Τοπικά

Η περιπέτεια του Βολιώτη μαχητή Άγγελου Βουγιούκα που συνελήφθη αιχμάλωτος κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Το τηλεφώνημα έγινε παραμονή της επετείου των 45 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ένας από τους χιλιάδες Ελλαδίτες, που αντιμετώπισαν τον «Αττίλα», τον Ιούλιο του 1974. Ο Βολιώτης Άγγελος Βουγιούκας είναι ένας από τους μαχητές της ΕΛΔΥΚ, που πολέμησε, πιάστηκε αιχμάλωτος και απελευθερώθηκε 99 ημέρες μετά από τις τουρκικές φυλακές.

Αιχμάλωτοι των δυνάμεων εισβολής

Όταν του ζητήθηκε να μιλήσει στο ραδιόφωνο, απάντησε ναι, «αλλά θα τα πούμε όλα». Έτσι και έγινε. Δευτέρα πρωί βρέθηκε στο Ράδιο Ακρόαμα και θυμήθηκε όλες εκείνες τις δύσκολες ημέρες, που στιγμάτισαν τον Ελληνισμό και κρατάνε μέχρι σήμερα διχοτομημένη την Κύπρο.
Η συνέντευξη ήταν αδύνατον να δημοσιευθεί ολόκληρη, καθώς θα χρειάζονταν έξι σελίδες, αλλά κι αυτά που δημοσιεύονται σήμερα, δίνουν το μεγαλείο της ψυχής ενός άνδρα, που έφθασε πολλές φορές κοντά στον θάνατο, τον αντίκρισε, αλλά τελικά επέζησε.
«Είχαμε το πλεονέκτημα σαν δυνάμεις, να τους απωθήσουμε, γιατί βρισκόμασταν στην ξηρά και έρχονταν απ’ τη θάλασσα. Και πέτρες να τους πετούσαμε ακόμη, θα ήταν εφικτό να τους διώξουμε, όπως και τα ψιλοκαταφέραμε, ιδιαίτερα με τους ναύτες, που βρίσκονταν πέριξ του σημείου απόβασης, διότι στην ουσία αποβιβάστηκαν. Όλο το θέμα, ήταν μία προδοσία. Ήταν όλα μελετημένα και ενώ κάποια μονάδα από έναν μικρό λόχο, μια διμοιρία, είχε καταφέρει να προωθηθεί, να φτάσει πολύ κοντά τους, ερχόταν άμεσες οι διαταγές από τα μετόπισθεν, από τα επιτελεία, από τους επιτελείς, οπισθοχώρηση. Δίναν άλλα στίγματα, δίναν άλλους στόχους, με αποτέλεσμα να γίνεται ένα μπέρδεμα και να χάνονται», αρχίζει την διήγησή του ο αγωνιστής της ΕΛΔΥΚ.
«Εγώ υπηρετούσα στο πυροβολικό, σε μία μονάδα η οποία ήταν εγκατεστημένη δέκα χιλιόμετρα ανατολικά της Κερύνειας. Η απόβαση έγινε στο Πέντε Μίλι, πέντε μίλια από την Κερύνεια δυτικά…

