Αθλητισμός

“Η Νίκη είναι η ζωή μου” – Ο γηραιότερος φίλαθλος των «κυανολεύκων» Κώστας Καϊάφας μιλά στη «Θ»

Όλα ξεκίνησαν το 1922, όταν στο λιμάνι του Βόλου έφθαναν καραβιές προσφύγων από τη Σμύρνη και τα περίχωρά της ,μετά την καταστροφή και οι χιλιάδες αυτοί άνθρωποι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να πνίξουν τον πόνο, την απόγνωση και την απελπισία. Η φτώχεια ήταν αξεπέραστη και ο ανδρικός πληθυσμός πάλευε για ένα μεροκάματο. Ο ντόπιος πληθυσμός δεν είδε εκείνα τα χρόνια με καλό μάτι τους νεοφερμένους Έλληνες του ξεριζωμού. Παρόλα αυτά δεν το έβαλαν κάτω και συνέχισαν να δίνουν τον καθημερινό τους αγώνα για τη νίκη σε μία νέα πατρίδα, καθώς εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους και αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τις αλύτρωτες πατρίδες του Ελληνισμού. Η εγκατάσταση των χιλιάδων προσφύγων στα βόρεια της πόλης, στην περιοχή που ονομάσθηκε Νέα Ιωνία, για τις αναμνήσεις όλων, δημιούργησε νέες συνθήκες και νέες συνήθειες.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΣΤΟΝ ΗΛΙΑ ΣΧΟΡΤΣΙΑΝΙΤΗ

Για όσους θυμούνται, για όσους θέλουν να μάθουν και για όσους γνωρίζουν τον γηραιότερο ενεργό φίλαθλο της Νίκης Βόλου, Κώστα Καϊάφα, με οικογενειακές ρίζες από το Εγγλεζονήσι. Την εποχή που η ένδοξη, ιστορική και ανόθευτη Νίκη Βόλου 1924 έδινε τις ανυπέρβλητες μάχες μέσα σε σκληρούς αγωνιστικούς χώρους, ο Κώστας Καϊάφας με σθένος και τόλμη έδινε βροντερό «παρών», τόσο στις εντός, όσο και στις εκτός έδρας αναμετρήσεις της «κυανόλευκης’» ομάδας, την οποία ακολουθεί μέχρι και σήμερα και δε χάνει ποτέ αγώνα παρά τα 90 του χρόνια.

Καταφέραμε και τον συναντήσαμε στο Καφέ «Κίνηση», το παραδοσιακό στέκι των φιλάθλων της Νίκης Βόλου δίπλα από το ιστορικό γήπεδο «Παντελής Μαγουλάς» στην οδό Μαιάνδρου στη Νέα Ιωνία. Ο ίδιος δέχθηκε με μεγάλη χαρά και εξομολογήθηκε τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, βιοπαλαιστής της ζωής, πως κατάφερε να επιζήσει στην Κατοχή του ‘40, αλλά και να αναφερθεί στην αγαπημένη του ομάδα, τη Νίκη Βόλου, για την οποία στο τέλος της αποκαλυπτικής μας συνέντευξης, εμφανώς συγκινημένος, δήλωσε πως είναι η ζωή του. Επίσης, δεν παρέλειψε να τονίσει τις διαφορές ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους ντόπιους. Αναλυτικά τα όσα μας δήλωσε ο αειθαλής και περήφανος μπαρμπά Κώστας, που αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τις νεότερες και μελλοντικές γενιές, ξετυλίγοντας το κουβάρι των ανεξίτηλων αναμνήσεων του:

Ας γυρίσουμε λίγο το χρόνο πίσω και να μας πείτε, πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

«Το 1922 μια οικογένεια με 14 παιδιά και ένας πατέρας με καΐκι εμπορικό, καθώς πραγματοποιούσε ταξίδια, φθάνει στον Άγιο Κωνσταντίνο και οι μανάδες αντλούσαν νερό με τουλούμπες, ενώ οι ντόπιοι δεν μας υποδέχθηκαν καλά και η φιλοξενία τους ήταν άσχημη. Γεννήθηκα στην πλατεία Ρήγα Φεραίου στις 14/6/1930 σε έναν παλιό στρατώνα, στον οποίο ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί πρόσφυγες .Στην ηλικία των έξι ετών διέμενα στη Νέα Ιωνία στα «Τούβλαινα» (Εθνικών Αγώνων με Θράκης) σε ένα δωμάτιο κάτω από δύσκολες συνθήκες διαβίωσης»

