Άρθρα

«Μικρασία χαίρε» 100 χρόνια μετά

 

Η Μικρασιάτισσα στην αναζήτηση νέας ταυτότητας: από τους καταυλισμούς και τον συνοικισμό στην αγορά εργασίας

Αφιέρωμα στις γυναίκες που αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνίζονται

Της
Αρετής Τζανετοπούλου,
διευθύντριας Μουσικού
Σχολείου Βόλου,
δρ. Φιλολογίας

Μια νέα ζωή άνοιγε εδώ στην πρώτη σελίδα της ιστορίας, ένας καινούριος κόσμος ορμούσε με την αισιοδοξία του ξεκινήματος, που κόβει τις πρυμάτσες με τα περασμένα κι ανοίγει πανιά για το φρέσκο, το άγνωστο μελλούμενο. Η γυναικεία εμπειρία της προσφυγιάς αναδεικνύεται κυρίως μέσα στους πρώτους καταυλισμούς και στους προσφυγικούς συνοικισμούς όπου σταδιακά δημιουργείται και βιώνεται μια καινούρια συνείδηση σχετικά με την ταυτότητα, την κοινωνική θέση και τον ρόλο της γυναίκας. Στις περιγραφές των συγγραφέων της γενιάς του τριάντα για την ζωή στους καταυλισμούς και συνοικισμούς πρωταρχικό ρόλο παίζουν τα γυναικεία πρόσωπα. Αυτοί οι χώροι με τις άθλιες και ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, την έλλειψη χώρου, τον συνωστισμό, λειτούργησαν ως επίκεντρο συλλογικού αυτοπροσδιορισμού μέσα σε μία κατάσταση διαρκούς κοινωνικής περιθωριοποίησης του πρόσφυγα.
Η γυναίκα πρόσφυγας αντιστέκεται στις συνθήκες εξαθλίωσης που επικρατούν γύρω της με τις συνήθειες και τις αξίες που φέρει μαζί της από το παρελθόν. Ασυνείδητα η Μικρασιάτισσα καλύπτοντας τις ανάγκες επιβίωσης και διαβίωσης, εκφράζει ουσιαστικά τους δικούς της όρους ύπαρξης και χαράζει τα στοιχεία της ταυτότητάς της. Οι Μικρασιάτισσες ήρθαν αντιμέτωπες με την ανατροπή βιώνοντας την ασυνέχεια στη ζωή τους. Ήρθαν αντιμέτωπες με τον εαυτό τους και την ανάγκη και κλήθηκαν να διαχειριστούν το συμβάν. Η εφευρετικότητα, το πείσμα, ο σκληρός αγώνας της επιβίωσης σε αντίξοες συνθήκες, η κυριαρχική δύναμη να υπερβούν τις αναντίρρητες υλικές στερήσεις διέκριναν τις γυναίκες αυτές. Μέσα στους καταυλισμούς οι γυναίκες δημιουργούν μητροκεντρικές οικιακές ομάδες στις οποίες αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο. Κυριαρχεί η επίγνωση του μεγάλου τους χρέους: να θρέψουν τα παιδιά τους. Κι αυτό το έπραξαν συνειδητά δίχως μελοδραματισμούς και μεγαλοστομίες συγκροτώντας έτσι τη γυναικεία εσωτερικότητα.
Στριμωχτήκανε μια φουρνιά πρόσφυγες στο τζαμί της οδού Κασσάνδρου […]. Σχεδόν μόνο γυναίκες και παιδιά. […] Οι κλάψες δεν ωφελούν. Αν οι άντρες μείνανε στη Μικρασία, ήρθαν τα παιδιά. Αυτά έπρεπε να μεγαλώσουν Και ξαμολύθηκαν όλες για δουλειά. Χτύπησαν πόρτες, προσκύνησαν, πρόσπεσαν, ταπεινώθηκαν, φίλησαν ποδιές κατουρημένες. Καμιά τους δεν το ’βαζε κάτω.
Σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση οι σκέψεις της θείας Άννας στο έργο Πρώτες Ρίζες της Τατιάνας Σταύρου διαμορφώνουν για τη Μικρασιάτισσα την imago της αρχετυπικής μητέρας. Σκέπτουμαι τα παιδιά μου. Κανένα τους σα μεγαλώσει δε θα υποπτευθεί την αγωνία μας. Θα τα διαβάζουνε τα όσα γίνανε στην ιστορία τους όπως εμείς μαθαίνουμε την Κιβωτό του Νώε. Όμως πάλι, δεν θάβρισκα το θάρρος που με στυλώνει αν δεν ήταν γύρω μου αυτά τα τρία πλάσματα. Νιώθω με φόβο και λαχτάρα πως εμείς θα είμαστε οι πρώτες ρίζες! Αυτά οι πρώτοι ανθοί θα λουλουδίσουν ή θα μαραζιάσουνε ανάλογα με τα δικά μας αγκομαχητά. Αν θα βαστάξουμε, αν δε μας τσουρουφλίσει ο ήλιος που καίει σα φοβέρα πάνω από τις χλωμές ζωές μας.
Η Μικρασιάτισσα, πηγή δράσης, αγωνιστικότητας και ενέργειας αλλά και πηγή γονιμότητας, διαμορφώνεται μέσα από τα προσωπικά δράματα και συγκροτεί την προσωπικότητά της.
Οι γυναίκες αλλολούσουμες από την κακοπάθεια και τη βασανισμένη ζωή δεν ήταν όμορφες. Ήτανε κοντές, με χοντρά βυζιά και δυνατά φρύδια. Είχαν όμως όλες τους σχεδόν τα όμορφα καστανά μάτια της φυλής, που άστραφταν από ξυπνάδα και πάθος. Μόλις ψυχόπιασαν κάπως και κούρνιασαν κάτω από ένα κεραμίδι, άρχισαν να παντρεύονται και να γεννάνε. Οι χωριανοί είχαν να το κάνουν. Κατέβαινες στη Σκάλα και δεν έβλεπες προσφυγίνα δίχως παιδί στην αγκαλιά και άλλο στην κοιλιά.
«Η προσφυγιά», γράφει ο Τέλλος Άγρας, «είναι γυναίκα. Είναι το έπος της γυναικός. Η παμπάλαια «μητριαρχία» ξαναζεί στην προσφυγιά, γιατί κι η προσφυγιά είναι μια αρχή ζωής καινούριας, καθώς στάθηκε κάποτε κι αρχή όλης της ανθρώπινης ζωής».
Μέσα στο γενικότερο κλίμα των αλλαγών των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα και με καταλυτικό γεγονός τη Μικρασιατική καταστροφή, η Μικρασιάτισσα ανέλαβε να κάνει κάθε δουλειά για να θρέψει την οικογένειά της. Αυτές οι ξεπατρισμένες γυναίκες σταμάτησαν τα μοιρολόγια και ανέλαβαν δράση. Η απώλεια, η ανάμνηση της ευτυχισμένης πατρίδας και η βίωση της ανατροπής δεν τις καθήλωσε στον «όποιο» οικιακό χώρο τους αναλογούσε. Οι Μικρασιάτισσες πέρασαν στον δημόσιο χώρο συνειδητοποιώντας την ανάγκη να επουλώσουν τη ρήξη της συνέχειας στον ατομικό κύκλο της ζωής τους. Έγιναν «δούλες», πλύστρες, παραδουλεύτρες, εργάτριες, ασχολήθηκαν με το ράψιμο, το κέντημα, έφτιαχναν νταντέλες, έγιναν μοδίστρες. Η απόφασή τους για εργασία υπαγορεύθηκε από την αδυσώπητη ανάγκη για επιβίωση. Για τις Μικρασιάτισσες η εργασία, τη δεδομένη στιγμή, ήταν ανάγκη και προϋπόθεση της ύπαρξής τους. Σήμαινε την επιβίωση και την αντιμετώπιση της ζωής αλλά και την αναγνώριση της ύπαρξής τους μέσα από τη διαχείριση των προσωπικών δραματικών βιωμάτων και των ιστορικών ωρών του ελληνισμού. Η ραπτική και το πλέξιμο ήταν οι οικιακές εργασίες που έγιναν στους δύσκολους καιρούς μέσο επιβίωσης και δημιουργίας αλλά και συνέχισης των «γυναικείων» επαγγελμάτων. Τότε να ’βλεπες, Σμύρνη τις