Τσιγάρο στον αιχμάλωτο

Βάλλοντας εμείς, καταφέραμε και χτυπήσαμε τον στόχο, κάποιες απ’ αυτές τις «παντόφλες» βουλιάξαν αύτανδρες. Η θάλασσα έγινε κόκκινη απ’ το τουρκικό αίμα. Αλλά δώσαμε και τον στόχο μας και αυτομάτως έφτασαν τα αεροπλάνα τα τουρκικά… Οι ριπές τους ήταν πολύ εύστοχες, αλλά ευτυχώς δεν δημιούργησαν μεγάλες ζημιές στα αποθέματα των πυρομαχικών και δεν μας χτύπησαν και κάποιο πυροβόλο… Επάνω στην προσπάθεια να ανακάμψουμε, διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν κάποιοι νεκροί και κάποιοι τραυματίες. Ο καημένος αυτός – Κύπριος – ο οποίος προσπαθούσε με το οπλοπολυβόλο να ρίξει αεροπλάνο, δέχθηκε μία σειρά από καταιγιστικές ριπές, οι οποίες τον τραυμάτισαν στην αριστερή πλευρά στο χέρι του, στον κρόταφο, αλλά έκανε μια κίνηση ζωής και υποθέσαμε ότι ήταν ζωντανός. Τον σηκώσαμε στα χέρια και προσπαθώντας κάπου να τον ακουμπήσουμε, είδαμε ένα πολιτικό αυτοκίνητο και τον εναποθέσαμε στο πίσω κάθισμα. Βρήκα ότι υπήρχαν κλειδιά πάνω στη μίζα του αυτοκινήτου και προσφέρθηκα να τον μεταφέρω για νοσοκομειακή περίθαλψη. Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο παρουσία του διοικητού μου, ήρθε μαζί μου ως συνοδηγός και ένας φίλος συγχωριανός του, λόγω όμως της ζέστης, λόγω του ιδρώτα και λόγω των συνθηκών – της φωτιάς που υπήρχε γύρω μας και των 40 βαθμών- είμασταν γυμνοί απ’ τη μέση και πάνω, χωρίς τα στρατιωτικά ρούχα, είχαμε εναποθέσει τον οπλισμό μας, τα κράνη μας, τις παλάσκες μας στο πάτωμα του αυτοκινήτου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε με τον τραυματία στο πίσω κάθισμα, ο οποίος θα πρέπει να ήταν νεκρός. Φτάνοντας στο επίπεδο της θαλάσσης, που ήταν ο αυτοκινητόδρομος προς Κερύνεια, έστριψα να πάω προς την πόλη… Κάνοντας τη στροφή να ανεβώ στον αυτοκινητόδρομο, αντικρύζω στο βάθος του δρόμου στρατιωτικά οχήματα και διακρίνω μια σιλουέτα ενός ασθενοφόρου στρατιωτικού και λέω θα τον δώσω στο ασθενοφόρο και θα επιστρέψω στη μονάδα. Πλησιάζοντας όμως το ασθενοφόρο, διαπιστώνω ότι το έμβλημά του ήταν η ημισέληνος. Τότε δεν μπορούσα ούτε να πάω μπροστά, ούτε να πάω πίσω, ο δρόμος ήταν γεμάτος με στρατιώτες οι οποίοι πηγαινοέρχονταν, τότε είδα τη στολή και κατάλαβα, φαινόταν, ότι δεν ήταν Έλληνες, είχαν διαφορετικό στιλ κράνους (αυτοί είχαν τα αμερικάνικα κράνη, ενώ η εθνική φρουρά χρησιμοποιούσε αγγλικού τύπου κράνη). Ο δρόμος ήταν γεμάτος ιδιωτικά αυτοκίνητα κατοίκων της περιοχής και αλλοδαπών, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια σημαίες της χώρας τους. Ενώθηκα μαζί με αυτή την πομπή και έφτασα ακριβώς στο σημείο της απόβασης που σήμερα είναι το χαρακτηριστικό μνημείο, ένας οβελίσκος τεράστιος, που έχουν φτιάξει οι Τούρκοι. Με σταμάτησε ένας Τούρκος λοχαγός με τροχονομική περιβολή, μάλλον ήταν λοχαγός, αξιωματικός, ο οποίος πήγαινε σ’ όλα τα αυτοκίνητα και έλεγε στα αγγλικά «συγνώμη για την καθυστέρηση, θα κάνει μανούβρα ένα χωματουργικό μηχάνημα και φεύγετε». Και είμαι πρώτος. Από πίσω όλοι κρατούσαν σημαίες, εμείς είμασταν χωρίς σημαίες. Υπενθυμίζω ότι είμασταν γυμνοί απ’ τη μέση και πάνω, οπότε δεν αναγνωριζόμασταν εξ αποστάσεως ότι είμαστε στρατιωτικοί. Ήρθε η ώρα ο τροχονόμος να ’ρθει να απολογηθεί και σε μένα. Εγώ γνωρίζοντας κάποια βασικά αγγλικά, του απάντησα στα αγγλικά – είχαμε μια απόσταση κάπου 1,5-2 μέτρων, μιλούσαμε από μακριά και ήρθε πιο κοντά. Όταν ήρθε πιο κοντά όμως, είδε πίσω τον τραυματία και βάζοντας το κεφάλι του μέσα, είδε τις στολές μας, τα όπλα μας, και λέει τώρα όχι στα αγγλικά, αλλά στα τουρκικά: «Στρατός; Στρατός; Ελάτε εδώ».