Από την πρόσφατη βράβευση του Κώστα Καϊάφα από τη διοίκηση της ΠΑΕ Νίκη

Με ποιον τρόπο αντιμετωπίσατε τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και πως καταφέρατε να επιζήσετε;

Κατ’ αρχάς είμαι ο μοναδικός επιζών από την 14μελή οικογένεια μας. Το 1941 οι Γερμανοί τορπίλισαν το καΐκι του πατέρα μου με αποτέλεσμα ο ίδιος να σκοτωθεί στα 51 του χρόνια, όπως και δύο γαμπροί του και ένας αδερφό μου. Οι αδερφές μου δούλευαν στο Ματσάγγου και λάμβαναν μία οκά τσιγάρα η καθεμία, αλλά έκαναν ανταλλαγή στον κάμπο με λάδι, στάρι, τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης.

Στην ηλικία των 11 χρόνων παρακολουθούσα όλα αυτή την τραγική κατάσταση και κατάφερα να επιζήσω στο κρησφύγετο του θείου μου, στο καΐκι του στο λιμάνι. Δε θα ξεχάσω όμως ένα μπλόκο στα Παλιά του Βόλου, όπου χτύπαγαν τους άνδρες με τις λαβές των όπλων, τους αιχμαλώτισαν στην «Κίτρινη Αποθήκη» και τελικά εκτέλεσαν 19 ψυχές στην σημερινή περιοχή, όπου στεγάζεται ο Σταθμός των Υπεραστικών ΚΤΕΛ Μαγνησία».

Πως προέκυψε η ενασχόληση σας με την ποδοσφαιρική ομάδα της Νίκης Βόλου και ποια γεγονότα σημάδεψαν τα προπολεμικά της χρόνια;

«Από την ηλικία των πέντε ετών παρακολουθώ τη Νίκη Βόλου, που έδωσε τους πρώτους της αγώνες στο πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου τα προπολεμικά χρόνια. Τη δεκαετία του 1930 το πρώτο γήπεδο της Νίκης, ήταν δίπλα από το «Παντελής Μαγουλάς» (σ.σ. ιδρυτής και μεγάλος ηγέτης της χρυσής Νίκης) ,ιδιοκτησίας Νίκου Μπακουλάκη, που μετά πωλήθηκε στον ΣΕΚ, αργότερα ΟΣΕ. Επίσης, την περίοδο 1940-1945 ελάχιστα ήταν τα παιχνίδια που δόθηκαν, όχι βέβαια από τα επίσημα σωματεία, αλλά από τους ποδοσφαιριστές που είχαν το κουράγιο μέσα στον πόλεμο, την πείνα και τις άλλες κακουχίες, να παίζουν ποδόσφαιρο, πότε με Ιταλούς και πότε μεταξύ τους».

Ποιο ήταν το σημαντικότερο ματς που αποτυπώθηκε στη μνήμη σας;

«Προσωπικά έχω χάσει μεροκάματα για την Νικάρα. Ακολούθησα την αγαπημένη μου ομάδα σε όλα τα εκτός έδρας παιχνίδια, κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες. Χαραγμένο στην μνήμη μου θα μείνει το παιχνίδι με την ΑΕΚ τη «χρυσή» εξαετία του 60’, που το καμάρι της Προσφυγιάς μεσουρανούσε στην Α’ Εθνική. Βρισκόμασταν στο «Φαρδύ» σ.σ. (Λεωφόρος Ειρήνης) και αφού κατανάλωσα 10 25άρια, κατευθύνομαι για το γήπεδο. Κατά την είσοδο μου πέφτω στην κόγχη της λαμαρίνας από την πόρτα και έρχομαι σε φραστική αντιπαράθεση με τον χωροφύλακα, ενώ με την ολοκλήρωση του αγώνα με οδηγούν στο αστυνομικό τμήμα και μετά από μία ημέρα ταλαιπωρίας στο κρατητήριο».

