Πολιτισμός

Μια παραίνεση για ένα άλλο βλέμμα στην Ελλάδα

Της Μαρίας Σπανού

Στον Βόλο βρέθηκε, πριν από λίγο καιρό, ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος, για την παρουσίαση του νέου του βιβλίου, «Όπου και να ταξιδέψω». Την εκδήλωση οργάνωσαν η Ένωση Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας και Ευβοίας, τα PUBLIC και οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, με κύριο ομιλητή τον Κώστα Αδαμάκη, αρχιτέκτονα, καθηγητή της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τον ίδιο τον συγγραφέα και με συντονιστή τον πρόεδρο της ΕΣΗΕΘΣτΕ Δημήτρη Χορταργιά.
Με όχημα το νέο του βιβλίο «Όπου και να ταξιδέψω», ο συγγραφέας μας προσκαλεί σε μια αλλιώτικη βόλτα σε 24 ελληνικές πόλεις. Ακολουθώντας μια διαδρομή από την Καλαμάτα και την Ερμούπολη ώς την Άρτα, τα Ιωάννινα και τη Φλώρινα και από το Ηράκλειο ώς την Ξάνθη, ο Βατόπουλος επιχειρεί, μέσα από τα κείμενα και τις φωτογραφίες του, μια αποτύπωση του αστικού χώρου στην Ελλάδα, καθώς το ασκημένο, υποκειμενικό του βλέμμα εστιάζει στην ατμόσφαιρα αυτών των πόλεων, φορτισμένων με πολλαπλές σημάνσεις. Με αφετηρία την Αθήνα όπου μεγάλωσε, θυμάται τις οικογενειακές του εξορμήσεις σε πόλεις μικρές και μεγάλες. Την πρώιμη εκείνη Ελλάδα των παιδικών του χρόνων, που αγάπησε τόσο, δεν έπαψε ποτέ να παρακολουθεί από διάφορα, κάθε φορά, μετερίζια. Και δεν ήταν μόνον οι πόλεις της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας που ασκούσαν πάνω του ένα είδος σαγήνης. Ήταν και τα κάθε λογής και χαρακτήρα χωριά, ακόμη και εκείνα τα σιωπηλά κτίσματα των εθνικών οδών. Ήταν όλες αυτές οι μικρές πατρίδες, που συνήθως βρίσκονταν λίγο παράμερα από την κεντρική συζήτηση.

Τις πόλεις τις είδε σαν πλήρεις οντότητες. Ήθελε να κατανοήσει την αστική πολιτιστική τους διαδρομή, που ένιωθε «ότι ήταν παραμελημένη, αγνοημένη, υποτιμημένη και σε απόσυρση». Μέσα τους εντόπισε τη μικροϊστορία τους, το πνευματικό τους υπόβαθρο και όλα εκείνα που συνιστούν αυτό που λέμε, με διαφορετική κάθε φορά εννοιοδότηση, πολιτιστικό απόθεμα. Αυτό ιχνηλατεί στο βιβλίο του, αφού πρώτα σκύβει στο βαθύ πηγάδι της μνήμης, την οποία επικαιροποιεί με νέες εικόνες που συλλέγει με κόπο και πάθος, περιηγούμενος. Εκπαιδευμένος στην αστική ιχνηλασία περιηγείται στο σώμα της Ελλάδας με λαχτάρα να ανακαλύψει τις σκεπασμένες με λήθη πληγές της και να ταξινομήσει τα υλικά της τεκμήρια, τα ορατά και τα αόρατα. Η διασπορά και η ανομοιογένεια όλων των στοιχείων που συγκροτούν τον αστικό πολιτισμό τον συναρπάζει. Δεν στέκεται μόνο στα μνημεία και τα αρχιτεκτονικά ορόσημα του κάθε τόπου. Μέσα από τον παλμό της κάθε πόλης που επισκέπτεται νοιώθει την αύρα της, ζει τη ζωντάνια της με μάτι διείσδυσης στο παλιό και το νέο.
Όταν ο Βατόπουλος περπατάει σε κάποια από αυτές, νοιώθει σαν να περπατά ανάμεσα από όλες τις στρώσεις της ιστορίας και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τις οποίες συχνά καταγράφει, χωρίς να αμελεί αλληλεπιδράσεις, επιρροές και ιστορίες συμβίωσης. Νοιώθει τη δύναμη των συμβολισμών, του προφανούς και του ανεξιχνίαστου. Σε άλλες περιπτώσεις, αρκεί ένα απέριττο αστικό κατάλοιπο να του εξάψει τη φαντασία και να τον γεμίσει με συναισθήματα και ερωτήματα. Ενθουσιάζεται με τις παραδοξότητες και τις παραλληλίες που του γεννούν συνειρμούς. Με πνεύμα ρομαντισμού αφουγκράζεται τις φωνές των πόλεων. Αυτό που ηθελημένα διαλαλούν αλλά και τις σιωπές τους. Χαίρεται με τις φωτεινές εξάρσεις τους. Θλίβεται με τις σκιές και τις αλλοιώσεις τους, από τη φύση ή τη βία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κάθε φορά προσεγγίζει στοργικά κάποιο ιστορικό σπάραγμα, όπως θα έκανε επισκεπτόμενος έναν άγνωστο μοναχικό ηλικιωμένο σε κάποιο ίδρυμα. Αυτό που έχει σημασία για εκείνον είναι η υπεραξία των πόλεων αυτών σε μια παλίμψηστη θεώρηση, αρχιτεκτονικού ύφους, εκλεκτικών συγγενειών, ιστορικής νοηματοδότησης σε τοπικό επίπεδο, αλλά και σε διασύνδεση με τον εθνικό κορμό, σε συνδυασμό με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον.