Η τουρκική αρμάδα αποβιβάζει τους κατακτητές

Η αιχμαλωσία
Ο μαχητής της ΕΛΔΥΚ συνεχίζει την διήγησή του σα να ζει πάλι εκείνες τις ώρες: «Όταν με συνέλαβαν, γινόταν πανικός. Ήδη υπήρχαν πάρα πολλοί αιχμαλωτισθέντες πολίτες. Ελληνοκύπριοι. Ήμουν ο μοναδικός Ελλαδίτης εκείνη τη στιγμή. Ευτυχώς που δεν το κατάλαβαν, επειδή έψαχναν για Ελλαδίτες. Την επόμενη βραδιά έφτασαν οι κομάντος στον Άγιο Ιλαρίωνα και μετά τις επόμενες μέρες ερχόταν οι Τούρκοι και λέγαν «Ελλαδίτες, Ελλαδίτες». Όταν με έπιασαν οι Τούρκοι στο σημείο εκείνο, μου πήραν όλο τον ρουχισμό, φορούσα και γυαλιά αστιγματισμού τότε, μου τα βάλαν στο στόμα και με μία κίνηση με βάλαν να δαγκώσω τα τζάμια, και έτσι όπως ήμουν ξυπόλητος, με κατέβασαν από ένα μονοπάτι. Σημειωτέων ότι στο σημείο εκείνο μέχρι το σημείο της απόβασης ήταν μια απόσταση πώς περνάμε ξέρω εγώ στις στροφές της Γορίτσας – Πλάκες, διπλάσια. Διανύσαμε αυτό το μονοπάτι για να φτάσουμε κάτω, σε μια παραλία που υπήρχαν αποδυτήρια. Με περάσαν μπροστά από τα αποδυτήρια τα οποία ήταν κανονικά με τις πόρτες κλειστές, δεν είδα τι είχαν μέσα οι καμπίνες, και δίπλα από κει με πήγαν και με πετάξαν σε ένα πλάτωμα εκεί που ήταν, σε μια κληματαριά για ίσκιο, το οποίο ήταν γεμάτο, το θυμάμαι και ανατριχιάζω με γυναικόπαιδα και με ανθρώπους οι οποίοι ήταν με τις πιτζάμες τους. Μπήκαν στα σπίτια, 6.30-7 η ώρα το πρωί και άρπαξαν όλους τους κατοίκους και τους φέραν εκεί. Εγώ λόγω της σωματικής μου διάπλασης, ήμουν λεπτός και μικρούλης και χωρίς στολή, με έριξαν μέσα στα γυναικόπαιδα. Εκεί κρατήθηκα μέχρι την ώρα που νύχτωσε. Μετά κάναν κάποια διαλογή. Ξεχώρισαν τους άντρες από τη μία πλευρά, τις γυναίκες από την άλλη, τους μεγαλύτερους πάρα πέρα, και μας τους νεαρούς μας παίρναν δύο-δύο, μας έδεναν πισθάγκωνα, χέρια-πόδια και μας βάζαν ανά δύο μέσα στις καμπίνες, στα αποδυτήρια, τα οποία ήταν καμιά δεκαριά στη σειρά, ίσως και 12, έχω και φωτογραφία που βρήκα στο ίντερνετ, αλλά οι πόρτες των αποδυτηρίων λείπανε, γιατί τις παίρναν και τις έριχναν στην αμμουδιά, για να βγουν τα οχήματα από τα καράβια, γιατί δεν γινόταν να έρθει οχηματαγωγό έξω… Εκεί κρατήθηκα το πρώτο βράδυ και την άλλη μέρα, όταν πλέον ξημέρωσε, έγινε μια απόπειρα να αποδράσουμε, εγώ εν τω μεταξύ δεν εκδηλωνόμουνα, δε μιλούσα, για να μη με καταλάβουν, ότι ήμουν Ελλαδίτης. Μέσα από τους τοίχους και μέσα απ’ τα τούβλα επικοινωνούσαν οι Κύπριοι μεταξύ τους, που συμπτωματικά ήταν γείτονες και ο ένας ήξερε τον άλλον. Και επειδή ξέραν και την περιοχή, καταφέραμε λοιπόν, εγώ δεν μπόρεσα να πω όχι, λυθήκαμε με τα πόδια ο ένας με τον άλλο μες τη νύχτα και μπήκαμε στη θάλασσα κατ’ οδηγία ενός ντόπιου, να πάμε πίσω από τον βράχο και υπέθεταν ότι πίσω από τον βράχο θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Πού ξέραν κι αυτοί μέχρι πού είχαν φτάσει οι Τούρκοι, ήταν και η τρέλα της στιγμής. Εγώ λιγοψύχησα εκείνη τη στιγμή, μπήκα μέχρι τα γόνατα στο νερό, μπουσουλώντας, έρποντας, και σκέφτηκα «πού πας τώρα. Ούτε και τα μέρη ξέρεις, ούτε από δω είσαι. Αν γινόταν αυτό στο Μαλάκι ή στα Καλά Νερά εντάξει». Ήταν ένα μέρος που δεν το είχα περπατήσει και γύρισα πίσω. Ε, μετά από λίγη ώρα που φύγαν κάποιοι πυροβολικοί την ώρα που πήγαν να στρίψουν ήταν κάποιοι Τούρκοι εκεί, τους σκότωσαν. Και αγρίεψαν οι Τούρκοι μετά και ως τα ξημερώματα κλωτσούσαν και χτυπούσαν και μετρούσαν και την άλλη μέρα κάποια στιγμή μας πήραν από κει, τους πιο εύσωμους, αυτούς που θεωρούσαν πιο επικίνδυνους σωματικά και μέσα σ’ αυτούς πήραν και μένα, ήμασταν γύρω στα 15-16 άτομα, άντρες, μας βάλαν και περπατήσαμε ξυπόλητοι μέσα στα μονοπάτια και φτάσαμε σε ένα συγκρότημα με κάποια σπίτια, λίγα σπίτια, μάλλον εξοχικές κατοικίες, και μας βάλαν μέσα στα σπίτια εκεί, για να μας φυλάξουν, να μας φυλακίσουν, για καλύτερο έλεγχο. Μας μοίρασαν τους λιγότερους μέσα στο οίκημα που είχαν καταλάβει. Εκείνη τη στιγμή είδα και έναν Τούρκο να φωτογραφίζει ένα λάφυρο, μια λεκάνη τουαλέτας. Δεν είχε ξαναδεί λεκάνη τουαλέτας…».