Το κλίμα που επικρατούσε και ο παλμός που χτυπούσε στις καρδιές των φιλάθλων της Νίκης;

«Όταν πηγαίναμε στο γήπεδο δίναμε τον καλύτερο μας εαυτό και στηρίζαμε και εμψυχώναμε μέχρι τέλους τις προσπάθειες των ποδοσφαιριστών μας. Για εμάς τους Νικιώτες και τις Νικιώτισσες η Νίκη είναι θρησκεία, οικογένεια, πατρίδα, Ευαγγελίστρια»

Προσωπικά έχεις ξεχωρίσει ποδοσφαιριστές που εντυπωσίασαν με τις περγαμηνές τους, αλλά άφησαν ανεξίτηλο και το στίγμα τους;

«Όλοι οι ποδοσφαιριστές της Νίκης Βόλου ήταν ένας κι ένας. Δε μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον και δε θέλω να το κάνω, διότι θα αδικήσω και θα ξεχάσω κάποιον».

Εκείνες τις δύσκολες εποχές κυριαρχούσε ο ρομαντισμός της φανέλας;

«Βέβαια. Οι ποδοσφαιριστές έπλεναν τα ρούχα τους, έβαφαν και μπάλωναν τα παπούτσια τους στον Κατσαλή, δεν διέθεταν τις ανέσεις που υπάρχουν στη σημερινή εποχή. Το έμψυχο δυναμικό της Νίκης απαρτιζόταν από παιδιά γέννημα-θρέμμα στην πλειοψηφία τους από τη Νέα Ιωνία, εργατικά, τίμια παλικάρια, όχι από μεγάλα τζάκια, τα οποία μάτωναν για την φανέλα».

Διαφορές που διαπίστωσες ανάμεσα σε πρόσφυγες και ντόποιους;

«Οι πρόσφυγες διέθεταν καλοσύνη και ήταν ξεχωριστοί άνθρωποι, καθώς μπορούσαν να προσφέρουν ένα πιάτο φαγητό ή ένα ποτήρι νερό σε έναν περαστικό, σε αντίθεση με αυτούς. Εμείς μάθαμε στους ντόπιους το ποδόσφαιρο, τη διασκέδαση, το τσίπουρο, τα θαλασσινά».

Όσον αφορά τις καθημερινές τηλεφωνικές παρεμβάσεις στην εκπομπή του αγαπητού Γιώργου Μαστρογιάννη στον Blue Heart fm;

«Αγαπώ και εκτιμώ όλα τα παιδιά του ραδιοφώνου, ιδιαίτερα τον Γιώργο Μαστρογιάννη, όπου στέλνω πάντα τις καλημέρες μου, μοιράζομαι την αγωνία και τους προβληματισμούς μου κάποιες φορές ,ενώ στέλνω πάντα το μήνυμα της ενότητας στις τάξεις των φιλάθλων της Νίκης».

Πριν από λίγες ημέρες, τόσο εσύ όσο και ο Γεώργιος Ρουμελιώτης, τιμηθήκατε από τη διοίκηση της Νίκης Βόλου. Ποια πρόσωπα επιθυμείς να ευχαριστήσεις;

«Δεν έλειψα ποτέ από το γήπεδο και ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την διοίκηση της ομάδας για την εκτίμηση στο πρόσωπο μου, τους παίκτες, τον προπονητή και να τονίσω στα αδέρφια μας, τους Νικιώτες, πως τους αγαπώ πολύ και εύχομαι να πάρουν τα χρόνια μου και να έρχονται στο γήπεδο να στηρίζουν την ομάδα».

Τι σημαίνει για εσάς η Νίκη Βόλου;

«Η Νίκη Βόλου είναι η ζωή μου. Όταν χάνει δε μπορώ να κοιμηθώ. Είμαι όλη τη νύχτα στο πόδι».

Κλείνοντας, μια ευχή για τη νέα χρονιά;

«Εύχομαι σε όλο τον κόσμο καλή χρονιά, με υγεία πάνω απ’ όλα και σε όλους τους Νικιώτες να κυριαρχεί αγάπη και ομόνοια, ώστε να καμαρώσουμε την αγαπημένη μας ομάδα σε μεγαλύτερες κατηγορίες».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το