Τοπικά

Kαθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας εξηγούν γιατί προτίμησαν την Ελλάδα από ΗΠΑ και Βρετανία

 

Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γιάννης Κουτεντάκης, Νίκος Αράβας, Γιώργος Μέτσιος μεταφέρουν τις εμπειρίες τους από εκπαιδευτικά ιδρύματα της Βρετανίας και των ΗΠΑ και εξηγούν τους λόγους που τους οδήγησαν να επιστρέψουν στη χώρα τους, προκειμένου να προσφέρουν τις γνώσεις τους.
Αφού τονίζουν πως η έλλειψη αξιοκρατίας, όπως και οργάνωσης σε συγκεκριμένες δομές, πανεπιστημιακές και μη, σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες οικονομικές απολαβές και το αυξημένο κόστος ζωής είναι βασικοί λόγοι για τους οποίους πολλοί Έλληνες μένουν στο εξωτερικό, στη συνέχεια προσφέρουν τις πολύτιμες συμβουλές στους νέους που ανοίγουν τα δικά τους φτερά.

Ο Γιάννης Κουτεντάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου «Η άσκηση είναι φάρμακο – Ελλάς». Πριν από την επιστροφή του στην Ελλάδα και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, διετέλεσε εθνικός προπονητής κωπηλασίας Μεγάλης Βρετανίας, επιστημονικός συνεργάτης της Βρετανικής Ολυμπιακής Επιτροπής, και καθηγητής εφαρμοσμένης φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Wolverhampton.


Ο Νίκος Αράβας είναι καθηγητής της Υπολογιστικής Μηχανικής στο Τμήμα Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα ήταν καθηγητής στο University of Pennsylvania (PENN) των ΗΠΑ. Σήμερα έχει επίσης τον τίτλο του World Premier International Professor στο International Institute for Carbon-Neutral Energy Research του Kyushu University στην Ιαπωνία και κατέχει τη θέση του Adjunct Professor στο University of Illinois at Urbana-Champaign.

Ο Γιώργος Μέτσιος είναι καθηγητής Πρώτης Βαθμίδας στην Κλινική Εργοφυσιολογία και μέλος της Επιστημονικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ρευματολογικών και Μυοσκελετικών Παθήσεων (EULAR). Η έρευνα του επικεντρώνεται στη μελέτη βιολογικών και φυσιολογικών μηχανισμών σε μη-μεταδιδόμενα νοσήματα.

– Ποιοι λόγοι σας ώθησαν να επιστρέψετε στην Ελλάδα και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας;
Γ. Κ.: Δύο ήταν οι κύριοι λόγοι. Ο πρώτος εμφανίστηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες στη Σεούλ το 1988! Εκεί βρέθηκα ως επιστημονικός συνεργάτης της Βρετανικής Ολυμπιακής Ομάδας και, όπως ήταν φυσικό, ήλθα σε επαφή με την αντίστοιχη Ελληνική. Σύντομα, όμως, διαπίστωσα ότι παρότι Έλληνες και ξένοι βρισκόμασταν σε ένα περιβάλλον με κοινούς κανόνες, κοινά διατροφικά χαρακτηριστικά, κοινούς αγωνιστικούς χώρους, κ.λπ., η ύπαρξη ορισμένων ελληνικών ιδιαιτεροτήτων ήταν αυτή που τελικά οδηγούσε στην αγωνιστική, και όχι μόνο, ήττα. Η μπάλα ήταν μονίμως στην κερκίδα! Ο δεύτερος λόγος προστέθηκε χρόνια αργότερα όταν ο γιός μας – μόλις 5 ετών τότε και γεννημένος στο εξωτερικό – ρώτησε σε άπταιστα αγγλικά: Εμείς τι είμαστε, Έλληνες ή Εγγλέζοι; Μία δύσκολη ερώτηση χωρίς εύκολη απάντηση, ανοίγοντας τελικά την πόρτα της επιστροφής.
Ν. Α. Ο ήλιος και η θάλασσα, η οικογένεια και λίγοι καλοί φίλοι, αλλά και η επιθυμία μου να συμβάλλω στην ανάπτυξη ενός νέου (τότε) πανεπιστημίου στην Ελλάδα.
Γ. Μ. Η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν πάντα στο μυαλό μου, από τον πρώτο χρόνο που έκανα το μεταπτυχιακό μου σε Πανεπιστήμιο της Αγγλίας. Βέβαια, προσπαθώντας να βρω την ευκαιρία να γυρίσω, έμεινα στην Αγγλία 18 χρόνια. Οι κύριοι λόγοι που γύρισα είναι δυο: α) ήθελα τα παιδιά μου να μεγαλώσουν σαν Έλληνες με τα ήθη και έθιμά μας, τις παραδόσεις μας και γενικά όλα τα θετικά και τα αρνητικά μας και β) για να προσπαθήσω να βοηθήσω στην δημιουργία ενός Τμήματος, με σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας και έρευνας. Επίσης, ο καιρός και η κοινωνική ζωή της Ελλάδας είναι πραγματικά πολύ καλύτερα από τις βόρειες χώρες του εξωτερικού. Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας είναι εδώ που σπούδασα και ήταν πάντα όνειρό μου να γυρίσω στο συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο.

