Θ Plus

Καστάνιανη: Mια ανάβαση στην Μπολιάνα

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Σπάνια ένας οικισμός στην Ελλάδα που διεκδικεί τον χαρακτηρισμό «κεφαλοχώρι», είναι τόσο απομονωμένος από τη φύση, τον Θεό και τους… δορυφόρους. Κι όμως ο οικισμός της Καστανιάς ή όπως είναι περισσότερο γνωστός ως Καστάνιανη, είναι προικισμένος από τα δυο πρώτα στοιχεία σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορώ να θυμηθώ εύκολα άλλον ελληνικό προορισμό που να διατηρεί το προνόμιο του συνδυασμού ομορφιάς, προνομιακής θέσης, κρυφής γοητείας και στρατηγικής σημασίας.
Η Καστάνιανη αποτελεί μια δυσανάγνωστη τοπογραφική καμπύλη, η οποία κατά περίεργο τρόπο, μετέχει του αριθμού «δύο». Είναι κτισμένη στις δυο πλαγιές ενός δασωμένου βουνού, που τις χωρίζει το ποτάμι του χωριού στη μέση. Διαθέτει δυο πλατείες και δυο πέτρινα τοξωτά γεφύρια μέσα στον οικισμό. Τη στεφανώνουν από πάνω της δυο κορυφές του ίδιου βουνού, στις οποίες έλαβαν χώρα φοβερές μάχες κατά τον Εμφύλιο: Η Γύφτισσα (1.750 μέτρα) και η Μπολιάνα (1.292 μέτρα). Τέμνεται από δυο μεγάλα ποτάμια της Πίνδου, τον Σαραντάπορο και τον Βουρκοπόταμο. Ο Σαραντάπορος τη χωρίζει από τον Γράμμο κι ο Βουρκοπόταπος από τον Σμόλικα. Κι είναι γι’ αυτό στο μεταίχμιο δυο τεράστιων και ιστορικών βουνών της πατρίδας μας: Του Γράμμου και του Σμόλικα.

Η θαυμάσια Καστάνιανη

Ο ποταμός Σαραντάπορος τη χωρίζει επίσης από το ανάδελφο χωριό της Πυρσόγιαννης, με το οποίο «αντικρίζονται» vis-a-vis.
Η Καστάνιανη, όπως είπαμε, έχει το αποκλειστικό προνόμιο και τη μοναδική χάρη να εφάπτεται τόσο του Γράμμου, όσο και του Σμόλικα, δυο βουνών της χώρας που έχουν τεράστιο όγκο και ιστορική ταυτότητα, μοναδική ίσως στην νεότερη περίοδο. Και φυσικά μια εκπληκτική ομορφιά πλαγιών, κορυφώσεων και ορφικού μεγαλείου που δε συναντάμε συχνά στην Ελλάδα.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα καλούδια που διαθέτει αυτό το εξαιρετικά πρωτότυπο και γεωφυσικά πλούσιο και πολυποίκιλο χωριό της απώτατης ελληνικής περιφέρειας.

Μας είχε συγκινήσει από το 2000 κι από τότε μας είχε κολλήσει το νοσηρό μεράκι να το περπατήσουμε και να το εξερευνήσουμε, με κάθε λεπτομέρεια, σε όλες τις ρούγες και τους μαχαλάδες του. Και κυρίως να ανεβούμε ώς τα κορυφαία σημεία του, εκεί όπου τα πυκνά του δάση, οι στρατηγικές του εποπτείες, αλλά και «θεωρίες» (ειδικά η περίφημη «Wesenschau» η «θεωρία της ουσίας»), αλλά και τα βήματά του δεν αφήνουν περιθώρια για ρομαντισμούς και νοσταλγίες.
Πέρσι που πήγα με το Θεόφιλο και την Άννα, από το Ελληνικό Πανόραμα, δεν κάναμε πολλά πράγματα: Τη γνωριμία, από τη μια, με τον δάσκαλο του χωριού, ο οποίος θα μας προμήθευε ιστορικό και άλλο υλικό από την πορεία της Καστάνιανης, στους αιώνες και μια σύντομη περιήγηση, από την άλλη, στα εξωτικά δάση της άμεσης περιφέρειάς της, ίσαμε την Αγία Κυριακή, που βρίσκεται χωμένη ψηλά και βαθιά μέσα στον ονειρεμένο κι ασυναγώνιστο δρυμό που την περιβάλλει.
Φέτος είπαμε να κάνουμε την ανάβαση σε μια από τις δυο ιστορικές κορυφές της Καστάνιανης, με τον Μάνθο, κατά τον πηγαιμό μας από το Βόλο στη Λάιστα. Το ζήτημα ήταν ποια από τις δυο;
*

