Πολιτισμός

Μαριαλένα Σπυροπούλου: Το καλό παιδικό βιβλίο συνδημιουργεί με το παιδί την ιστορία

Η Μαριαλένα Σπυροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Εργάζεται ιδιωτικά ως ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια. «Οι Πριγκίπισσες Τσιμπώ – Μαλλιά Κανταΐφι» από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος σε εικονογράφηση Λέλας Στρούτση είναι το έκτο της βιβλίο. Έχει γράψει μυθιστορήματα, παιδικά και μια ποιητική συλλογή. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογές ηλεκτρονικές και εκδόσεις, ενώ άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο.

Συνέντευξη
ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

«Μαλλιά κανταΐφι», ο τίτλος του βιβλίου σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Είναι η πρώτη ιστορία από τις Πριγκίπισσες Τσιμπώ. Οι Πριγκίπισσες Τσιμπώ είναι δύο αδερφές, η Έλλη και η Αλίκη, που μεγαλώνουν σε μια οικογένεια. Η μικρή κόρη της οικογένειας, η Έλλη μάς αφηγείται μέσα από τα μάτια της ιστορίες από τη ζωή της. Από τη σχέση της με την αδερφή της, από τη σχέση της με τη γιαγιά και τους γονείς της, από το πώς βλέπει το σχολείο, τους συμμαθητές, τις φίλες της. Είναι ένα κορίτσι που μοιάζει με όλα τα κορίτσια, αλλά όχι όπως νομίζουμε εμείς πώς είναι τα κορίτσια. Έτσι όπως κάποια κορίτσια είναι μέσα τους. Αρκετά έντονα, ανατρεπτικά, με χιούμορ και που ψάχνουν τη θέση τους σε έναν καθωσπρέπει κόσμο την ώρα που αυτά σαν να γεννήθηκαν πάντα για να κάνουν τα «λάθος» πράγματα. Φυσικά και δεν υπάρχουν σωστά ή λάθος πράγματα, αλλά να, αυτά καμιά φορά έτσι αισθάνονται κοιτάζοντας τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο.

Για τη συγγραφή ενός παιδικού – εφηβικού βιβλίου υπάρχει μια αφορμή που συνήθως αφορά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά της ηλικίας αυτής. Τι ώθησε εσάς για να γράψετε τα Μαλλιά κανταΐφι;
Αφορμή ήταν για μένα και για την κόρη μου η καραντίνα που βιώσαμε όλοι, μέσα σε αυτά τα προηγούμενα τρία χρόνια, μιας πρωτοφανούς πανδημίας. Κλεισμένοι όλοι στο σπίτι και με ένα αίσθημα θλίψης και απελπισίας κάποιες φορές, ένιωσα την ανάγκη να γράψω για την Ήβη – η οποία ζορίστηκε μέσα στην πανδημία, κλεισμένη στο σπίτι χωρίς τις φίλες της – αλλά και για μένα μια ιστορία που θα μας διασκεδάσει. Το έγραφα κυρίως για να γελάσουμε. Κάθε φορά που τελείωνε ένα κεφάλαιο της το έδινα και το διάβαζε και γελούσαμε. Καμιά φορά τής το διάβαζα και ενώ το έγραφα και αν γελούσε, ένιωθα ότι κάτι καλό γίνεται. Νομίζω ότι λειτουργώ με βάση τη δική μου ανάγκη και την αναζήτηση απόλαυσης. Δεν νιώθω υποχρεωμένη να γράψω κάτι επί τούτου, ούτε λειτουργώ με πίεση εκδοτική. Οι Τσιμπώ γεννήθηκαν από μια μεγάλη ανάγκη για γέλιο και μια ακόμα μεγαλύτερη αγάπη στα κορίτσια αυτού του κόσμου, που έχουν αρκετά βάρη στην ψυχή και στο σώμα τους από πολύ νωρίς.

Υπάρχει ο παιδικός σας εαυτός στις σελίδες του βιβλίου;
Ναι υπάρχει. Νομίζω ότι είναι το πιο αυτοβιογραφικό μου βιβλίο. Αυτοβιογραφικό όχι με την κυριολεξία των επεισοδίων και των συμβάντων, αλλά με την αίσθηση, όπως εγώ τουλάχιστον μπορώ να ανακαλέσω αυτή την αίσθηση από την ανάμνηση της παιδικής μου ηλικίας. Κρατώ μέσα μου φυλαγμένο αυτό το κορίτσι, είναι ένας δείκτης και οδηγός για τη ζωή μου, για να αποφεύγω κακοτοπιές, την ώρα που εκείνο έπεφτε συνέχεια μέσα σε αυτές, αλλά κυρίως για να θυμάμαι το αληθινό ένστικτο που είχε για τους ανθρώπους. Τους μυριζόταν. Και υπάρχει ακόμα για να με καθοδηγεί στις πολλές μεταμφιέσεις και στα πολλά πρόσωπα του ενήλικου κόσμου.

