Πολιτισμός

Κώστας Ακρίβος: Δώρο της λογοτεχνίας να εισχωρείς στο πανάγιο έρεβος μιας ψυχής

Συνέντευξη στην: ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

Κάθε βιβλίο του Κώστα Ακρίβου αποτελεί αξιοσημείωτο εκδοτικό γεγονός για τους αναγνώστες όχι μόνο της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Μαγνησίας, αλλά και όλης της Ελλάδας.
Φέτος επέστρεψε με τη δική του «Ανδρωμάχη», εκείνη που μέσα από την οπτική του, τις διηγήσεις και τη συγγραφική του δεινότητα έχει ήδη αποκτήσει μια από τις υψηλότερες θέσεις στις προτιμήσεις των αναγνωστών.
Η συζήτηση που ακολουθεί έγινε με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου στον Βόλο ,την Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022, στις 7 μ.μ., στο κτήριο Παπαστράτου (αμφιθέατρο «Δ. Σαράτσης») του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στον Βόλο.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο συγγραφέας και αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Σπύρος Κιοσσές και η πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Νομού Μαγνησίας Βίκυ Μαντζώρου.
Αποσπάσματα διαβάζει η φιλόλογος Ιουλία Βαλατσού.
Συντονίζει η δημοσιογράφος Ροσσάνα Πώποτα.


«Ανδρωμάχη» ο τίτλος του βιβλίου σας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τι υποδηλώνει το ωμέγα που επιλέξατε και βάλατε στη θέση του όμικρον;
Τα ‘φερε έτσι η τύχη, ώστε μια σειρά από πολλούς άντρες να σημαδέψουν τη ζωή της Ανδρομάχης: Εφτά αδέρφια – μια περίπου ανάλογη περίπτωση με εκείνη που συναντάμε στο «Τραγούδι του νεκρού αδερφού»-, τρεις σύζυγοι, τέσσερα αρσενικά παιδιά… Και μαζί ο Αχιλλέας, που θα σκοτώσει τα αδέρφια της και τον πρώτο της άντρα, τον Έκτορα, και βέβαια ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα, που θα την σύρει αιχμάλωτη στη Φθία και καθ’ οδόν θα τη βιάσει. Επομένως, το εσκεμμένο ορθογραφικό λάθος έρχεται να υπογραμμίσει το πλήθος των ανδρών που ταυτίστηκαν με τη ζωή της, άλλοι απ’ αυτούς με θετικό και άλλοι με αρνητικό πρόσημο.

Τι ήταν αυτό που σας εντυπωσίασε περισσότερο στην ιστορία της Ανδρομάχης, ώστε να γίνει έμπνευση του ανά χείρας βιβλίου σας;
Οι γυναίκες στα ομηρικά έπη καταδικάζονται σε ένα παιχνίδι αέναης υπομονής και θρήνου, ενώ οι άνδρες έχουν το κλέος σαν παράσημο. Αυτή είναι η δίκαιη ή άδικη «μοιρασιά» που επιφυλάσσει η ιστορία για τα δύο φύλα. Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις, όχι σπάνιες, που η ιστορία γίνεται ακόμα πιο σκληρή απέναντι στο γυναικείο φύλο. Είναι όταν η μοίρα του ηττημένου, καλύτερα: Της ηττημένης, γίνεται ζοφερή με την αιχμαλωσία ή, το πιο οδυνηρό, με τον βιασμό. Αλλά ακόμα και ο θρήνος για την απώλεια κάποιου αγαπημένου στο πεδίο της μάχης, συζύγου, τέκνου, πατέρα, πιστεύω πως δεν είναι λιγότερο επώδυνος από τη σωματική καταισχύνη. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ζωή της Ανδρομάχης, με τα τόσα δεινά που της επιφύλαξε η μοίρα, γεγονός που με ώθησε να αναμοχλεύσω λογοτεχνικά τον βίο της.

Αποτελούν τα ομηρικά έπη έργα στα οποία προστρέχετε συχνά;
Η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» είναι τα ωραιότερα παραμύθια που μας έρχονται μέσα από τα βάθη του χρόνου. Το πρώτο περιγράφει έναν πόλεμο σε όλες του τις εκφάνσεις, ώστε στο τέλος καταλήγει να γίνεται αντιπολεμικό έπος. Το άλλο αφηγείται ένα ταξίδι με τέτοια αφηγηματική ενάργεια, με αποτέλεσμα να δοξάζεται η έννοια της νοσταλγίας. Τα πρόσωπα, οι καταστάσεις, οι συνθήκες, οι αξίες αλλά και οι μη αξίες που διαποτίζουν αυτά τα δύο μεγάλα ποιήματα αφορούν κατά κύριο λόγο εκείνο που θα λέγαμε ανθρώπινη ύπαρξη: τον άνθρωπο ως μονάδα, τον άνθρωπο ως μέλος του κοινωνικού συνόλου. Πράγματα δηλαδή όχι μόνο διαχρονικά, αλλά και σημερινά, επίκαιρα. Με την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές ανθρώπων, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Ήρωες και ιδανικά συνόδεψαν και συνοδεύουν τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων. Επιστρέφω συχνά σ΄ αυτά τα σπουδαία ποιήματα, γιατί είναι σαν να βαφτίζεσαι διαρκώς σε μια πεντακάθαρη ανθρωπολογική μα και γλωσσική πηγή.

