Τοπικά

Η ιστορία των νεανικών χρόνων περνά από το θρυλικό Σανιτάριουμ – Νοσταλγικές μνήμες από το αγαπημένο στέκι των Βολιωτών

Πλήθος οι αναμνήσεις από το θρυλικό Σανιτάριουμ, το αγαπημένο στέκι της νεολαίας του Βόλου, τουλάχιστον για τη δεκαετία του ’80. Με μουσικές μπροστά από την εποχή τους, με παρέες νέων από όλη την πόλη που αναζητούσαν εκεί τις συγκινήσεις της ηλικίας, δεν άργησε να καθιερωθεί σαν «ναός». Θαμώνες του γνωστού κλαμπ θυμούνται τα χτυποκάρδια έξω από την πόρτα του, αλλά και μέσα από αυτήν. Το πάρτι μπορεί να τελείωσε, αλλά οι μνήμες παραμένουν ζωντανές.
Η διαδικτυακή ομάδα 80’s, ’90’ s, 00′ s με τα χιλιάδες μέλη της συνεχίζει να ζωντανεύει μνήμες από τη νυχτερινή ζωή του Βόλου και τα γνωστότερα στέκια της.

«Μετά τον θάνατο του Κώστα του Μπόλλα, στην Κωνσταντινούπολη, το μαγαζί το ανέλαβε ο αδελφός του ο Θωμάς με τη γυναίκα του τη Μάρω. Ήταν οι μέρες του Chevalier του Big Ben και του Αιγόκερου, μέσα στην πόλη. Δύσκολη αρχή για ένα μαγαζί, καθαρά ροκάδικο και ψαγμένο, με πολύ κακή φήμη να κάνει νέα αρχή.
Ο Θωμάς δεν ήθελε τους παλιούς πελάτες και προσπαθούσε να βρει τον τρόπο να μαζέψει τους πιτσιρικάδες και να «καθαρίσει» το μαγαζί και τη φήμη που το ακολουθούσε. Η αρχή έγινε με ένα πάρτι που οργάνωσε μια παρέα και με dj τον Άγη και τον Βογιατζή. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Δειλά – δειλά στην αρχή, αλλά οι παρέες δεν άργησαν να το καθιερώσουν σαν τον «ναό». Ψαγμένες μουσικές, πολύ μπροστά για την εποχή τους κι αργότερα ό,τι ήταν στη μόδα, αλλά ό,τι παιζόταν στο Σανιτάριουμ γινόταν μόδα.
Η εποχή του Πεταλίδη ακολούθησε στο ίδιο μοτίβο κι εκεί έγινε το μεγάλο «μπαμ» και το μαγαζί πλέον καθιερώθηκε ως στέκι που όλοι ήθελαν να μπουν. Το να πεις στο σχολείο ότι έμπαινες Σάνι, σε καθιέρωνε αυτόματα σαν πρώτη «μούρη» στον περίγυρο. Πολλοί ήθελαν να μπουν, αλλά η «πόρτα» της Μάρως ήταν από τις πιο σκληρές για την εποχή της. Έτσι για μια δεκαετία το δρομολόγιο ήταν Μινέρβα για καφέ και μετά ποτό στο Σάνι.
Οι διάφορες «φυλές» που σύχναζαν στον «ναό», ποτέ δεν δημιούργησαν πρόβλημα μεταξύ τους. Ροκάδες, Πανκιά, κυριλέδες κι ο Καλαφίκης (ο μοναδικός του είδους του) ήταν μια παρέα και κάθε μια από αυτές, είχε την ώρα της που θα έπαιζε ο Νίκος τη μουσική τους. Ποτέ δεν υπήρξε φασαρία μεταξύ μας κι όλοι λειτουργούσαμε σαν μια παρέα, με πολύ σεβασμό ο ένας στον άλλον, άσχετα των μουσικών προτιμήσεων, του ντυσίματος και της περιοχής απ’ όπου προερχόμασταν. Παιδιά από καρακέντρο, Νέα Ιωνία, Αγία Παρασκευή, Νέα Δημητριάδα όλοι μαζί, χωρίς κανένα πρόβλημα. Άλλωστε η Μάρω κι ο Θωμάς δεν συγχωρούσαν παρεκτροπές. Τα καλοκαίρια πάλι ήταν γεμάτο παρ’ όλη τη ζέστη και τα καλοκαιρινά μαγαζιά. Τα πρώτα ποτά ήταν πάντα στο Σανιτάριουμ και μετά συνεχίζαμε στα καλοκαιρινά κλαμπ. Μια ολόκληρη δεκαετία κράτησε «το πάρτι» κι ευτυχώς είμασταν όλοι εκεί να το ζήσουμε.
Μετά άνοιξε το Nuts και ειδικά με το Four By Four έκλεισε κι αυτός ο κύκλος. Μια πολύ όμορφη δεκαετία με πολύ ωραίες αναμνήσεις, φιλίες και γνωριμίες, που αντέχουν ακόμη κι ως σήμερα».

