Πολιτισμός

Λένα Καραφέρη-Κεχαγιά: Βαρύ φορτίο η ορφάνια, η αγάπη όμως τη νικά

Τον πόνο της ορφάνιας, που είναι χαραγμένος στα βάθη της ψυχής τους, μπορούν να τον νιώσουν μονάχα όσοι στερήθηκαν τη στοργή της μάνας και του πατέρα. Όταν όμως υπάρχει αγάπη, γιατρεύεται και η πιο μεγάλη πληγή που μπορεί να προκαλέσει η έλλειψη του γονιού στη ζωή ενός παιδιού. Η Λένα Καραφέρη-Κεχαγιά έγραψε με τρυφερότητα για τις αναμνήσεις της μητέρας της, Κυριακής Καλογήρου, η οποία ορφάνεψε επτά χρόνων κορίτσι στα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά βρήκε θαλπωρή στο Άσυλο Παιδιού Βόλου.

Η συγγραφέας παρουσίασε στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου το βιβλίο «Τόσο απλό ν’ αγαπάς», προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση στο κοινό που γέμισε ασφυκτικά κάθε γωνιά της αίθουσας που φιλοξένησε τη χθεσινοβραδινή εκδήλωση. Η κ. Καραφέρη-Κεχαγιά δανείστηκε τον στίχο από ένα τραγούδι που έλεγαν τα παιδιά, τα οποία φιλοξενούνταν προπολεμικά στο άσυλο. «Μ’ αυτές τις τέσσερις λέξεις ξεκινούσε το ομώνυμο τραγούδι που έλεγαν τα «ασυλάκια», όπως αποκαλούσαν τότε τα ορφανά που ζούσαν στο Άσυλο Βόλου. Το τραγουδούσαν κάθε μέρα, ώστε να τους γίνεται βίωμα. Και πολλά χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα μου δημιούργησε τη δική της οικογένεια, το Άσυλο εξακολούθησε να κατέχει περίοπτη θέση στη διαπαιδαγώγηση, τόσο του αδερφού μου, όσο και τη δική μου, αφού φρόντιζε να μας λέει καθημερινά ιστορίες και να μας τραγουδά», εξομολογήθηκε χαρακτηριστικά, προτού καλέσει στο πάνελ των ομιλητών την 88χρονη μητέρα της, μεγάλη πρωταγωνίστρια της ξεχωριστής ετούτης βραδιάς.

Η Κυριακή Καλογήρου γεννήθηκε το 1930 στην Καλαμαριά. Οι γονείς της είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Μικρασία. Ο πατέρας της ήταν καπνέμπορος, ο οποίος όμως έφυγε νωρίς από τη ζωή, ενώ ζούσαν στη Θεσσαλονίκη. Η μητέρα της, καπνεργάτρια στο επάγγελμα, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τον Βόλο, αλλά προσβλήθηκε από φυματίωση, που μάστιζε την Ελλάδα τα χρόνια εκείνα. Έτσι το 1937 με παρέμβαση ενός θείου της, η επτάχρονη τότε Κυριακή, βρέθηκε τρόφιμος στο Άσυλο που ήταν στη συνοικία των Παλαιών και πριν θρηνήσει τον θάνατο της μητέρας της, κράτησε βαθιά μέσα της την πιο όμορφη ανάμνηση της γυναίκας που την έφερε στον κόσμο. «Το επισκεπτήριο ήταν μία φορά κάθε δεκαπέντε ημέρες. Μία και μοναδική φορά μ’ επισκέφτηκε η μάνα μου. Άλλη δεν πρόλαβε. Ακόμη τη θυμάμαι να μου γνέφει στην αυλόπορτα. Δεν μ’ άφησαν να την πλησιάσω, λόγω της αρρώστιας της. Εντούτοις, σ’ όλη μου τη ζωή αισθανόμουν τις φτερούγες της να μ’ αγκαλιάζουν», ανέφερε μεταξύ άλλων το σχετικό απόσπασμα που ανέγνωσε η συγγραφέας κ. Χαρούλα Φράγκου, η οποία έζησε κι εκείνη στο Άσυλο και πρόπερσι κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό βιβλίο για τα βιώματά της με τίτλο «Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες» (μίλησε επίσης η καθηγήτρια Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ντίνα Μουστάνη).

Η μικρή Κική, η οποία ήταν η τρόφιμος Νο 61 στο ίδρυμα, μίλησε επίσης για τις τραγικές αναμνήσεις της πρώτης ημέρας που κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. «Ήμασταν όλοι φοβισμένοι, κλαίγαμε από τις σειρήνες που ηχούσαν. Μας μάζεψαν οι «δεσποινίδες του ασύλου», όπως λέγαμε τότε τις γυναίκες που βοηθούσαν αφιλοκερδώς και 100 παιδιά ξεκινήσαμε με τα πόδια από τα Παλιά στην Αγριά. Θυμάμαι την κ. Κασιοπούλου, η οποία κρατούσε δύο μωρά στην αγκαλιά της κι έτρεχε να βρει ένα κάρο για να τα βάλει επάνω. Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Εάν αυτό δεν ήταν αγάπη, τότε τι είναι;», διερωτήθηκε 78 χρόνια μετά, ενώ δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει την κόρη της, που έγραψε με πόνο ψυχής για τις αναμνήσεις της.
Και ποιος ξέρει… Η παιδική ζωγραφιά της Κυριακής Αποστόλου, που απεικόνιζε τον «Μουντζούρη», το τρενάκι του Πηλίου με το οποίο τα «ασυλάκια» πήγαιναν τα καλοκαίρια στο Σουτραλί και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο, μοιάζει με αντίδωρο στο παγκάρι της ψυχής από ένα κορίτσι που πάσχιζε να ενώσει τα σπασμένα της ζωής του, αλλά απάλυνε τον πόνο του χάρη στην αγάπη που εισέπραττε στο Άσυλο Παιδιού Βόλου.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το