Αιχμάλωτοι στην Τουρκία

Εκτέλεση…
Ο Άγγελος Βουγιούκας συνεχίζει την διήγησή του: «Μετά από κει μας πήγαν σε μία αποθήκη, που ήταν 1,5-2 μέτρα. Εκεί μέσα μας στοίβαξαν – από πάνω ήταν ελενίτ και γύρω γύρω τσιμεντόλιθοι, στους οποίους αλλού υπήρχε τσιμέντο, αλλού δεν υπήρχε, μας πέταξαν μέσα από το μεσημέρι της επόμενης μέρας, περάσαμε όλη τη νύχτα εκεί δραματικά, 17 άτομα, χωρίς εξαερισμό, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς τίποτε, άλλοι λιποθυμούσαν, να μη χωράμε να καθίσουμε, όλοι οκλαδόν, κάτω από την κούραση, καθόμασταν εναλλάξ. Μισή ώρα ο ένας, μισή ο άλλος. Οι μισοί ήταν όρθιοι και οι μισοί κάθονταν. Όταν ήμασταν όρθιοι, περιφερόμασταν γύρω – γύρω, για να πάμε στις τρύπες των τσιμεντόλιθων, όπου υπήρχε εξαερισμός, για να πάρουμε λίγο αέρα. Έτσι, λοιπόν, είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα, είμαι ο επόμενος να πάω στον «αναπνευστήρα», που λέγαμε. Δίπλα μου είναι ο συγχωρεμένος ο Μελής, ένας Ελληνοκύπριος, ο οποίος φοιτητής στην Αθήνα στη Νομική και ο οποίος με είχε καταλάβει ότι ήμουν από την Ελλάδα. Ήταν η σειρά μου μετά απ’ αυτόν στον «αναπνευστήρα». Τον σκούνταγα, του έλεγα ότι δεν αντέχω και μου έλεγε όχι κουμπάρε, θα λιποθυμήσω. Αριστερά μου ήταν ο συνοδηγός μου, ο συντοπίτης του τραυματία, ο Κωνσταντίνος ο Σπάος. Περιττό να σας πω ότι τον τραυματία που μεταφέραμε, τον Ιωάννη Κόκκινο, όταν φτάσαμε εκεί στο Πέντε Μίλι και τον είδαν τον τράβηξαν απ’ τα πόδια έξω από το αυτοκίνητο, έπεσε στο χώμα, το χέρι του και τα πλευρά του μείναν μέσα στο αυτοκίνητο και τον σκότωσαν, εκεί μπροστά στα μάτια μας. Μέσα στους ανθρώπους στην αποθήκη υπήρχε ο Δημήτρης ο Αγαπίου, ένας από τους οποίους με βοήθησε πάρα πολύ εκείνες τις στιγμές, μεγαλύτερος από μένα, ο οποίος ήταν στα πέριξ γαμπρός. Δεν ήταν μάχιμος. Αυτός κατάλαβε ότι ήμουν Ελλαδίτης και ήρθε δίπλα μου και άρχισε να μου κάνει γρήγορα μαθήματα επιβίωσης, μου είπε να πω ότι είμαι από την τάδε οικογένεια, μένεις στον τάδε δρόμο, είσαι ανιψιός της κυρά Μαρίκας κ.λπ. Εγώ άκουγα αυτά που μου έλεγε και τότε δεν καταλάβαινα ότι ήθελε να με βοηθήσει. Και εκείνη τη στιγμή έγινε το μοιραίο. Οι Τούρκοι απ’ έξω, δεν πιστεύω κατόπιν διαταγής, ίσως από κάποιον εκνευρισμό, είχαν στήσει οπλοπολυβόλο, και κάποια στιγμή τράβηξαν τη σκανδάλη και φύγαν 5-6 σφαίρες. Έτσι όπως καθόμουν οκλαδόν κάτω και δίπλα μου ήταν ο Μελής, στην προσπάθειά μου να του ζητήσω, να με αφήσει να μπω στη χαραμάδα να αναπνεύσω, είχα πλέον παραιτηθεί και είχα σκύψει το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια μου. Ήμουν κουρασμένος.

