Θ Plus

Η μαγεία της άγνωστης Κρήτης

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Παράδεισος που νάχει κερδηθεί σε λαχείο δε γίνεται»
Οδυσσέας Ελύτης «Ο Κήπος με τις Αυταπάτες»

«Η Ελληνική γραμμή, προικισμένη από τις προνομιακές γεωκλιματικές συνθήκες, τις καμπύλες των βουνών και το φως, εκτείνεται από την αρχαιότητα ώς τη σύγχρονη εποχή…» γράφει ο Περικλής Γιαννόπουλος στην κλασική πια μελέτη του.
Δεν θα περίμενα ποτέ στην Κρήτη, να βρεθώ σε ένα τέτοιο τοπίο που να ανταποκρίνεται στη θεωρία της «Ελληνικής γραμμής». Κοντολογίς δεν θα περίμενα τέλη του Μάη, να βρω τόσο νερό βαδίζοντας σε μια συναρπαστική γεωλογική χοάνη και με τόσα φωτόνια να κυκλοφορούν γύρω σου.
Η λέξη φαράγγι ίσως να αδικεί ετούτη τη φυσική τομή του κρητικού εδάφους, αφού ξεπερνάει την έννοια και τον ορισμό του.
Κι όμως ο Ρίχτης είναι ένα επιβλητικό και πανέμορφο φαράγγι, μέσα στο οποίο ρυακίζει ένα ασταμάτητο, όλο τον χρόνο, ρέμα που το ακολουθεί η χάραξη του μονοπατιού, από την αρχή (γέφυρα Λαχανά) μέχρι την έξοδό του στη χοχλακούρα της θάλασσας.
Κι είναι επιβλητικό γιατί επιβάλλεται με την ιδιαίτερη σύστασή του (διαρκής ροή, πολύμορφη βλάστηση, επιβλητικά χαράκια, απότομες καταβάσεις, ορμητικοί καταρράχτες, αβαθείς λιμνούλες, κλειστές βάθρες), αλλά και πανέμορφο, καθώς σε ολόκληρο το άνυσμά του το φαράγγι του Ρίχτη αποκαλύπτει διάδοχες και σωρευτικές τις φυσικές του ωραιότητες που θεωρούνται από τις κορυφαίες στην Ελλάδα.

«Το πιο ενδιαφέρον πράγμα στον κόσμο είναι η στιγμή που η πέτρα γίνεται νερό και τανάπαλιν» γράφει στον ίδιο «Κήπο» του ο Ελύτης και γίνεται προφητικός εδώ μέσα.
Η περιοχή του φαραγγιού του Ρίχτη βρίσκεται στην έξοδο του χωριού Έξω Μουλιανά Σητείας, και την αρχή του συναντάς πάνω στον εθνικό δρόμο Αγίου Νικολάου – Σητείας. Ακολουθώντας τον δρόμο από την Παχειά Άμμο για τη Σητεία οδηγούμε παράλληλα με την ανατολική ακτογραμμή του κόλπου του Μεραμπέλου. Περνάμε πρώτα από το χωριό Καβούσι, στα ψηλώματα του οποίου βρίσκεται η αρχαιότερη ελιά στον κόσμο και μετά ανηφορίζουμε για τα πανέμορφα χωριά Λάστρος, Σφάκα και Τουρλωτή. Μετά την Τουρλωτή διασχίζουμε τη χαριτωμένη Μυρσίνη και μπαίνουμε στα Μέσα Μουλιανά.
Συνεχίζοντας τώρα από τα Μέσα προς τα Έξω Μουλιανά περνούμε τον ωραιότατο αυτό οικισμό και καθώς βρισκόμαστε ελάχιστα έξω από το χωριό παρατηρούμε αριστερά μας έναν τσιμεντόδρομο που κατηφορίζει απότομα μέσα στην αρχόμενη χαράδρα. Εκεί διακρίνουμε ένα πλάτωμα στην άκρη του οποίου μια πελώρια πινακίδα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του φαραγγιού και της διαδρομής που ακολουθείται μέχρι τη θάλασσα.
Η εμπειρία της διάσχισής του είναι μοναδική. Ίσως δεν υπάρχει άλλο φαράγγι στην Κρήτη με τέτοια χαρακτηριστικά. Γιατί δεν είναι μόνο τα επιβλητικά χαράκια και η πλούσια βλάστηση που το χαρακτηρίζουν, αλλά η δυνατότητα πεζοπορίας με ένα καταληκτικό σημείο στον καταρράκτη του Ρίχτη, μια από τις ωραιότερες πεζοπορίες στην Κρήτη με απίστευτο φυσικό κάλλος.