– Μια άλλη χώρα ενδεχομένως υποσχόταν καλύτερη επαγγελματική εξέλιξη και ακαδημαϊκή καριέρα. Γιατί δεν επιλέξατε τη διαμονή στο εξωτερικό;
Γ. Κ. Πράγματι, οι προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης ήταν μεγάλες στην περίπτωσή μου. Μέσα σε λίγα χρόνια βρέθηκα σε υψηλόβαθμες θέσεις στο Βρετανικό Ολυμπιακό Ιατρικό Κέντρο και, λίγο πριν την επιστροφή, ήμουν ήδη στην βαθμίδα του Καθηγητή σε πανεπιστημιακό τμήμα Βιο-ιατρικής, με οικονομικές απολαβές τριπλάσιες των αντίστοιχων Ελληνικών. Όμως ποτέ δεν ένιωσα την Αγγλία ως σπίτι μου, μου έλλειπε η θάλασσα και το γαλάζιο χρώμα της, η γεύση των λαχανικών και φρούτων, ενώ πάντα ήθελα να κάνω κάτι για το «χωριό» μου.
Ν. Α. Όλες οι μεταπτυχιακές σπουδές μου και ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής μου σταδιοδρομίας έγιναν στις ΗΠΑ. Με τα σημερινά δεδομένα, θα επέλεγα και πάλι να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στις ΗΠΑ, εάν ήμουν νέος. Οι γνώσεις που απέκτησα ως μεταπτυχιακός φοιτητής στις ΗΠΑ είναι ανεκτίμητες και σημάδεψαν τη μετέπειτα επιστημονική μου εξέλιξη. Είχα πάντοτε την επιθυμία να επιστρέψω στην Ελλάδα και το έκανα.
Γ. Μ. Το να μείνω στην Αγγλία ήταν η πιο εύκολη λύση προσωπικά για μένα, διότι η ερευνητική ομάδα και το εργαστήριο – τα οποία πήραν χρόνια να στηθούν – ήταν σε εξαιρετικό επίπεδο. Ο επαναπατρισμός και το ξεκίνημα από την αρχή ήταν ο δύσκολος δρόμος. Η κοινωνική ζωή και οι δυνατές ανθρώπινες και οικογενειακές σχέσεις, είναι πολύ καλύτερα στην Ελλάδα, το οποίο είναι καλό και για την οικογένεια, αλλά και σε προσωπικό επίπεδο.