Χρησιμοποιείτε τη γλώσσα των σύγχρονων παιδιών χωρίς περικοπές. Ποιο θεωρείτε πως είναι το όριο στις εκφράσεις μας όταν απευθυνόμαστε σε παιδιά;
Εγώ είμαι συγγραφέας και δεν πιστεύω ότι τα παιδιά κινδυνεύουν από μένα να τους μάθω κάτι που δεν ξέρουν ή να τα μυήσω σε έναν κόσμο κινδύνου που αυτά αγνοούν. Εγώ πιστεύω ότι τα παιδιά τα ξέρουν όλα. Το ζήτημα εδώ είναι αν εσύ μέσα σου παραμένεις αυθεντικός μέσα στον παιδικό σου εαυτό και όχι διεστραμμένος ή με διάθεση να κανοναρχήσεις και να εκπαιδεύσεις ή να νουθετήσεις. Δεν πιστεύω στην πολλή νουθεσία, κρύβει πολύ σκοτάδι, όπως αντιπαθώ τη σαγήνη που ασκούν οι μεγάλοι στα παιδιά λαϊκίζοντας. Εγώ γράφω όπως τα νιώθει η Έλλη. Δεν προσβάλλω κανέναν, τα παιδιά σκέφτονται άγρια και εκφράζονται ελεύθερα, αρκεί να τους το επιτρέψουμε. Άλλωστε δεν πιστεύω στην πολιτική ορθότητα. Και αν οδηγήθηκα στην ψυχανάλυση πέρα από οποιαδήποτε άλλη σχολή ψυχοθεραπείας ήταν ακριβώς για αυτόν το λόγο. Γιατί αναζητώ ένα νόημα, δεν έχω τις απαντήσεις ούτε πιστεύω ότι εγώ είμαι τόσο σημαντική που θα κατευθύνω τη σκέψη κάποιου. Ακόμα και των παιδιών. Για αυτό διαφωνώ και με πολλά από τα βιβλία που βγαίνουν.

Σε ποιο βαθμό ο ρόλος της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπεύτριας συντελεί στο χτίσιμο των χαρακτήρων των ηρώων σας;
Είμαι η γνώση μου. Δεν έχω κάποιον ρόλο ούτε υποδύομαι κάτι που όταν γυρίσω σπίτι πατώ ένα κουμπί και τον σβήνω. Δεν ξέρω να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Μου την κάνουν από το πρώτο μου βιβλίο, από τη Ρου (Μεταίχμιο 2016) και είναι εύλογο γιατί οι άνθρωποι φαντάζονται και προβάλλουν στον άλλον ό,τι έχουν εκείνοι μέσα στον κόσμο τους. Όταν λοιπόν έγραφα ιστορίες ενηλίκων με ρωτούσαν αν τις αλιεύω από το γραφείο μου. Στα παιδικά αναρωτιούνται αν γράφω βάσει μιας επιστημονικής ιδέας ή θεωρίας. Δεν συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά γιατί απλώς δεν είμαι τόσο οργανωμένη εγώ η ίδια ως project εαυτού ή ως μάρκετινγκ προϊόντος. Την ίδια στιγμή όμως οι σπουδές μου, η δουλειά μου, οι αναλύσεις μου, οι εποπτείες μου είμαι εγώ. Είναι η σκέψη μου, ο εαυτός μου, αυτό που με πολύ κόπο κατόρθωσα να δημιουργήσω μέσα από την πρώτη μαγιά της ψυχικής μου ύλης. Νομίζω σε αυτό το βιβλίο απελευθερώθηκα ακόμα πιο πολύ και άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να σκεφτεί και να γράψει με την ευχή να ανοίξει έστω σε ένα παιδί έναν κόσμο ότι υπάρχει ελεύθερη σκέψη και οι σκέψεις μας δεν μας βλάπτουν ούτε κάνουν σε κάποιον κακό. Άλλωστε δεν θα πάμε στο καλό αν δεν γνωρίσουμε λίγο το κακό μέσα μας.