Τα σημάδια που έχουν τοποθετηθεί είτε πάνω στα δέντρα είτε στα βράχια είναι άφθονα και κατατοπιστικά.
Το φαράγγι του Ρίχτη είναι κρατικό προστατευόμενο πάρκο που έχει μήκος περίπου τέσσερα χιλιόμετρα, η διάσχιση του οποίου είναι δύσκολη έως αποτρεπτική κατά τη διάρκεια του χειμώνα και μέτρια για όλους τους υπόλοιπους μήνες.
Η βλάστησή του αποτελείται από άγριες μουρνιές, πλατάνια, πικροδάφνες, κισσούς και πάμπολλα αγριολούλουδα. Και φυσικά πλήθος βότανα.
Στη διαδρομή που ακολουθήσαμε μετρήσαμε πολλές μικρές ξύλινες γέφυρες, μια πέτρινη τοξωτή, δυο καταπληκτικούς νερόμυλους και γύρω στα είκοσι περάσματα από τη μια στην άλλη όχθη του ποταμού. Αλλά προπάντων περπατήσαμε αυτό το εξαίσιο μονοπάτι. Ένα μονοπάτι θροφαντό, ευλύγιστο και μακάριο. Τόσο ευλύγιστο που «ιδιοποιείται όλα μας τα βήματα», όπως εύστοχα και ποιητικά το αποδίδει ο Ελύτης.
*

Ο καταρράχτης του Ρίχτη

Ξεκινήσαμε αργά το απόγεμα της 29ης του Μάη, γύρω στις εξίμιση. Ερχόμαστε από τη διάσχιση του Σαμώνιου ακρωτηρίου (Κάβο-Σίδερο) και την επίσκεψη της αρχαίας Ιτάνου, έτσι ώστε να μην μας απομένει πολύς χρόνος για το κατέβασμα του φαραγγιού που βρισκόταν εκείνη τη μέρα τρίτο στη σειρά των ενδιαφερόντων μας.
Για τούτο και το καθυστερημένο μπάσιμο στην κοιλάδα του Λαχανά, από τη γέφυρα του οποίου αρχίζει η καθαυτό πεζοπορία προς την ακρογιαλιά του Ρίχτη.
Εκεί, στη θολωτή γέφυρα του Λαχανά, αφήσαμε το αμάξι και ντυθήκαμε με ελαφρά και κυρίως αδιάβροχα ρούχα και πατούμενα, για να εισέλθουμε στα μυστήρια του συναρπαστικού κόσμου του Ρίχτη.
Χωθήκαμε κάτω από το γεφύρι παίρνοντας ένα υγρό κι ευλύγιστο μονοπάτι που πλησίαζε την πολύβουη ρεματιά. Ύστερα από πέντε λεπτά περπάτημα κάτω από καρυδιές και άλλα οπωροφόρα των περιβολαριών μπήκαμε στην επικράτεια των πλατανιών. Τι ήταν αυτό; Ξαφνικά το μονοπάτι στένευε και το νερό που έτρεχε μαζί μας, στην αρχή λιγοστό, άρχισε να πλουταίνει, με αποτέλεσμα να αναγκαζόμαστε να το περνάμε με ελαφρά πηδηματάκια.
Σιγά – σιγά το ρυακάκι έγινε κανονική ρεματιά, με μπόλικο νερό που για να το ξεπερνούμε έπρεπε είτε να πηδούμε με άλματα είτε να πατούμε πάνω σε στέρεες κοτρόνες που είχαν τοποθετηθεί γι’ αυτόν τον λόγο.