– Ποια κίνητρα χρειάζεται να δοθούν ώστε να επιστρέψουν και άλλοι αξιόλογοι επιστήμονες;
Γ. Κ. Μιλώντας με Έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικό, εύκολα συμπεραίνεται ότι το ο κύριος αποτρεπτικός για την επιστροφή τους λόγος δεν είναι ο οικονομικός. Είναι η έλλειψη αξιοκρατίας, και, κυρίως, το δικαίωμα που απέκτησαν τα κόμματα και ορισμένοι «γνωστοί – άγνωστοι» να παρεμποδίζουν ή και να καθορίζουν την ακαδημαϊκή λειτουργία, ιδίως στα λεγόμενα «κεντρικά» ιδρύματα. Συνεπώς, στο ερώτημα «ποια κίνητρα χρειάζεται να δοθούν ώστε να επιστρέψουν και άλλοι αξιόλογοι επιστήμονες» η απάντηση είναι: να εδραιωθεί ο θεσμός της αξιολόγησης, και να επιστρέψουν τα πανεπιστήμια και η διοίκησή τους στους πανεπιστημιακούς.
Ν. Α. Δεν νομίζω ότι είναι θέμα «κινήτρων». Εκ των πραγμάτων, οι δυνατότητες για επαγγελματική σταδιοδρομία είναι περισσότερες στο εξωτερικό. Τα ουσιαστικά κίνητρα είναι «εσωτερικά» και η επιστροφή (ή μη) στην Ελλάδα είναι ένα καθαρά προσωπικό θέμα.
Γ. Μ. Θεωρώ ότι οι χαμηλότερες οικονομικές απολαβές μαζί με το αυξημένο κόστος ζωής της Ελλάδας, αλλά και η έλλειψη οργάνωσης σε συγκεκριμένες δομές (πανεπιστημιακές και μη), είναι οι λόγοι που οι περισσότεροι Έλληνες μένουν στο εξωτερικό. Και αυτοί είναι σοβαροί λόγοι και πολύ δύσκολο να αλλάξουν, παρόλα αυτά πολλοί γυρίζουν γνωρίζοντας αυτά τα θέματα.

– Τι θα συμβουλεύατε τους φοιτητές σας που αντιμετωπίζουν το δίλημμα να παραμείνουν ή να φύγουν για άλλες χώρες με σκοπό τις σπουδές και την εργασία;
Γ. Κ. Τα πανεπιστήμια, αλλά και οι χώροι εργασίας αναζητούν πλέον νέους που διαθέτουν τις λεγόμενες «δεξιότητες ζωής». Για παράδειγμα, Έλληνας κέρδισε θέση σε μεταπτυχιακό του London School of Economics επειδή – πλην των τυπικών προσόντων – διέθετε και μία βραχύχρονη εμπειρία … γιδοβοσκού, ενώ ένας άλλος προσλήφθηκε ως μηχανικός ήχου σε μεγάλο πανεπιστήμιο της Αγγλίας επειδή είχε και την εμπειρία της στρατιωτικής θητείας στις ειδικές δυνάμεις (στο εξωτερικό «μετράνε» αυτά). Άρα, στο ερώτημα «τι θα συμβουλεύατε τους φοιτητές σας που αντιμετωπίζουν το δίλημμα να παραμείνουν ή να φύγουν για άλλες χώρες» η απάντηση είναι: ναι, να πάνε στο εξωτερικό για να αποκτήσουν εμπειρίες και συγκριτικά μεγέθη, αλλά να μη υποτιμούν τις δεξιότητας ζωής και τις ρίζες τους. Και κάτι τελευταίο: σύμφωνα με μελέτες, μόνο το 10-20% των νέων θα δουλεύει στο μέλλον στον τομέα που σπούδασε!
Ν. Α. Εάν κάποιος επιθυμεί να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές υψηλού επιπέδου, θα συνιστούσα να επιλέξει ένα αξιόλογο πανεπιστήμιο με μακρόχρονη παράδοση υψηλών ακαδημαϊκών επιδόσεων στην επιστημονική περιοχή που την/τον ενδιαφέρει. Οι επιλογές είναι περισσότερες και αξιολογότερες στο εξωτερικό. Η απόκτηση επαγγελματικής ή ακαδημαϊκής εμπειρίας στο εξωτερικό είναι πολύ σημαντική. Η επιστροφή στην Ελλάδα είναι προσωπική επιλογή. Κατά τη γνώμη μου, η ευτυχία στη ζωή δεν είναι θέμα «γεωγραφικό». «Where you go, there you are», έλεγε ένας φίλος μου στην Αμερική.
Γ. Μ. Οι σπουδές στο εξωτερικό βοηθάνε στο να δημιουργείται ένα μέτρο σύγκρισης, μεταξύ Ελλάδας και της αλλοδαπής χώρας. Αυτό θεωρώ ότι είναι θετικό γιατί ο φοιτητής μπορεί με αυτή την εμπειρία των σπουδών στο εξωτερικό, να μπορεί να χρησιμοποιεί τα θετικά από δύο διαφορετικά συστήματα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το