Συναντούμε την Ανδρομάχη στην Ιλιάδα, σε δύο τραγωδίες του Ευριπίδη αλλά και σε νεότερους συγγραφείς, ενώ παράλληλα διαβάζουμε πως θεωρείται η «μάνα» της τραγωδίας. Πόσο η δική σας «Ανδρωμάχη» προεκτείνει, συμπληρώνει, ενισχύει ή ακυρώνει όσα ήδη έχουν γραφτεί για εκείνη;
Βασική αρχή για τη λογοτεχνία, όταν καταπιάνεται με υπαρκτά πρόσωπα, είναι η μελέτη και η έρευνα γύρω από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Δεν μπορείς να μη σεβαστείς ή να παρακάμψεις τις ιστορικές και λογοτεχνικές πηγές, να μην προβληματιστείς με τις κάθε είδους καταθέσεις γύρω από το αντικείμενο που απασχολεί και σένα. Όλα αυτά, μέχρις ενός ορισμένου σημείου. Η δική σου καταγραφή απαιτεί, κυρίως, την τολμηρή προσωπική σου ματιά. Πολλές φορές το σέβομαι εξελίσσεται σε ανατρέπω, το μελετώ σε προεκτείνω, το ασπάζομαι σε προδίδω. Στην περίπτωση της Ανδρομάχης, οι καταγραφές από τον Όμηρο, τον Ευριπίδη, τον Ρακίνα και άλλους ήταν για μένα από τη μια η πρωταρχική βάση, από την άλλη όμως έγινε ο σπινθήρας για να εκκινήσει ο δικός μου λογοτεχνικός βηματισμός. Δεν έμεινα μονάχα σε όσα γνωρίζουμε, μελετώντας τη βιογραφία της. Επεξεργάστηκα τις γκρίζες ή άγνωστες ζώνες της ζωής της, διαμόρφωσα την ψυχολογία της εισχωρώντας λεπτομερειακά στις διακυμάνσεις του βίου της. Είναι κι αυτό ένα δώρο που σου προσφέρει η λογοτεχνία: Να εισχωρείς στο πανάγιο έρεβος μιας ψυχής για να φέρεις στον κόσμο το μύχιο φως της.