Πολλά παιδικά βιβλία διεκδικούν τη θέση τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Εκτιμάτε πως προωθούνται και βραβεύονται τα καλά βιβλία;
Δεν γνωρίζω να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Βλέπω να βγαίνουν πολλά και καλά βιβλία, όχι τόσο καλά όσο είναι τόσο πολλά. Αλλά αξιόλογες εκδόσεις και πολύ καλές εικονογραφήσεις. Και μου αρέσει το παιδικό βιβλίο ως αντικείμενο, ως έργο τέχνης και ως περιεχόμενο. Εγώ όχι μόνον για την κόρη μου, αλλά για μένα την ίδια είναι σημαντικό να διαβάζω παιδικά βιβλία και να βλέπω ταινίες που απευθύνονται στα παιδιά. Τα παρακολουθώ ανελλιπώς. Γιατί με ανακουφίζουν, με συγκινούν και περνάω καλά. Τώρα όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, είμαι κυριολεκτικά στον κόσμο μου. Δεν έχω καμία σχέση με το σινάφι, εάν υπάρχει σινάφι στην Ελλάδα δηλαδή για το οτιδήποτε, είμαι μακριά από παρέες, από κλίκες από γνωστούς κ.λπ. Κανείς δεν πιστεύει πόσο στην ουσία είμαι κοσμοκαλόγερος τελικά σε κάποιον βαθμό. Οπότε δεν έχω ιδέα τι βραβεύεται, πώς επιλέγεται, με τι κριτήρια κ.λπ. Είδα ότι οι Τσιμπώ σε κάποιες λίστες δεν μπήκαν, όπως και ότι δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα οι δημοσιογράφοι του βιβλίου μέχρι στιγμής, αλλά δεν ξέρω γιατί συνέβη αυτό ή πώς να το ερμηνεύσω. Δεν με πειράζει να σας πω και την αλήθεια. Βγαίνουν άλλωστε τόσα πολλά βιβλία που είναι και λογικό να μην μπορεί κάποιος να τα παρακολουθήσει όλα. Και το γούστο είναι τελικά προσωπική υπόθεση, άσχετα αν θέλουμε να δώσουμε υπεραξία στην υποκειμενική κρίση του κριτή ή του «επαΐοντα».

Τι ποσοστό ευθύνης πιστεύετε πως έχουν οι κριτικοί και τι οι ίδιοι οι αναγνώστες στη διαμόρφωση της υπάρχουσας κατάστασης στο εκδοτικό τοπίο της χώρας μας;
Δεν γνωρίζω. Είμαστε πολύ μικρή χώρα και τελικά δεν νομίζω ότι παίζουν ρόλο όλα αυτά στους αναγνώστες. Ξέρω ότι υπάρχει κάτι που παίζεται ανάμεσα σε κάποιους εκδοτικούς με κάποιους κριτικούς και κάποια βιβλιοπωλεία και ίσως και κάποια βραβεία, αλλά δεν ξέρω τι παιχνίδια είναι αυτά οπότε μόνο να τα φαντάζομαι μπορώ και αφήνω και περιθώρια να είναι έτσι ή να μην είναι και καθόλου έτσι. Θα σας απαντήσω όπως θα απαντούσε η Έλλη: Βαριέμαι.

Ασχολείστε με τη συγγραφή βιβλίων που ανήκουν σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Τι σημαίνει, τελικά, για εσάς η συγγραφή;
Τι σημαίνει για μένα να γράφω; Να παιδεύομαι, να ονειρεύομαι, να ματώνω, να επανέρχομαι σε εμβρυακή στάση, να πενθώ, να αναμοχλεύω τα υλικά μου, να μεγαλώνω και κυρίως να γράφω σημαίνει να χτυπώ μία μία τις λέξεις στο πληκτρολόγιο και παλιότερα στο χαρτί για να νιώθω στο πετσί μου τη μαστορική του ανθρώπου του μόχθου. Να ζω και όχι μόνον να επιβιώνω, κάνοντας μια απολύτως χειρωνακτική και επώδυνη εργασία σώματος και ψυχής.

Ποια στοιχεία θεωρείτε πως οφείλει να έχει ένα παιδικό βιβλίο;
Ένα παιδικό βιβλίο για μένα καλό θα είναι να είναι ελεύθερο και όχι τόσο καλουπωμένο. Να έχει ελεύθερους συνειρμούς, να μη δίνει μασημένη τροφή, να μοιράζεται με τον αναγνώστη και να μην του μαθαίνει, να μην του υποδεικνύει. Να συνδημιουργεί με το παιδί την ιστορία.

Το ανά χείρας βιβλίο ανήκει στη σειρά Πριγκίπισσες Τσιμπώ. Ετοιμάζετε το δεύτερο βιβλίο;
Έτσι λέω, έχει ξεκινήσει το δεύτερο, θέλω να πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά και θα ολοκληρωθεί. Το πρώτο έχει την τύχη μιας ωραίας επιμέλειας του Μάνου Μπονάνου, την εικονογράφηση την υπέροχη της Λίλας Στρούτση και την αγάπη των εκδόσεων Παπαδόπουλος. Πιστεύω ότι η Έλλη και η Αλίκη θα έχουν μέλλον τώρα που έχουν σπίτι και καλούς φροντιστές.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το