Ωστόσο τίποτα ακόμη δεν έδειχνε το πραγματικό πρόσωπο της χαράδρας και του φαραγγιού. H ισορροπία μας δοκιμαζόντανε κι ο μυστήριος κόσμος του φαραγγιού αποκάλυπτε αργά αργά ένα ιδιότυπο φως κάτω από το λιθανάγλυφο πλαίσιο των βράχων.
Η βλάστηση πύκνωνε δραματικά και τα φυτά – κουρτίνες υψώνανε τεράστιο μπούστο αποτρέποντάς μας συχνά πυκνά να τα διεμβολίζουμε.
Όσο τα περάσματα στενεύανε, άλλο τόσο οι βράχοι θεριεύανε όμως η αρωματοποιία των φυτών μας κρατούσε σε διαρκή εγρήγορση. Το φαράγγι γινόταν απότομο και αμείλικτο στη διάβασή του.

Χρειάστηκε να περάσουμε περί τις είκοσι φορές από τις γλιστερές κοίτες του ποταμού, όταν δεξιά μας εμφανίστηκε ο πρώτος από τους εντυπωσιακούς και ολοπέτρινους νερόμυλους που διατηρούσε λίγο πάνω από την κοίτη του φαραγγιού τα περισσότερα από τα λειτουργικά του στοιχεία. Ήταν όμως κουκουλωμένος από τους κισσούς και φάνταζε ως ένας σκοτεινός πύργος που τον σφιχταγκάλιαζε η λερναία ύδρα των βλαστών.