γυναίκες. … Μονομιάς ξέχασαν τους σκοτωμούς. Ξέχασαν τον ξεριζωμό, την προσφυγιά. Ξέχασαν τα καλά και τ’ αγαθά. Ξέχασαν ότι είναι γυναίκες άβγαλτες κι ανήμπορες. Ξέχασαν ότι δεν ξέρανε καμιά δουλειά, καμιά τέχνη, όξω απ’ το νοικοκυριό τους. Αυτές οι γυναίκες νιες και μεσόκοπες, ακόμα και γριές, σήκωσαν το βάρος της προσφυγιάς. […] Τη δεύτερη παρουσία ζήσανε οι ξεπατρισμένες γυναίκες. […] Και ρίχτηκαν στη δουλειά. […] Γίνανε δούλες, πλύστρες, παραδουλεύτρες, εργάτριες… ό,τι θες. Όποια ήξερε να πιάνει το βελόνι τα βόλεψε καλύτερα. Το βελόνι έγινε τέχνη: ράψιμο κέντημα, νταντέλα. Ποιος δε θαύμασε το περίφημο κοχάκι; Οι πλεκτοβελόνες δε σταματούσαν. Πλέκαν, πλέκαν.. Κάλτσες, φανέλες, ζακέτες, μπλούζες, φουστάνια. Τι να πω για τα χυτά του κορσέ; … Κουρτίνες, τραπεζομάντιλα, κουβέρτες, μπέρτες, μαντήλες. Αυτά τα πλήρωναν οι μαγαζάτορες για ένα κομμάτι ψωμί. … Σε δυο τρία χρόνια τα κορίτσια το ρίξανε στο κέντημα της μηχανής. Με την αποζημίωση, τα πιο πολλά σπίτια αγοράσανε κι από μια μηχανή Σίγκερ με πόδια… Έτσι κατάφεραν να χορτάσουν ψωμί τα παιδιά τους. … Σέρνουνται γυναίκες και άντρες όλη μέρα και ρεύουνε ψάχνοντας να βρούνε τρόπο να το καταφέρουνε (να κερδίσουν το ψωμί) […] γυναίκες από τη Μικρασία […] να διαλαλούνε στους δρόμους κουλουράκια ή καμιά πετσέτα και σεντόνι που γλίτωσε από τη φωτιά. Κυλιούνται από την αυγή ως τη νύχτα αλλαλιασμένες, θλιβερές, παράταιρες με ό,τι υπάρχει γύρω τους.
Οι γυναίκες, μετά το πρώτο σάστισμα που επέφερε η προσφυγιά, αντιμετωπίζουν κατάματα τις δυσκολίες και αποφασίζουν να δράσουν. Αναγνωρίζουν την ανάγκη και δυναμώνουν την αντοχή και την ανοχή τους. Γίνονται ράφτρες, μοδίστρες, υφάντρες, αγρότισσες μεταμορφώνοντας το εγώ τους για τις απαιτήσεις της νέας ζωής και της νέας ταυτότητας συμμετέχοντας έτσι, στον καταμερισμό της εργασίας. Η παραδοχή της δύναμης της γυναίκας να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και να μην υπολείπεται των ανδρών, ούτε ακόμη και στις πιο σκληρές συνθήκες εργασίας, αποδεικνύεται με τις Μικρασιάτισσες που βρέθηκαν σε αγροτικές περιοχές και δούλεψαν σκληρά πολεμώντας τα ίδια τα στοιχεία της φύσης. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις οι συνθήκες ζωής στις αγροτικές περιοχές κάνει πιο δύσκολο αλλά και πιο μεγαλειώδη τον αγώνα των γυναικών που παραμένει ίδιος και σημαντικός: να εξασφαλίσουν το ψωμί των παιδιών τους.
Άσε τις αγρότισσες. Η αγρότισσα βρέθηκε με τη σακατεμένη οικογένειά της στην εξορία του Αδάμ. Βαλτονέρια κατσάβραχα, ξερολιθιά, αλμυρό υπέδαφος. Αυτός ήτανε ο κλήρος της. Ούτε φως, ούτε νερό, ούτε δρόμοι, ούτε σπίτια. Ένα τσαντήρι, ένα τσαρδάκι, ένα παραγκάκι, ένα μισογκρεμισμένο πλιθόσπιτο. Κι αρχίζει τον πόλεμο με τα στοιχεία της φύσης. Με τις αναβροχιές, τις πλημμύρες, το χαλάζι. Παλεύει με τις παγωνιές του χειμώνα, την κάψα του καλοκαιριού. … Μια η λαχτάρα της. Να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά της.