Ποια στοιχεία της ζωής και του χαρακτήρα της θεωρείτε ότι αποτελούν και διαχρονικές αξίες;
Κάποια στιγμή στον εξομολογητικό της μονόλογο η Ανδρομάχη θα αυτοχαρακτηριστεί «ζωντανό πένθος». Όλη η ζωή της κύλησε μέσα σε αλλεπάλληλες απώλειες: Γονείς, αδέρφια, σύζυγος, το νήπιο παιδί της… Όλους τους είδε να χάνουν τη ζωή τους με τον πιο οικτρό τρόπο. Και όμως. Αυτή η γυναίκα κατάφερε να σταθεί στα πόδια της, να παλέψει με τις χειρότερες αντιξοότητες που μπορεί να διανοηθεί άνθρωπος και να επιβιώσει. Το κουράγιο, το πείσμα, η ψυχραιμία, το «πέφτω μια φορά και σηκώνομαι δύο» είναι από τα πιο ιδιαίτερα γνωρίσματα του χαρακτήρα της. Ίσως στο πρόσωπο της Ανδρομάχης καθρεφτίζονται διαχρονικά όλες εκείνες οι γυναίκες που είδαν τη ζωή τους να ποδοπατείται με τον χειρότερο τρόπο. Δυστυχώς, αυτό το φαινόμενο δεν έχει εκλείψει ούτε σήμερα, ίσα ίσα που γιγαντώνεται, είτε με τον πόλεμο λόγου χάρη στην Ουκρανία είτε με τις γυναικοκτονίες στο Ιράν αλλά και σε όλο τον κόσμο.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Καλά και ωφέλιμα τα ιάματα της αυτογνωσίας, της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης – τα συνιστούν, μάλιστα, ένθερμα οι ψυχολόγοι και οι ψυχαναλυτές. Όταν όμως υπερβαίνουν τα όρια, τότε τρέφουν και γιγαντώνουν σε επικίνδυνο βαθμό το εγώ. Είναι ο εγωισμός το μεγαλύτερο εμπόδιο για να ακούσεις τον άλλον, να αποδεχτείς τον άλλον, να συμμεριστείς την άποψή του, να απλώσεις το χέρι σου σε ένδειξη συμφιλίωσης ή βοήθειας στον κατατρεγμένο, τον άστεγο, τον πρόσφυγα και τον μετανάστη; Ρητά και κατηγορηματικά, είναι. Ίσως γιατί αυτό το αίσθημα της ατομικής ιδιοτέλειας είναι εκείνο που μας περιχαρακώνει σε μια τακτική ζωής που μας εμποδίζει να δούμε και να πράξουμε το καλό. Και όταν λέω καλό εννοώ το υπέρτατο αγαθό της αλληλεγγύης.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Με εντυπωσίασαν τρία βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων: «Τα πρωτοβροχια – Μικρή ιστορία ενηλικίωσης» του Σπύρου Κιοσσέ, η «Λυκοχαβια» του Κώστα Μπαρμπάτση και το «Ώπα – Ώπα, μπλάτιμοι» του Κωνσταντίνου Δομηνίκ. Νέο λογοτεχνικό αίμα, δυνατές αφηγηματικές φωνές. Μία απόδειξη ότι η πεζογραφία μας καλά κρατεί, ανανεώνεται με καινούργιο δυναμικό και χρόνο με τον χρόνο γίνεται συνεχώς καλύτερη. Και, βέβαια, είμαι ακόμη συνεπαρμένος από το βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα «Ο Χριστός στα χιόνια – Εφτά νύχτες στον κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι», ένα βιβλίο κόσμημα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Ήταν η περίοδος της πανδημίας γόνιμη για εσάς αναγνωστικά και συγγραφικά;
Ακολούθησα την προτροπή των παλιών αριστερών όταν ήταν στη φυλακή: «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ». Όχι ότι και πριν από την πανδημία δεν υπήρχαν πολλές ώρες απομόνωσης, η συγγραφή το απαιτεί κάτι τέτοιο, αλλά οι ώρες και οι μέρες εγκλεισμού λόγω της πανδημίας μάς δοκίμασαν όλους, μιας και ο προηγούμενος ηθελημένος αυτοεγκλεισμός έγινε τώρα με την πανδημία καταναγκαστική υποχρέωση, οπότε πλήθυναν και οι διάφορες λογοτεχνικές καταγραφές, όπως βέβαια και τα αναγνώσματα. Έτσι, μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναδιαβάσω, με άλλα τώρα μάτια, την «Ιστορία» του Θουκυδίδη και τους «Αδερφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογιέφσκι.

Ασχολείστε με τη συγγραφή ή έκδοση κάποιου νέου βιβλίου;
Αν και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ έλεγε πως δεν πρέπει να μιλάμε για βιβλία προτού γίνουν βιβλία, μάλλον επειδή πολλές φορές τα αρχικά σχεδιάσματα καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων, το τελευταίο διάστημα με απασχολεί η ζωή και το έργο του ελληνορουμάνου συγγραφέα και φίλου του Ν. Καζαντζάκη, Παναΐτ Ιστράτι. Διαβάζω τα βιβλία του και ό,τι έχει γραφτεί για αυτόν, συγκεντρώνω υλικό και μάλιστα το καλοκαίρι ταξίδεψα στη γενέτειρά του, τη Βραΐλα της Ρουμανίας, μια πόλη – κόσμημα, για να επισκεφτώ το μουσείο με τα προσωπικά του εκθέματα και να περιηγηθώ στους τόπους των νεανικών του χρόνων. Αν με το καλό ολοκληρωθεί αυτό το συγγραφικό εγχείρημα, νομίζω πως θα αποτελεί ένα είδος άτυπης τριλογίας μαζί με το «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς» και το «Πότε διάβολος πότε άγγελος», καθώς θα κλείσει ένας κύκλος με τρεις έκκεντρους ανθρώπους, που ο καθένας άφησε το ιδιαίτερο στίγμα του αντίστοιχα στην οικολογία, την ιστορία και τη λογοτεχνία. Αλλά – το επαναλαμβάνω – όλα αυτά είναι ακόμη σχέδια επί χάρτου, που πολύ εύκολα μπορεί να τα πάρει και να τα σηκώσει ο αέρας του εφήμερου και του απρόβλεπτου.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το