Σταθμός στη ζωή των εφήβων του Βόλου
Ο Θανάσης Νάνος θυμάται με νοσταλγία πρόσωπα φίλων, συναντήσεις, ξεχωριστές στιγμές: «Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω; Κάθε γενιά κουβαλάει στην πλάτη της την ιστορία της. Αυτή που γράφουν οι καταστάσεις της εποχής και αυτή που γράφει μόνη της. Σηματοδοτεί τις περιόδους της ζωής της έχοντας διάφορους «σταθμούς».
Έτσι και η δικιά μας. Είχε τα στέκια της. Ένα μαγαζί που ξέραμε ο ένας τον άλλο. Γνωριστήκαμε, κάναμε παρέες ή μάλλον παρέα. Μια παρέα όλο το μαγαζί.
Από νωρίς ο κόσμος «ουρά». Ν’ ανάψει το προβολάκι πάνω απ’ την πόρτα και να δώσει το σύνθημα για την είσοδο. Το δάχτυλο στο κουδούνι. Το εσωτερικό φωτάκι άναβε. Το παραθυράκι άνοιγε και τα μάτια της Μάρως σε σκάναραν. Άνοιγε ο σύρτης κι αισθανόσουν μια ευχαρίστηση, έναν ενθουσιασμό που δεν καταλάβαινες γιατί άλλο τον ένιωθες.
Πρώτη αίσθηση η ιδιαίτερη μυρωδιά. Ναι… Ο Θωμάς σφουγγάριζε με κολόνια. Πρώτη εικόνα, ο Νίκος. Dj στην υπερυψωμένη θέση του να σε κοιτά και να κουνάει το κεφάλι του για να σου πει «γεια». Αργότερα ο Θανάσης, ο Νίκος, ο Άγης, ο Λάκης… ίσως και κάποιοι που δεν θυμάμαι. Όλοι τους μορφές. Όλοι τους φίλοι μας. Και σιγά σιγά μαζευόταν η παρέα. Γέμιζε το μαγαζί. Η μουσική δυνατή και ένα βουητό από το ανθρώπινο μελίσσι ακουγόταν πίσω από τη μουσική. Σε μια γωνιά Θανάσης, Μάκης, Θέμης, Παναγιώτης, Αλέκος, Τέλης… και ας με συγχωρέσουν όσοι ξεχνώ…
Εξάλλου θα έπρεπε να γράφω πολλές ώρες ονόματα. Όλοι μας με το ποτό και το τσιγάρο στο χέρι να κουνιόμαστε και να ρίχνουμε ματιές, στα κορίτσια που βρίσκονταν απέναντι, προσπαθώντας να κλέψουμε ματιές.
Ο καθένας μια ιστορία μόνος του και όλοι μαζί η ιστορία των νεανικών μας χρόνων. Και δεν τελείωνε εκεί. Είχε και πολλές εκπλήξεις το μαγαζί.
Κάποτε άνοιξε η πόρτα αργά… πρωινές ώρες και άρχισαν να μπαίνουν λαμαρίνες με πλαστικά πιάτα που είχαν μέσα… πατσά. Ναι πατσά!
Μια παραμονή Πάσχα ήρθαν ψητά αρνιά… για όλους μας. Διαγωνισμοί, καλλιστεία, συναυλίες κατά καιρούς στο μαγαζί. Και οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια πέρασαν. Πήγαμε φαντάροι, γυρίσαμε, ξαναβρεθήκαμε. Μεγαλώσαμε…».

«Σε θυμάμαι… Ήμουν κι εγώ εκεί…»
Ο Aλέκος Μαυρίδης δεν ξεχνά τα εφηβικά χτυποκάρδια μέσα και έξω από το αγαπημένο στέκι: «Πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι δουλεύουν στο εξωτερικό, άλλοι χάθηκαν… Άλλοι ζουν στην πόλη μας γράφοντας ακόμα την ιστορία της ζωής τους. Συναντιόμαστε στον δρόμο, χαιρετιόμαστε και ας μη θυμάται ο ένας το όνομα του άλλου.
Θυμόμαστε όμως κάτι: Ότι έχουμε ιστορία κοινή για αρκετά χρόνια. Κοινές νύχτες, κοινά μεθύσια, κοινές τρέλες και έναν κοινό τίτλο. Ήμαστε όλοι Σανιταρόβιοι. Έτσι μας φωνάζουν και ακόμα μεταξύ μας έτσι ξαναγνωριζόμαστε.
Πολλές φορές κάποιοι μου συστήθηκαν με τη φράση «σε θυμάμαι από το Sanitarium. Ήμουν κι εγώ εκεί…».
Με τη σκέψη μας ακόμη εκεί είμαστε. Γιατί αυτά είναι τα εφηβικά μας χρόνια, αυτά τα καρδιοχτύπια μας, αυτά οι παρεξηγήσεις μας, αυτά οι αγκαλιές μας και αυτός ένας από τους αγαπημένους τόπους που μας στιγμάτισαν. Αυτό ήταν το Sanitarium».

Φιλ Παπαδόπουλος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το