Η προσφυγιά ετοιμάζει έναν ενεργητικότερο ρόλο για τη Μικρασιάτισσα και οι συγγραφείς δεν παραμελούν να καταδείξουν τον νέο ρόλο της γυναίκας που αναζητά εργασία: [η Καλλιώ] ένιωθε πως μόνο εκεί μέσα στον πολύ κόσμο, στο ανακατεμένο πλήθος, στα μαγαζιά, στα γραφεία, θα εύρισκε δουλειά. […] Μόνο με τη δουλειά θα βλέπανε πάλι θεού πρόσωπο.
Ο «παραδοσιακά» γυναικείος κόσμος γίνεται αφετηρία από την οποία οι Μικρασιάτισσες πορεύονται και δίνουν τη δική τους απάντηση στα αιτήματα των καιρών.
Άρχισαν οι πρόσφυγες να καταπιάνονται με δικές τους δουλειές. Η Ελπίδα, η χήρα από την Καισάρεια, έστησε ένα αργαλειό στην παραγκούλα της, αντίκρυ στο Διοικητήριο κι άρχισε να υφαίνει χαλιά. Η Καλλιόπη από τα Άδανα πήρε μια πλεκτομηχανή. Πολλές αγοράσανε ραπτομηχανές Σίγγερ με πόδια κι όλη μέρα κεντούσαν. Η Νάσαινα αποτέλειωσε το σπίτι. Έκανε κι ένα καμαράκι στην αυλή και το νοίκιαζε.
Οι γυναίκες τολμούν και ζητούν δουλειά. Η Μικρασιάτισσα γεννιέται, ζει και δημιουργεί από το μηδέν. Στο πλαίσιο των ιστορικών και κοινωνικών ανατροπών συναινεί ως ώριμο και ελεύθερο άτομο και ως αρχιτέκτονας του πεπρωμένου της να επιλέξει τρόπους ζωής στην καινούρια της πατρίδα ανακαλύπτοντας πτυχές του χαρακτήρα της άγνωστες μέχρι τότε. Ορισμένες φορές η επιτυχία αποτελεί ένα προσωπικό στοίχημα της γυναίκας, η οποία συνειδητά δρα ενάντια στις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. Θα μπορούσαμε, μιλώντας γενικότερα για τον αγώνα της γυναίκας προς τη χειραφέτηση, να προσθέσουμε ότι χωρίς την αμφισβήτηση παραδοσιακών κοινωνικών ρόλων και πρακτικών και χωρίς την αντίδραση προς τις κατεστημένες αντιλήψεις δεν ήταν δυνατό να διατυπωθεί μια ενιαία στρατηγική που να περιλαμβάνει όλες τις γυναίκες ως κοινωνική κατηγορία. Αυτόν τον αγώνα τον αναλαμβάνουν οι Μικρασιάτισσες.
Παρατηρούμε ότι τα διαφορετικά όρια του «εγώ» της γυναίκας της Μικράς Ασίας αρχίζουν να ορίζονται με βάση την προσωπική σχέση με τον εαυτό της και σχηματίζουν τη νέα τους γυναικεία ταυτότητα. Η γυναίκα ενεργοποιείται ως υποκείμενο, με συνέπεια η εργασία να αποτελέσει ένα από τα στοιχεία της ταυτότητας της Μικρασιάτισσα.
Η Ελληνίδα Μικρασιάτισσα μοιάζει μεταφορικά με την Αργώ, το μυθικό πλοίο των Αργοναυτών του οποίου κάθε μαδέρι, κάθε σκοινί, κάθε καρφί χρειάστηκε να αντικατασταθεί, τόσο μακρύ ήταν το ταξίδι. Το πλοίο που επέστρεψε στο λιμάνι, χρόνια αργότερα ήταν από υλική άποψη εντελώς διαφορετικό από εκείνο που είχε ξεκινήσει, ωστόσο επρόκειτο πάντα για το ίδιο πλοίο, την Αργώ. Η Μικρασιάτισσα έχασε πολύτιμα στοιχεία της ζωής της, ανθρώπους, χώρους, πολιτισμό, συνήθειες αλλά πάνω από τις τραγικές περιστάσεις της ιστορίας και πέρα από τα ατομικά δράματα δοκιμάστηκε από τη συλλογική περιπέτεια και επιδόθηκε σε μια συλλογική αλλά και ατομική αναζήτηση.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το