Άρθρα

Η τύχη των σοβιετικής / ρωσικής προέλευσης οπλικών συστημάτων της Ελλάδας

Του Εμμανουήλ Μάριου Οικονόμου,
επίκουρου καθηγητή Ιστορίας των Οικονομικών Θεσμών,του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Από την πρώτη στιγμή της έναρξης της ρωσικής εισβολής στην Ανατολική Ουκρανία, η ελληνική κυβέρνηση, όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και του ΝΑΤΟ, έχουν στηρίξει σε διάφορα επίπεδα την Ουκρανία, όπως με χρηματικά εμβάσματα και την αποστολή στρατιωτικού υλικού.
Μέχρι περίπου τα μέσα του 2022 η Ελλάδα είχε παραχωρήσει υλικό στρατιωτικής αξίας ύψους 0,26 δισ δολαρίων, βάσει πίνακα που δημοσίευσε το BBC τότε. Αυτά αντιστοιχούσαν, μεταξύ άλλων, στα εξής συστήματα (και αριθμούς): 122 ΤΟΜΑ BMP-1 (με όλα τα πυρομαχικά τους, όπως 15.000 βλήματα των 73 χλστ.), 2.100 ρουκέτες των 122 χλστ., 20.000 επιθετικά τυφέκια ΑΚ-47 Καλάσνικοφ, 3.200.000 φυσίγγια των 7,62 χιλιοστών, αντιαεροπορικούς φορητούς εκτοξευτές FIM-92 Stinger, χιλιάδες βλήματα πυροβολικού των 155 χιλιοστών και αντιαρματικές ρουκέτες RPG-18. Ο εξοπλισμός που παραχωρήθηκε από την Ελλάδα στην Ουκρανία κυρίως αφορούσε συστήματα σοβιετικής σχεδίασης που μας είχαν παραχωρηθεί από τα αποθέματα της Ανατολικής Γερμανίας μετά την λήψη του Ψυχρού Πολέμου το 1990.
Γενικότερα, λόγω της διακοπής της στρατιωτικής συνεργασίας Ελλάδας και Ρωσίας, προέκυψαν σοβαρά ζητήματα υποστήριξης των ρωσικής προέλευσης συστημάτων που κατέχει η Ελλάδα. Αυτά τα προβλήματα υπήρχαν και παλαιότερα, αλλά μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 έγιναν πολύ συγκεκριμένα και εντάθηκαν.

Για την κάλυψη των πολύ μεγάλων ουκρανικών απωλειών στο πεδίο της μάχης, προέκυψε πρόσφατα αίτημα από τις ΗΠΑ προς την Ελλάδα για την αντικατάσταση όλων των σοβιετικής / ρωσικής σχεδίασης αντιαεροπορικών συστημάτων μας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την Κρήτη με δυτικού τύπου. Ο στόχος των ΗΠΑ είναι διττός: η απεξάρτηση της Ελλάδας από τα σοβιετικά / ρωσικά οπλικά συστήματα, και εφόσον γίνει έγκαιρα, η αποστολή τους στην Ουκρανία για την περαιτέρω στρατιωτική ενίσχυσή της.
Αυτά αφορούν τα συστήματα TOR – M1 (SA-15 κατά NATO) και τα OSA AKM (SA-8 Gecko κατά ΝΑΤΟ) για το Αιγαίο, και τις δυο πυροβολαρχίες S-300 PMU1 στην Κρήτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα συστήματα αυτά, μέχρι τώρα έχουν κριθεί ικανότατα συμβάλλοντας σημαντικά και καίρια στην αποτρεπτική ισχύ της χώρας μας από την στιγμή της ένταξής τους στο οπλοστάσιο της Ελλάδας.
Εφόσον ένα τέτοιο σενάριο προχωρήσει, η κυβέρνηση φιλοδοξεί, με τα χρήματα που θα δώσουν οι ΗΠΑ ως αντάλλαγμα, να αντικαταστήσει τα ρωσικά συστήματα με (κυρίως) ισραηλιτικά ή αμερικανικά.