Το κάτω μέρος του χωριού με φόντο τις κορυφές του Γράμμου

Από τη διασταύρωση Μουργκάνη, μετά την Καλαμπάκα, πήραμε τον δρόμο για τα Γρεβενά. Διασχίζοντας την πόλη αναζητήσαμε την κατεύθυνση για Δοτσικό, Σαμαρίνα. Στους Μαυραναίους πήραμε τον «καινούργιο» δρόμο για Επταχώρι. Οδηγήσαμε σε έναν από τους πιο μελετημένους ορεινούς ασφαλτόδρομους του επαρχιακού δικτύου. Πρώτη φορά είδαμε στην Ελλάδα έναν δρόμο με ελαχιστοποιημένες στροφές ή σωστότερα έναν δρόμο που να αποφεύγει τα δύσκολα γεωφυσικά ανάγλυφα με χάραξη ισόπεδων κλίσεων και επιχωματωμένων πρανών.
Ο χρόνος προσέγγισης του άξονα Επταχωρίου – Κόνιτσας ελαχιστοποιήθηκε, καθώς αποφεύχθηκε η δραματική κι επικίνδυνη διάσχιση Τσοτυλίου – Πενταλόφου.
Έτσι φτάσαμε σχετικά εύκολα και σύντομα στην κοιλάδα του Σαραντάπορου, στη μέση της οποίας βρίσκεται η διασταύρωση για την Καστάνιανη.
Χρειαστήκαμε έξι χιλιόμετρα ανάβασης από τον Σαραντάπορο, με δασικό δρόμο, ώστε να είμαστε στις τέσσερις ακριβώς στον χώρο της πλατείας στην Καστάνιανη.
*
Ανηφορίσαμε ώς το κοινοτικό καφενείο. Ζητήσαμε πληροφορίες για τον δάσκαλο και για τη διαδρομή ώς τις δυο κορυφές. Τον δάσκαλο θα τον βρίσκαμε το βραδάκι, όταν θα ερχόταν για το καφεδάκι του. Ως προς τις δυο κορυφές κανένας δεν ήξερε να μας διαφωτίσει. Το μόνο που μας είπανε, ήτανε η πράγματι πιο σύντομή διαδρομή για την Αγία Κυριακή. Ώς εκεί φαίνεται ότι φτάνει ο περίπατος των Καστανιωτών.
Ξαμοληθήκαμε στην απέναντι πλαγιά, με τον Μάνθο, κοιτάζοντας το ρολόι μας. Ήταν τέσσερις και τέταρτο. Σε δέκα λεπτά φτάσαμε στο νευραλγικό σημείο τομής των τριών μονοπατιών: Αυτού που έρχεται από την Καστάνιανη, του άλλου που συγκλίνει αριστερά για Γύφτισσα και Ανάληψη (1.412 μ.) και του τρίτου που ανηφορίζει για την Μπολιάνα. Με τον Μάνθο διαφωνήσαμε για το ποια από τις δυο διαδρομές θα επιλέγαμε να βαδίσουμε: Γύφτισσα ή Μπολιάνα;
H θέση της Αγίας Κυριακής είναι από τις εντυπωσιακότερες του ορεινού δασικού συστήματος. Ο τόπος ευωδιάζει από φτέρες, βότανα, αγριολούλουδα και λεπτόκορμους σφένδαμους και γαύρους.
Μια πινακίδα διπλής όψης γράφει «Προς Γύφτισσα 1.726, 1ω-25’ και Ανάληψη 1.412 και προς Μπολιάνα 1.292, 50’. Η ώρα είναι τεσσεράμιση. Τις περισσότερες φορές οι πινακίδες όχι μόνο σφάλλουν, αλλά και δημιουργούν παραπλανητικά εμπόδια. Επιμένω πως ο χρόνος ίσα που θα μας επαρκέσει για την Μπολιάνα. Για τη Γύφτισσα, μπορεί και να μην προλάβουμε κορυφή. Ο Μάνθος προτιμά τη Γύφτισσα, αλλά τον πείθω ότι δεν θα προλάβουμε, εξαιτίας της απότομης ανάβασης που θα απαιτήσει περισσότερο από τον αναγραφόμενο χρόνο.

