώς», «ποδεία en plo» κ.λπ.) φτιάχνουν το κέφι του αναγνώστη αυτομάτως. Η γιορτή της γλώσσας έχει τον σκοπό της.
Στο ομώνυμο διήγημα που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, το όνομα «Ροζαμούνδη» υποβάλλει ένα αίνιγμα, η παραδοξότητά του ανακατεύει με ευθυμία τα στάσιμα νερά. Γίνεται το αγκίστρι όπου τραβάει μέσα από τον χρόνο μια ιστορία, ανακαλεί τα βιώματα της μνήμης και σκάβει τον αφηγηματικό ειρμό. Μέσα στην εξακολουθητική μετατόπιση της πλοκής, το όνομα αυτό λειτουργεί ενδεχομένως σαν δύναμη κεντρομόλος: μυστήριο στην αρχή, μετά αποκαλύπτεται – το απόρθητο κάστρο της λέξης αλώνεται. Ό,τι μένει είναι το ξεδίπλωμα της αφήγησης μέσα από τη λειτουργία της αναγωγής.
Η μετάβαση, εξάλλου, αποτελεί στα διηγήματα αυτά μόνιμη λίγο πολύ αναφορά και λειτουργία: Μετάβαση από τον έναν τόπο στον άλλο με ποικίλα μέσα, τρένο, πλοίο, αυτοκίνητο, ένας περίπατος ή ταξίδι, μια επείγουσα αναχώρηση προς έναν ακαθόριστο συχνά προορισμό, αλλά και μια μεταφορά στον χρόνο – αυτόν που η ανάμνηση τραβάει. Το ταξίδι στον χώρο γίνεται έτσι ταξίδι στον χρόνο, όπως και σε μια άχρονη φαντασιακή διάσταση που παλεύει παράλληλα με την πραγματικότητα να υπάρξει. Να υπονομεύσει την πραγματικότητα και να φανεί· να ορίσει τους δικούς της όρους – της γλώσσας. Για να αφήσει τον ορισμό του νοήματος ανοιχτό.
Δεν θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί καλύτερα η εκκρεμότητα των πραγμάτων, παρά μόνο με την εκκρεμότητα της σημασίας τους, την αγωνία του προσδιορισμού τους, αλλά και την πολλαπλή σημασιοδότησή τους μέσα από το παιχνίδι της γραφής. Πώς να περιγραφεί αλλιώς η φάρσα του καθημερινού; Ο συγγραφέας καταφέρνει να τραβήξει τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την πραγματικότητα από τη φαινομενική της προβολή, την επιφάνεια από το βάθος της, το ρητό από το άρρητο, χρησιμοποιώντας το ελάχιστο. Οι μικρές αυτές τελετές γραφής είναι μια μύηση του αναγνώστη στον ιδιαίτερο λόγο.
Αξιοπρόσεκτη και η καλαίσθητη έκδοση της Κίχλης με σχέδια της Εύης Τσακνιά, αναδεικνύει την τέχνη του κειμένου με φροντίδα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το