Εδώ υπάρχουν διάφορα σοβαρά θέματα που ανακύπτουν, όπως το ότι η πιθανή παραχώρηση δεν θα έχει την συναίνεση του κατασκευαστή, γεγονός που θα υποβαθμίσει ακόμη περισσότερο τις ελληνορωσικές σχέσεις, που βρίσκονται στο ναδίρ. Ωστόσο, θα επιλέξω να εστιάσω μόνο σε ένα τεχνικό θέμα λόγω χώρου, θεωρώντας το σημαντικό.
Αφορά το ευρύτερο πλαίσιο παραχώρησης περαιτέρω ποσοτήτων όπλων από την Ελλάδα στην Ουκρανία, δεδομένης της διαχρονικής τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας. Ας μην εξαπατηθεί ο / η αναγνώστης / αναγνώστριά μας από τον μετριασμό της πίεσης που ασκεί η Τουρκία στην Ελλάδα το τελευταίο τρίμηνο που διανύουμε: είναι απλώς και μόνο συγκυριακός: Η Τουρκία τώρα επουλώνει τις πληγές της από τους πρόσφατους σεισμούς του Φεβρουαρίου του 2023, που στοίχισαν τις ζωές 50.000 ανθρώπων, ενώ κατά την πρόσφατη περίοδο το τουρκικό πολιτικό σύστημα ασχολούνταν με τις κρίσιμες επαναληπτικές εκλογές, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με τη θριαμβευτική επανεκλογή του Ερντογάν (φαινόμενα νοθείας δεν αποκλείεται να συνέβησαν, όπως κατήγγειλε η αντιπολίτευση).
Τώρα που αυτές οι διαδικασίες ολοκληρώθηκαν, η Τουρκία θα αρχίσει να εντείνει και πάλι την πολύπλευρη πίεση προς την Ελλάδα. Ήδη το έχει ξεκινήσει με δηλώσεις επίσημων παραγόντων της τουρκικής διπλωματίας, με την αποστολή αλιευτικών σκαφών που έφτασαν έξω από τα Κύθηρα υψώνοντας θρασύτατα τη σημαία της Τουρκίας (μια έμμεση αμφισβήτηση ελληνικής κυριαρχίας) κλπ.
Συνεπώς, καθίσταται απολύτως επιβεβλημένο για την Ελλάδα το εξής: Η οποιαδήποτε αντικατάσταση, ουσιαστικά σχεδόν ολόκληρης της αεράμυνάς μας σε Κρήτη και νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που βασίζονταν σε σοβιετικής / ρωσικής σχεδίασης συστήματα, εφόσον τελικά δρομολογηθεί όπως διαφαίνεται, θα πρέπει πρώτα υποχρεωτικά να συνοδευθεί από τις εξής αυστηρότατες προϋποθέσεις που η ελληνική πλευρά οφείλει να θέσει και να απαιτήσει απαρέγκλιτα την τήρησή τους.
Πρώτον, λόγω ότι βάσει του τωρινού αμυντικού μας σχεδιασμού δεν μας περισσεύει κανένα σύστημα σε τύπο και αριθμό να παραχωρηθεί “ελαφρά τη καρδία”, κανένα ρωσικό / σοβιετικό οπλικό σύστημα δεν θα πρέπει παραχωρηθεί αν δεν έχει πρώτα ήδη αντικατασταθεί από άλλο δυτικό σύστημα, τουλάχιστον εφάμιλλης αξίας (π.χ., τα OSA – AKM να αντικατασταθούν από αμερικάνικα AN/TWQ-1 Avenger από το οπλοστάσιο των ΗΠΑ).
Δεύτερον, κανένα ρωσικό / σοβιετικό σύστημα δεν θα πρέπει να παραχωρηθεί προτού το ελληνικό προσωπικό να έχει πρώτα εξοικειωθεί με το νέο δυτικό σύστημα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (περίπου ένα τετράμηνο / εξάμηνο).