Τότε ήταν που φύγαν οι σφαίρες, αποκεφάλισαν τον Μελή, τις σφαίρες τις ένιωσα και τις νιώθω ακόμη, πέρασαν πάνω από τον αυχένα μου. Αριστερά μου καθόταν ο Σπάρος, ο οποίος είχε το κεφάλι του στους τσιμεντόλιθους, ήταν όρθιος, και οι σφαίρες πέρασαν και του αφαίρεσαν όλη την κάτω σιαγόνα. Επενέβησαν κάποιοι πιο ψύχραιμοι Τούρκοι – Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι, άνοιξαν την πόρτα και μας βγάλαν έξω. Εν τω μεταξύ λόγω της κατάστασης, του ιδρώτα, των πολλών ωρών – σκεφτείτε 17 άτομα μέσα χωρίς να μπορούν να τακτοποιηθούν, να αφοδεύσουν κ.λπ., τη μπόχα που έβγαλε μόλις άνοιξαν την πόρτα. Οι Τουρκοκύπριοι κλείσαν τις μύτες τους και φύγαν μακριά και μας βγάζαν έξω, βγάλαν τον Μελή ακέφαλο, βγάλαν τον Σπάρο χωρίς σιαγόνα και βγάλαν και μένα γεμάτο θραύσματα κρανίων, σαρκών. Εκείνη τη στιγμή κατέφτασαν και κάποιοι, εγώ μέσα στα αίματα και μέσα στον ιδρώτα, μισολιποθυμισμένος, ξαπλωμένος κάτω στις πλάκες της αυλής προσπαθούσα να δαμάσω την πείνα μου, τη δίψα μου η οποία ήταν τεράστια, η πείνα αντέχεται, η δίψα δεν αντέχεται, είχε κάτι νερά στις πλάκες και έγλυφα τις πλάκες και έτρωγα κάτι σταφύλια που είχαν πέσει από πάνω, με είδαν ότι κουνήθηκα, κάποιος μου έριξε και έναν κουβά νερό, κουνήθηκα εγώ, μόλις συνήλθα και είδα τι γίνονταν γύρω είδα πολλούς αξιωματικούς Τούρκους, όλα τ’ άλλα τα παιδιά ήταν σε κατάσταση άθλια, οι οποίοι έφεραν φορεία, ήρθαν με τρία φορεία για να σηκώσουν τα τρία πτώματα. Το τρίτο πτώμα ήμουν εγώ. Αν δεν είχα συνέλθει εκείνη τη στιγμή θα με είχανε βάλει μέσα στην κουβέρτα και θα με είχαν πετάξει σε κανέναν ομαδικό τάφο ζωντανό. Έτσι, είχα την ευλογία και όχι την τύχη, τύχη είναι όταν κερδίζεις το ΛΟΤΤΟ, η ευλογία είναι όταν ζεις, όταν οι άλλοι πεθαίνουν. Και ευχαριστώ τον Θεό και την Παναγία που με βοήθησαν να επιβιώσω, να γυρίσω, να φτάσω σήμερα εδώ που έφτασα. Δεν με πήγαν ούτε σε νοσοκομείο, ούτε σε ιατρείο».