Από τον ένα νερόμυλο στον άλλο η διάσχιση του φαραγγιού παίρνει άλλο χρώμα και ύφος, καθώς τα βράχια αντικαθιστούν την πυκνή βλάστηση, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται βοηθητικές σκαλωσιές που διευκολύνουν τα περάσματα των βάθρων και των ορμητικών καταρραχτών, οι οποίοι βρίσκουν τρύπες να εκτινάζονται μέσα από τα σιφόνια των βράχων.
Η πορεία γίνεται θριαμβευτική καθώς κινούμαστε κάτω από αψίδες και στεφάνια που ραίνουν με τη σταφυλή τους τα κεφάλια μας μέσα σε ένα κλίμα φωτομέθης και γήινης πανδαισίας.
Βράχια, κισσοί, πικροδάφνες, σιφόνια και τρύπες εναλλάσσονται για να συνδράμουν τελικά στη δημιουργία ενός επίγειου κράχτη και μιας χώρας απρόβλεπτης μακαριότητας.
Διασχίζουμε τη ροή του νερού με λικνιστούς βηματισμούς, περνούμε κάτω από ιοστεφή πλοκάμια, τρυπώνουμε μέσα σε καταφύγια της άγριας ζωής, εισπνέουμε το αμόλυντο συνονθύλευμα ευωδιών της γης, του αέρα, του νερού και όλων των ανεπεξέργαστων οργανικών και ανόργανων στοιχείων του ζωικού περιβάλλοντος.
Στάσεις υπάρχουν πολλές. Φυσικά κιόσκια, βραχώματα με επιστέψεις, κλαδικές πολυθρόνες και λείες επιφάνειες του συμπυκνωμένου χώματος καθιστούν τη στάση και το ρεμβασμό υποχρεωτικά. Γι’ αυτό και ο χρόνος διείσδυσης κι εκτελείωσης της πεζοπορικής μελέτης και θέασης του φαραγγιού, δεν επαρκεί, όση διάρκεια και αν διαθέτεις, αφού πάντα θα μένουν ανίδωτα τα περισσότερα από τα φυσικά ενδιαιτήματα του πολύτιμου αυτού σώματος του φαραγγιού.
Κοντολογίς εδώ μέσα στημονεύουμε με το αδράχτι και το υφάδι του βλαστεμένου μακάριου τόπου όλη μας τη ζωή, ως άλλοι άλκιμοι έφηβοι, φανατικοί οπαδοί της Άρτεμης.
Κι όταν τα πράγματα (η πορεία θέλω να πω) γίνουν ελαφρά αξεπέραστα, οι ανθρώπινες εντολές και βοήθειες (ξύλινα τειχία, σκαλώματα, κουπαστές, στηρίγματα και δίολκοι) που έχουν τοποθετήσει οι αρμόδιοι του Δήμου Σητείας και της Νομαρχίας Λασιθίου) θα είναι καταλυτικά και πέρα για πέρα υποστηρικτικά της ολοκληρωμένης διάσχισης για να μας φέρει τελικά μπροστά σε ένα από τα ωραιότερα τοπία θέασης, δροσιάς και μαγείας του κρητικού πανθέου:
Toν εικοσάμετρο καταρράχτη που αποκαλύπτει το μέγεθος και την ειδή του θαυμαστού Κήπου, μέσα σε μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που όμοιά της δεν έχουμε ξαναειδεί στην Κρήτη…
*
Ο καταρράχτης του Ρίχτη πέφτει σε μια λάκα άπειρης φυσικής ομορφιάς έχοντας δημιουργήσει με την αέναη ροή του ένα εκτεταμένο υγρό πεδίο φυσικής λίμνης, γύρω από την οποία σκαλώνουν μυριάδες βότανα, αγριολούλουδα, θαλλοί, κλώνοι και βλαστήματα της πρωτόγονης υφής και δημιουργίας.
Εδώ μέσα η βλάστηση με τα χλωρά της πτερύγια και τους πράσινους και κρεμαστούς θύρσους της υπογράφει τον πιο ειδυλλιακό θούριο της φυσικής τάξης στη σύγχρονη εποχή. Είναι μ’ άλλα λόγια μια «ποιητική φαντασμαγορία σπάνιων εικόνων» όπως θα την περιέγραφε και ο Walter Bengiamin.
Στην άκρη της λιμνούλας είναι μπηγμένο το πιο όμορφο τραπέζι του κόσμου, με στρωμένα επάνω του όλα τα καλά που ποθεί η ψυχή του ανθρώπου.
Μια «Αρκαδία», με άλλα λόγια, λάγνα, τρυφερή και πνευματική, μα πάνω απ’ όλα ψυχωμένη.
*
Από τον καταρράχτη και μετά το τοπίο ανοίγει, το φαράγγι ντύνεται με την κρητική του σκευή και σε άλλα χίλια τετρακόσια μέτρα θα καταλήξει στην παραλία, για να τελειώσει τον μύθο του και όλη τη ζηλευτή περιπέτειά του. Με την πορεία του το ρέμα υπογράφει την ταυτότητα ενός εκρηχτικού σε ταπεραμέντο φαραγγιού, το οποίο επιεικώς θα λέγαμε πως είναι αξεπέραστο…
Να γιατί το φυσικό τοπίο, εδώ στη ρεματιά του Ρίχτη, βρίσκει την εφαρμογή του στη «θεωρία των αναλογιών» που συναρτώνται κι εκπορεύονται από την περίφημη «Ελληνική Γραμμή» του Περικλή Γιαννόπουλου.
Γιατί εδώ στην Κρήτη συναντούμε την απόλυτη ταυτοποίηση της Γεωπολιτικής Σχολής, δηλαδή της θεμελιωμένης από τον Γιώργο Σεφέρη «θεωρίας του αισθητικού εδαφισμού»…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το