Τρίτον, η Ελλάδα δεν θα πρέπει ποτέ να δώσει την εντύπωση κράτους που του επιβάλλονται όροι και απαιτήσεις από τον ισχυρό διεθνή (δυτικό) παράγοντα. Οι Ουκρανοί ζήτησαν από την Ελλάδα και δυτικά συστήματα, όπως άρματα μάχης Leopard 2A4 και αεροσκάφη F-16. Η Ελλάδα, δεν πρέπει ποτέ να δώσει την εντύπωση ότι θα λειτουργήσει ως κάτι σαν «διηνεκής διαθέσιμη αποθήκη όπλων» της Ουκρανίας, αδυνατίζοντας τη δική της άμυνα και ασφάλεια σε ιδιαίτερα χαλεπούς καιρούς.
Αφού ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι επικαλείται ηθικά κριτήρια στη σύγκρουση με την Ρωσία, ας φροντίσει πρώτα να καταδικάσει αυτός και η κυβέρνησή του την προκλητικότητα της συμμάχου του Τουρκίας και του καλού του φίλου Ερντογάν έναντι της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας ή να καταδικάσει την παράνομη εισβολή και κατοχή τμήματος της Κύπρου από το 1974, που δεν το έχει κάνει ποτέ μέχρι σήμερα. Μάλιστα, προσέβαλε τον κυπριακό πολιτικό κόσμο και κατ’ επέκταση, τον κυπριακό λαό όταν, αφού του έγινε η τιμή να προσκληθεί και να μιλήσει διαδικτυακά στην κυπριακή Βουλή, αυτός όχι μόνο προέβη σε συνεχείς υποδείξεις για το πως πρέπει η Κυπριακή Δημοκρατία να κινηθεί έναντι της Ρωσίας (λες και απευθύνονταν όχι σε κυρίαρχο κράτος, αλλά σε αποικία), αλλά τελικά διέκοψε και τη σύνδεση όταν η πρόεδρος της κυπριακής Βουλής τοποθετήθηκε για την παράνομη τουρκική εισβολή και κατοχή του 1974, αφήνοντάς τη να μιλάει μόνη της.
Αυτό αποτελεί μεγάλη ασέβεια. Προφασίστηκε κατόπιν ότι δήθεν έπεσε η σύνδεση. Μετά την ομιλία του Ουκρανού προέδρου, εξερχόμενος της Ολομέλειας της Βουλής ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, εξέφρασε την ενόχληση του για τη στάση του Ζελένσκι λέγοντας: «Δεν είναι αυτό το οποίο περιμέναμε σήμερα».
Ας μάθει πρώτα ο Ζελένσκι να συμπεριφέρεται με μεγαλύτερο σεβασμό, και κατόπιν να έρθει να απαιτήσει περαιτέρω οπλικά συστήματα από την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν θα παίξουν τον ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου», τη στιγμή μάλιστα που η Τουρκία κλιμακώνει την πίεση στις δυο χώρες.
Θα μπορούσε ο Ζελένσκι να ζητήσει εναλλακτικά τα τουρκικά S-400, που είναι καλύτερα από τα αντίστοιχα ρωσικά συστήματα αεράμυνας που διαθέτει η Ελλάδα, ή να ζητήσει και άλλα ρωσικά συστήματα που διαθέτει η Τουρκία. Γιατί άραγε δεν το κάνει;

Τυχόν υποβάθμιση της αεράμυνας της χώρας μας για να εξυπηρετηθεί η Ουκρανία, ενδέχεται να αποβεί κρίσιμη σε οποιαδήποτε πιθανό σενάριο τουρκικής εισβολής, αν ποτέ η Τουρκία επιλέξει να «ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου», και να προβεί στο απονενοημένο: την πρόκληση εισβολής σε τμήματα της χώρας μας. Για αυτό, με την αεράμυνά μας «δεν θα παίξουμε». Κενό ασφάλειας δεν επιτρέπεται ούτε για ένα δευτερόλεπτο.
Θεωρώ πως τα τρία αυστηρά κριτήρια που έθεσα ανωτέρω θα πρέπει να τηρηθούν απαρέγκλιτα από πλευράς μας εφόσον το ζήτημα της αντικατάστασης των ρωσικών / σοβιετικών συστημάτων αεράμυνας που διαθέτουμε προχωρήσει οριστικά, λόγω συγκυριών.
Δεν νομίζω ότι κινδυνολογώ, καθώς δεν μου διαφεύγει και το ότι η Ελλάδα ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, έχοντας τα τελευταία χρόνια καλλιεργήσει σημαντικές συμμαχίες όπως με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα ΗΑΕ, έχει ήδη αναβαθμίσει την διεθνή θέση της στην διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα.
Σε ένα τόσο ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον, και έχοντας γείτονα μια χώρα της οποίας τόσο η πολιτική ηγεσία, όσο και η αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, σχεδόν στο σύνολό της, οραματίζεται νέο-οθωμανικά μεγαλεία και αυτοκρατορίες, με κύρια υποψήφια θύματα την Ελλάδα και την Κύπρο, έτσι αντιλαμβανόμενη τον σύγχρονο, σύνθετο κόσμο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η Ελλάδα οφείλει να επαγρυπνεί, χωρίς την παραμικρή έκπτωση σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το