Στην Τουρκία
Και συνεχίζει ο κ. Βουγιούκας: «Μετά την αποθήκη και το περιστατικό της εκτέλεσης αυτής, μάς φόρτωσαν σε κάτι φορτηγά, που μετέφεραν άμμο, φανταστείτε μας γυμνούς με το εσώρουχο στην καρότσα ενός φορτηγού, το οποίο ήταν ώρες στον ήλιο. Αυγό να πετούσες θα τηγανιζόταν. Μας φόρτωσαν όπως – όπως μέσα σαν σακιά, ανοικτό φορτηγό αυτό, αυτό έγινε στις 23 του μηνός, μόλις είχαν καταλάβει την Κερύνεια… Ανεβήκαμε τον Άγιο Ιλαρίωνα και μετά κατηφορίσαμε προς τον κάβο της Λευκωσίας, στο πρώτο χωριό λέγεται Αδίρτι που βρήκαμε. Εκεί μας πήγαν και μας πετάξαν σ’ έναν στάβλο, που λίγο πριν είχαν γουρούνια. Είχαν βγάλει τα γουρούνια, είχαν δέσει συρματοπλέγματα στα κάγκελα, για να μην αποδράσουμε. Πέταξαν πρώτα εμάς τους 20 και αμέσως μετά ήρθε άλλο φορτίο, με άλλους 20. Την πρώτη νύχτα που μείναμε εκεί, τα χαράματα, ήρθε η περιβόητη αιχμαλωτισμένη μοίρα πυροβολικού της 181 Μοίρας, που ενεπλάκη στην τρομερή μάχη με τους Τούρκους στην περιοχή του Συγχαρί, γύρω στα 5-6 χλμ. από κει έγιναν μάχες και από κει φέραν όσους αιχμαλώτισαν, 150 περίπου άτομα, δεμένα πισθάγκωνα με καλάμια, ανά τετράδες, χωρίς παπούτσια, μέσα στα βράχια, έφτασαν τα χαράματα σε αθλιότατη κατάσταση. Εμείς που ήμασταν εκεί πιο μπροστά, λέγαμε ότι εμείς περάσαμε καλά σε σχέση με αυτούς. Εκεί έγιναν και οι πρώτες ανακρίσεις. Μας καλούσαν ανά 3-4, μας φόρτωναν σ’ ένα αγροτικό, δεν είχαν ακόμα στρατιωτικά, και μας πηγαίναν μέσα στο χωριό, σ’ ένα σπίτι, το οποίο είχε μετατραπεί σε διοικητήριο. Εκεί ένας Τουρκοκύπριος λοχαγός, αλλά εκπαιδευμένος και μορφωμένος και πρέπει να είχε κάνει και στο εξωτερικό, έκανε ανακρίσεις και έπαιρνε καταθέσεις απ’ τον καθένα, για να καταγράψουν, γιατί έψαχναν να φιλτράρουν, να δουν αν υπήρχαν κάποιοι αξιωματούχοι, για να τους ελέγξουν περαιτέρω και να ξεχωρίσουν όλους τους πολίτες από τους στρατεύσιμους. Πράγματι, πηγαίνω, τον παραμυθιάζω, εμφανίζομαι σαν Ελληνοκύπριος, με κατεβάζουν απ’ την ανάκριση, εγώ είπα όσα μου είχε πει ο Αγαπίου, κι εκεί έρχεται ένα δίδυμο Τούρκων ή Τουρκοκυπρίων απλών στρατιωτών με τα Μ1 και τις ξιφολόγχες, και άρχισαν να μας σουβλίζουν έτσι όπως είμασταν ριγμένοι κάτω στο χώμα της αυλής του σπιτιού, περιμένοντας να ανακριθούν οι υπόλοιποι και εκεί κάποιος Τουρκοκύπριος, ο οποίος ήξερε λίγες λέξεις ελληνικές, μας ρώτησε αν μεταξύ μας είναι ένας Καλαμαράς. Όποιος μου δείξει ποιος είναι ο Καλαμαράς, θα του δώσω και ψωμί και νερό. Και τότε ένας Ελληνοκύπριος στρατιώτης, ένστολος και πρέπει να ήταν και από τη μονάδα του Τρικώμου αυτός, τον οποίο δεν τον είδα ποτέ, υπέκυψε και με κατέδωσε ότι είμαι Ελλαδίτης. Κι εγώ περίμενα εκείνη τη στιγμή να κάνουν έτσι το όπλο και να με καθαρίσουν. Απεναντίας ο Τούρκος – Τουρκοκύπριος στρατιώτης γύρισε την ξιφολόγχη και με ορμή πήγε κατά πάνω του, ευτυχώς κινήθηκε αυτός, αλλιώς θα του την κάρφωνε, και του λέει με βρισιές «άφησε τη μάνα του και τον πατέρα του και ήρθε σε σένα» και γυρίζει και σε μένα και μου λέει «κοίτα ρε ποιους ήρθες να υπερασπίσεις και σε προδώσαν». Αυτομάτως ζητώ ακρόαση πάλι απ’ τον ανακριτή, με ξανανεβάζουν επάνω, αυτός ήταν ένστολος, αλλά λόγω καλοκαιριού το πηλήκιό του το είχε κρεμασμένο επάνω στον καλόγηρο, μαζί με το σακάκι της στολής του. Δεν φορούσε τις φόρμες αγγαρείας, που λέγαμε, ήταν με την πλήρη κανονική στολή εξόδου. Μόλις του είπα ότι θέλω να σας αναφέρω και να σας πω, μπαίνω μέσα στο δωμάτιο, στέκομαι προσοχή και του λέω, αν και ασκεπής, λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω λοχίας Πεζικού Άγγελος Βουγιούκας, αριθμός 146132474/93, ακόμα το θυμάμαι, και βάσει των συνθηκών διατήρησης και διαχείρισης αιχμαλώτων ουδέν άλλο έχω να σας περιγράψω και να σας αναφέρω. Σηκώνεται, πάει στον καλόγηρο, φοράει το σακάκι, φοράει το πηλήκιο, έρχεται μπροστά μου και μου λέει, στρατιώτη καλωσόρισες στον τουρκικό στρατό. Από τότε με είχε βάλει στο μάτι και όσες μέρες καθόμασταν μέσα στον στάβλο, ερχόταν και μας έφερναν και ένα κομμάτι ψωμί, το οποίο ήταν διαφανές και ένα κομμάτι τυρί, που ήταν σαν ζάρι, εμένα μου έφερναν μισή φρατζόλα και ένα κομμάτι τυρί μεγάλο.

