Τοπικά

Γύρισαν σώοι από την κόλαση… “Θ”

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

 

«Μπαμπά θα ζήσουμε; Δεν θέλω να πεθάνω, θέλω να ζήσω», ήταν τα συγκλονιστικά λόγια του 9χρονου γιου του ζευγαριού

Γύρισαν από την κόλαση στο σπίτι τους στο Βόλο. Η οικογένεια του Χρυσόστομου Αποστόλου έζησε τη φρίκη του Norman Atlantic στην Αδριατική, ενώ ο στο πλοίο San Giorgio του ιταλικού πολεμικού ναυτικού βρίσκεται ακόμη ο Δημοσθένης Σωτηρόπουλος, ηλεκτρολόγος, μέλος του πληρώματος του Norman Atlantic από τα Άνω Λεχώνια. Από προχθές το μεσημέρι που επικοινώνησε με την οικογένειά του για να ενημερώσει ότι είναι καλά, κανείς δεν γνωρίζει τα ίχνη του. Πρόλαβε όμως να περιγράψει στους δικούς του τη φρίκη, που έζησε.

«Μπαμπά θα ζήσουμε; Δεν θέλω να πεθάνω, θέλω να ζήσω», ήταν τα λόγια του 9χρονου γιου του Χρυσόστομου Αποστόλου, που συγκλόνισαν τον ίδιο και τη γυναίκα του Αριάδνη . ‘Ηταν η ώρα που οι δύο γονείς, αγκαλιά με τα παιδιά τους στο κατάστρωμα του πλοίου,  δεν μπορούσαν να δώσουν καμία απάντηση , ήταν η ώρα που κανείς δεν ήξερε αν θα ζει, το επόμενο λεπτό. Η οικογένεια Αποστόλου είχε επισκεφθεί ξανά την  Ιταλία και το καινούργιο χριστουγεννιάτικο ταξίδι θα ήταν ένα δώρο στα παιδιά, ηλικίας 14 και 9 ετών. Κανείς δεν περίμενε ότι θα εξελισσόταν στον απόλυτο εφιάλτη. «Βρισκόμασταν μέσα στην καμπίνα και κατά τις τρεισήμισι τα ξημερώματα άκουσα πόρτες να χτυπούν και αναστάτωση στο διάδρομο. Όταν άνοιξα να δω τι συμβαίνει κάποιος φώναξε fire alarm. Αμέσως σηκωθήκαμε να βγούμε έξω σε κατάσταση πανικού και την ίδια ώρα ακούγονταν εκρήξεις. Λιώνανε οι λαμαρίνες από τη φωτιά που ξέσπασε στα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων . Δεν γνωρίζω , αλλά κάποιοι άνθρωποι μέσα σε φορτηγά σίγουρα  κοιμόντουσαν… Με τα πράγματά μας στο χέρι ψάχναμε διέξοδο και διαπιστώνουμε ότι είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα κατάστρωμα , με τις πόρτες δεξιά και αριστερά μας κλειδωμένες και τη φωτιά να πλησιάζει», αφηγείται. Εκείνη την ώρα το μυαλό δεν μπορεί να σκεφθεί καθαρά και μέχρι να διαπιστώσουν που βρισκόταν η σκάλα που οδηγούσε στο ψηλότερο κατάστρωμα του πλοίου πέρασαν λεπτά πανικού. «Μέχρι να βρούμε διέξοδο σκεφθήκαμε ακόμη και να πηδήξουμε στη θάλασσα. Ήταν μια νύχτα εφιάλτης, μια νύχτα που συνωμότησε το σύμπαν. Μια νύχτα με δέκα μποφόρ, χαλάζι και βροχή». Όταν έφτασε το πρώτο  ελικόπτερο η απομάκρυνση των πρώτων επιβατών ήταν δοκιμαστική.  Μέσα στη φωτιά, τον καπνό και τι άθλιες καιρικές συνθήκες το μόνο που μετρούσε ήταν η ψυχραιμία, λέει ο ίδιος. Με τις πρώτες πτήσεις, αποχωρίστηκαν το ένα παιδί τους καθώς ο επιχειρησιακός σχεδιασμός επέβαλε να απομακρυνθούν πρώτα τα παιδιά, μετά οι γυναίκες και τελευταίοι οι άνδρες. «Επικρατούσε χάος. Ορισμένοι ήθελαν να πάρουν μαζί ακόμα και τα πράγματα που περιέσωσαν αλλά αυτό απαγορευόταν. Με τη δεύτερη πτήση έφυγε το ένα παιδί και μετά από δέκα επιχειρήσεις διάσωσης το δεύτερο. Όταν έφυγε και η Αριάδνη σκέφθηκα πως εφόσον σώθηκαν δεν με ένοιαζε ακόμα και να πεθάνω. Ήθελα μόνο να φύγουν, να φύγουν, τίποτα άλλο». Χθες  που μιλήσαμε στο τηλέφωνο από μέσα ακούγονταν χαρούμενες παιδικές φωνές. «Τα παιδιά παίζουν, όπως τα ακούς. Αντιμετωπίζουν τα πράγματα σα να μην έχει συμβεί τίποτα, σα να μην το ζήσαμε όλο αυτό. Δεν το πιστεύω ακόμα ότι έχουμε βγει ζωντανοί», καταλήγει, ένας άνθρωπος που φοβήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το