Ανηφορίζοντας για τη Μπολιάνα

Ο Μάνθος σιωπηρά συγκατατίθεται κι αρχίζουμε την πορεία μας για την Μπολιάνα.
Ύστερα από τετρακόσια μέτρα βαδίσματος ανάμεσα από εξαιρετικά αδιάβατο λόγγο και μονοπάτι κλειστό κι αδιαπέραστο, μπαίνουμε σε πολύ δύσβατο, αλλά ισόπεδο στενάδι, που δημιουργεί ανασχετικά προβλήματα προώθησης.
Ήδη έχουμε αναλώσει αρκετό χρόνο, πράγμα που κάνει τον Μάνθο να προβληματιστεί για την επιτυχία του διαβήματός μας.
Αφού διασχίσουμε μερικά από τα πολύ κλειστά τοπία οργιαστικής βλάστησης, θα βγούμε σε οριακό ξέφωτο, από το οποίο το μονοπάτι, φωτισμένο από τις Αμαδρυάδες, θα γίνει φαρδύ, φυλλοστρωμένο και διακριτό.
Όμως η ποικιλία της βλάστησης, σε συνδυασμό με την υγρασία, τ’ αποφωτισμένα παράθυρα και τον τάπητα της γοητευτικής πολυχρωμίας, με τις μυρωδιές της φασκιωμένης γης, μας έχουν ήδη ταξιδέψει σε κόσμους αλλοτινούς απρόσιτους και μαγικούς. Πολλοί ανθισμένοι γαύροι, διάσπαρτα πανέμορφα σφεντάμια κι ευθύκορμα μαυρόπευκα καταμαγεύουν την πορεία μας.
Η σήμανση πια είναι αραιή μεν αλλά σίγουρη, με κόκκινα σημάδια στα δέντρα, αλλά και σποραδικές ρομβοειδείς μεταλλικές πινακίδες τύπου 03.
Διαβαίνουμε κάμποσες χαράδρες, με σχετική ευκολία, καθώς δεν στραγγίζουν νερό ακόμη και είναι προσπελάσιμες.
Σε μια ώρα ακριβώς πιάνουμε διασταύρωση με δασικό δρομάκι, όπου συναντούμε ένα πανέμορφα φιλοτεχνημένο πινακιδάκι με τέσσερις ενδείξεις: «Προς Καστάνιανη, Προς Γύφτισσα, Προς Ανάληψη και Προς Μπολιάνα». O τόπος έχει υψωθεί ώς την έννοια του θαύματος. Περιττεύει κάθε περιγραφή δασικής ωραιότητας…
Για την Μπολιάνα χρειαζόμαστε, λέει, δέκα λεπτά ανηφορικό μονοπάτι. Θα το κάνουμε σε ένα τέταρτο και θα ξεβουνίσουμε αγγίζοντας το κολωνάκι της ΓΥΣ.
Το υπερθέαμα που αποκαλύπτεται αιτιολογεί το γεγονός γιατί οι κορυφές των ελληνικών βουνών είναι οι υγιέστεροι δείκτες της ελληνικής φυσιογνωμίας.
Ένα θάμβος εκτυφλωτικό μάς αναρπάζει από τη γήινη πραγματικότητα για να μας εκσφενδονίζει ίσαμε την ολική έκλειψη του σκοταδιού. Κι ένα αέναο ρευστό διηθείται ολόφωτο στις ψυχές μας και μεταποιεί τις αισθήσεις.
Από ανατολικά διακρίνεται σχεδόν δίπλα μας, η Γύφτισσα, πίσω της η διπλή (χιονισμένη) κορυφή του Σμόλικα, δυτικότερα ο ιστορικός Κλέφτης, νοτιότερα η δαντελωτή κορυφογραμμή της Γκαμήλας, ύστερα το εκπληκτικό χάσμα της κοιλάδας Σαραντάπορου, πιο δυτικά το ύψωμα του Πύργου (Στράτσιανη) και βορειοδυτικά τα Όρη Λεσκοβικίου, το Κάμενικ και το Γκολιό, οι τελευταίες δηλαδή απολήξεις του Γράμμου. Όλα μαζί κάμουν ένα αέναο ρευστό που διηθείται ολόφωτο στις ψυχές και τις αισθήσεις των πλασμάτων.
Όμως σε λίγο θα ραγίσει το φως κι η μέρα θα μας αποπάρει. Έχουμε ωστόσο συντροφιά τον Σεφέρη που θα μας εξιτάρει διαρκώς ώς την έσχατη πνοή της μέρας:
«To ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού»… (*)
*
Κατεβαίνοντας από τον ίδιο άξονα χρειαζόμαστε πενήντα λεπτά αδιάκοπης κατάβασης, λόγω της επιδρομής ενός χλωμού σύθαμπου.
Kι ωστόσο «το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι – κι ειν’ η σιγή τάσι αργυρό» θα μας συνοδεύει ο στίχος του Σεφέρη. Γιατί «έτσι γεννιούνται οι ομορφιές – που μας χαρίζει η φύση». (*)
-Θα καταλήξουμε στο καφενείο του χωριού, αφού πρώτα περάσουμε και σταθούμε εκστατικοί μπροστά στο φωτισμένο γιοφύρι του χωριού. Εκεί θα πιούμε δυο τσίπουρα μέχρι νάρθει ο δάσκαλος, ο Κώστας Στεργίου και γνωριστούμε με τον αντιδήμαρχο Κόνιτσας, έναν εξαιρετικά καλλιεργημένο και καλά ενημερωμένο πολίτη της Καστάνιανης.
Ο δάσκαλος θάρθει γύρω στις οκτώμιση, θα μας κεράσει κι αυτός τσίπουρο και θ’ ανοίξουμε σπουδαία κουβέντα για την περιοχή, αλλά όχι για τον Εμφύλιο, από τον οποίο κρατάει αποστάσεις. Ευγενικά μεν, αποστάσεις δε…

ΥΓ. Η Μπολιάνα έχει σλάβικη ρίζα, αλλά το χωριό της Καστάνιανης είναι από τα λίγα στην περιοχή με ελληνική γλωσσική καταγωγή.

27 Οκτώβρη του ’17

(*) Γ. Σεφέρης, Ερωτικός Λόγος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το