Στην περιπλάνησή του αυτή, θέση έχουν και οι τέσσερεις θεσσαλικές πόλεις, στις οποίες καταγράφει καλοπροαίρετα το απόθεμα με τη δική του αισθητική, ανατρέποντας αρκετά στερεότυπα. Ανασυσταίνοντας τα ίχνη του αστικού ιστορικού του παρελθόντος, με μια νέα ματιά καταλήγει για τη Λάρισα: «To μέλλον της Λάρισας τρέχει ήδη…Οι σκιές μακραίνουν». Για τα Τρίκαλα γράφει: «Tα Τρίκαλα, στην καρδιά της χώρας, θα μπορούσαν να είναι μεγάλος κόμβος όπως και όλες οι πόλεις της Θεσσαλίας. Είναι και τα Τρίκαλα μια «πρωτεύουσα». Θα επιστρέφουμε». Για την Καρδίτσα σημειώνει: «Στους δρόμους της Καρδίτσας πλημμυρίζει το μυαλό με σκέψεις, για το πώς μπορεί αυτή η πόλη να γίνει ακόμη καλύτερη, περισσότερο ελκυστική και εξωστρεφής. Από μόνη της ζητάει και άλλη εξερεύνηση….».

Στον Βόλο επισημαίνει το σήμα ζωής σειράς γενεών που είχαν την πόλη πατρίδα. Γοητεύεται με τη θέση και την εγγενή νεωτερικότητά του. Μια πόλη, μεγάλο χωνευτήρι, που παραμένει δυναμική και εξόχως ενδιαφέρουσα με νησίδες αστικής ομορφιάς. Αναρωτιέται πως θα ήταν ο περίφημος Βόλος του Μεσοπολέμου, ιχνηλατώντας αποθέματα που διασώζονται και όσα υπάρχουν μόνο στη φωτογραφική της κληρονομιά. Η ανθολόγηση των καινοτομιών και των συμβάσεων του Βόλου καθιστά τον κάθε περίπατο γι’ αυτόν ξεχωριστή εμπειρία. Από τον ωραιότερο μεγάλο περίπατο στην Αργοναυτών, έως και άλλα απόμερα σημεία της, όπως εκείνο το σιωπηλό μεσοπολεμικό κτίριο της 28ης Οκτωβρίου, που όταν αντίκρισε, φαντάστηκε να ξετυλίγεται μπροστά του ένα απόκοσμο θέαμα, «σαν σε θεατρικό σκηνικό, ένα θέαμα αστικής ποίησης απρόβλεπτο, γκροτέσκο… σαν να έβλεπα ένα σκηνικό του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, στην ίδια του τη γενέτειρα».

Καθώς διάβαζα το βιβλίο του Ν. Βατόπουλου, ένοιωθα ότι διάβαζα πατριδογνωσία, γραμμένη λογοτεχνικά και με πολύ συναίσθημα. Το κάθε του κεφάλαιο θα μπορούσε να είναι και από ένα κινηματογραφικό σενάριο. Είδα τον συγγραφέα ως πεπειραμένο θεματοφύλακα των τόπων αυτών και ως νοσταλγικό τοποτηρητή τους, που θέλει ν’ απελευθερώσει τα μυστικά τους και τις κρυμμένες δυνάμεις τους. Ως ένα αφηγητή, που διηγείται γοητευτικές ιστορίες, που όλες μαζί και η κάθε μια χωριστά δίνουν μια εικόνα μεγαλύτερη από αυτή που φαίνεται στις 24 αυτές πόλεις. Ως ένα εμψυχωτή, που υποστηρίζει ότι υπάρχει χώρος να δημιουργηθεί μια άλλη ταυτότητα της ελληνικής περιφέρειας. Με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση αναγέννησής της στο μέλλον. Θυμήθηκα τέλος το βιβλίο του Δανού αρχιτέκτονα Jan Gehl «Η ζωή ανάμεσα στα κτήρια» (2013), που λέει ότι η κουλτούρα του δημόσιου χώρου δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο, αλλά καλλιεργείται. Το «Όπου και να ταξιδέψω» είναι μια παραίνεση για ένα άλλο βλέμμα στην Ελλάδα. Ένας στοχασμός πάνω στην αναδιάταξη του αστικού χώρου του χτες και του αύριο. Το ταξίδι, όπως είπε ο ίδιος, συνεχίζεται…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το