Μετά από κει μας φόρτωσαν στα πλοία, μας πήγαν Μερσίνα, από Μερσίνα Άδανα και από Αμάλθεια, μια πόλη στον Πόντο, 60 χλμ. στον Εύξεινο Πόντο, ψηλά. 3 μέρες με το τρένο. Κατά τη μεταφορά από Άδανα προς Αμάλθεια μας επιτέθηκαν οι χωρικοί εκεί ενδιάμεσα σαμποτάραν τη ράγα του τρένου, πήρε το τρένο στη φωτιά, μας μετέφεραν σε άλλα αυτοκίνητα και μας πήγαν στην Αμάλθεια, όπου εκεί παρέμεινα και απελευθερώθηκα στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, 99 μέρες μετά.
Εκείνη η μέρα αφιερώθηκε μόνο στην ανταλλαγή και απελευθέρωση Ελλαδιτών, γιατί πριν και μετά όταν είχαν πλέον συμφωνήσει για την ανταλλαγή – η ανταλλαγή γινόταν 100-100 200-200 άτομα Κυπρίων – εκεί ανταλλαχθήκαν 9 Ελλαδίτες με 24 Τούρκους. Από μας ο μεγαλύτερος σε βαθμό ήταν λοχαγός και απ’ τους Τούρκους ο μικρότερος σε βαθμό ήταν ταγματάρχης. Έχω τα στοιχεία από τον Ερυθρό Σταυρό με τους αριθμούς στρατιωτικών μητρώων και των Ελλαδιτών και των Τούρκων. Και τα ονοματεπώνυμα. Μιλούσα σε κάποια εκπομπή του Μπαϊράκ στα τουρκικά και συμπτωματικά ένας ραδιοερασιτέχνης της εποχής, έκανε ακροάσεις στα υπερβραχέα, έψαχναν το στίγμα και στέλναν ένα καρτ ποστάλ ότι σε άκουσα από τον Βόλο. Και με άκουσε στον Βόλο κάποιος ραδιοερασιτέχνης, ο οποίος ήξερε τουρκικά, με άκουσε που μίλησα ελληνικά και ειδοποίησε τους δικούς μου, ότι με άκουσε, αλλά συμπτωματικά τις επόμενες μέρες μας εντόπισε και ο Ερυθρός Σταυρός και ενημερώθηκε γραπτώς η οικογένειά μου που βρισκόταν τότε στην Αγγλία, η οποία έκανε διάφορες προσπάθειες αναζήτησης. Ο πατέρας μου πήγε Ελβετία, πήγε στα κεντρικά του Ερυθρού Σταυρού, σε συνεργασία με το κλιμάκιο με είχαν εντοπίσει στα Άδανα και είχαμε αλληλογραφία και επικοινωνία βάσει των διεθνών οδηγιών της Διαχείρισης και Διατήρησης Αιχμαλώτων».

Με συμμαχητές του επικού αγώνα πρόσφατα

Σήμερα…
Πώς τον αντιμετωπίζουν σήμερα οι νεοέλληνες; «Έχουν γίνει πολλές εκδηλώσεις, αλλά ο κόσμος μένει πλέον αδιάφορος. Αυτό που με συγκινεί, είναι ότι βρίσκω καθημερινά μερικούς απίθανους ανθρώπους, που δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για την ιστορία και θέλουν να μάθουν από πρώτο χέρι τα γεγονότα», καταλήγει ο Άγγελος Βουγιούκας.

Share

Πρόσφατα άρθρα

Γ. Παπαδόπουλος: Ιστορική στιγμή για το εγχείρημά μας ο αγώνας με την Αγία Άννα

Μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη έδωσε στην εκπομπή "Classico" του Βόλος 98,6 ο ηγέτης του ποδοσφαιρικού τμήματος…

16 Μαρτίου 2024

Μπήκαν σε σπίτι ηλικιωμένης κι έκλεψαν τιμαλφή – Άμεση κινητοποίηση της Ομάδας ΔΙΑΣ Βόλου

Συνελήφθησαν, χθες  το μεσημέρι στο Βόλο, από αστυνομικούς της Ομάδας Δίκυκλης Αστυνόμευσης (ΔΙ.ΑΣ.) Βόλου, τρεις…

16 Μαρτίου 2024

Ντέρμπι Ολυμπιακού-Αγίας Άννας που μπορεί να κρίνει την πρωτιά

Και τώρα οι δυο τους… Σήμερα στις 3.30 μ.μ. διεξάγεται στο ΕΑΚ «Τάκης Συνετόπουλος» το…

16 Μαρτίου 2024

Αγνοεί τη νίκη στην Τρίπολη ο Βόλος

Δεν έχει σημειώσει ποτέ νίκη στην Τρίπολη ο Βόλος απέναντι στον Αστέρα. Σε έξι αναμετρήσεις…

16 Μαρτίου 2024

Στην Τρίπολη με Αστέρα αρχίζει τα πλέι άουτ σήμερα ο Βόλος

Η αυλαία των πλέι άουτ της Σούπερ Λιγκ ανοίγει σήμερα στην Τρίπολη. Στις 5 μ.μ.…

16 Μαρτίου 2024

Σε αποκριάτικους ρυθμούς χθες τα σχολεία του νομού – 600 σουβλάκια στο 1 Γυμνάσιο Βόλου

  Σε αποκριάτικους ρυθμούς κινήθηκαν χθες τα σχολεία της Μαγνησίας, όπου στις πρώτες ώρες έγιναν…

16 Μαρτίου 2024