Πολιτισμός

Γιώργος Πράτανος: «Ο φανατισμός, το μίσος, ο σκοταδισμός δεν μας επιτρέπουν να αναγνώσουμε καθαρά τη ζωή μας»

Ο Γιώργος Πράτανος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978. Το 2002 ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα. Το 2005 μετακομίζει στην Αθήνα. Έχει εργαστεί στο About Thessaloniki, το Μακεδονία TV, το Alter, το Down Town, το Nitro, το Vice, το People… Σε ένα από τα ρεπορτάζ του γνώρισε την οικογένεια του Πάτροκλου Σταύρου, θετού γιου της Ελένης Καζαντζάκη, που αποτέλεσε και το ερέθισμα για να ερευνήσει πτυχές της ζωής και του έργου του πιο σπουδαίου Έλληνα στοχαστή της νεότερης Ελλάδας.
Τα στοιχεία της έρευνας αυτής μετέφερε στο βιβλίο του «ο Ανεπιθύμητος Νεκρός» (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα), ένα μυθιστόρημα για τις αναμνήσεις μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια, μια καταβύθιση στις σκέψεις ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών, αλλά κυρίως η διαδρομή ενός ανθρώπου που ήταν λεύτερος, γιατί δεν φοβόταν να πεθάνει.

– Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός, το μυθιστόρημά σας με κεντρικό άξονα την επιστροφή της σορού του Νίκο Καζαντζάκη από το Φράιμπουργκ στην Ελλάδα. Θέλετε να μας δώσετε λίγα στοιχεία;
Το μυθιστόρημα ξεκινά τη στιγμή που ο Νίκος Καζαντζάκης πεθαίνει. Η σύζυγός του, Ελένη, δεν έχει απλά το βάναυσο καθήκον να θάψει τον σύζυγό της, αλλά θα πρέπει και να υποστεί έναν ιδιότυπο πόλεμο από τους εχθρούς του νεκρού συζύγου της, το Κράτος και την Εκκλησία. Σε αυτή την πορεία των εννιά ημερών, μέχρι την κηδεία του στο Ηράκλειο, από το μυαλό της Ελένης περνάνε όλες εκείνες οι στιγμές που χαρακτήρισαν την κοινή ζωή τους.
Ταυτόχρονα στην Αθήνα, ο 23χρονος δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός αναλαμβάνει την κάλυψη της κηδείας του Γίγαντα των ελληνικών γραμμάτων. Ως νεαρός ρεπόρτερ θα πρέπει να μάθει για τη ζωή του μεγάλου στοχαστή και ταυτόχρονα να καταγράψει τις αντιδράσεις της Εκκλησίας και του Κράτους έπειτα από τον θάνατο του μεγάλου στοχαστή.

– Τι σας παρακίνησε να γράψετε για τον Καζαντζάκη;
Είναι μια ιστορία που έπρεπε να βγει από το σκοτάδι της λήθης στο φως. Πρέπει να παραδειγματιστούμε από αυτήν, να μάθουμε ως λαός και ατομικά, πως ο φανατισμός, το μίσος, ο σκοταδισμός δεν μας επιτρέπουν να αναγνώσουμε καθαρά τα γεγονότα της ζωής μας, άρα και την ίδια μας τη ζωή. Πρέπει να ξεφύγουμε από αυτό το φαύλο μοτίβο: Αποδοκιμάζουμε οτιδήποτε το διαφορετικό, χωρίς να το εξετάσουμε, χωρίς να το γνωρίσουμε. Υπάρχουν άνθρωποι με μηδενική ανοχή, λες και ζούνε μόνοι τους σε αυτόν τον κόσμο.
Ο άνθρωπος που με παρακίνησε να γράψω την ιστορία, είναι ο Σωτήρης Χατζάκης. Όταν του τη διηγήθηκα μου ζήτησε να του τη γράψω, για να την κάνει θεατρική παράσταση. Τα ευρήματα όμως κατά την έρευνα ήταν τόσα πολλά, που για να τα συμπεριλάβω όλα αποφάσισα να γίνουν βιβλίο.

– Η Ελένη ήταν η γυναίκα που τον συνόδευσε στο εξωτερικό και του στάθηκε ώς το τέλος της ζωής του. Ήταν και η γυναίκα που τον σημάδεψε;
Ναι. Αν δεν υπήρχε η Ελένη δεν θα διαβάζαμε ποτέ τον Αλέξη Ζορμπά, το Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, τον Τελευταίο Πειρασμό. Ήταν εκείνη που τον παρότρυνε να γράψει, την ώρα που εκείνος επέμενε πως δεν μπορεί να γράψει μυθιστορήματα. Ταυτόχρονα, ήταν η διορθώτριά του, η γραμματέας του, η μάνατζέρ του, η σύζυγός του, η νοικοκυρά, η νοσοκόμα του. Οπότε, είναι η Ελένη που διαμόρφωσε αυτό που στις ημέρες μας βλέπουμε ως Νίκο Καζαντζάκη. «Είναι ο Άη Γιώργης μου» έγραφε για εκείνη σε επιστολές προς φίλους.

– Αναφέρεστε συχνά στην πρώτη σύζυγό του, τη Γαλάτεια, όχι με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια. Ήταν όντως η κύρια αιτία του διασυρμού του ονόματος του Καζαντζάκη σε σημείο να μην τον υπολήπτεται κάποια μερίδα Ελλήνων;
Δεν είναι μια προσωπική εκτίμηση. Η Γαλάτεια έγραψε ένα βιβλίο λίβελο, όπου «φωτογραφίζει» την κοινή ζωή τους, πάντοτε υποκειμενικά… Αυτό έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και συζητήθηκε πολύ στην Αθήνα εκείνης της εποχής, οπότε δεν μπορούσα να μην αναφερθώ σε αυτό.
Ο Καζαντζάκης, μέχρι να γνωρίσει την Ελένη, πιστεύω πως «περίμενε» τη Γαλάτεια. Ήταν ο νεανικός του έρωτας, η αιτία της επανάστασης κόντρα στον παλαιών αρχών πατέρα του. Και ήταν θεωρώ ο ανταγωνισμός στη σχέση τους που έφερε τον χωρισμό. Υπάρχουν στο βιβλίο ακόμη και οι… δημόσιες επιθέσεις της Γαλάτειας προς τον Νίκο, μέσω εφημερίδων! Έτσι, υπήρξαν σύντροφοι της Γαλάτειας που επηρεάστηκαν.
Από εκεί και πέρα, θα πρέπει να αναφέρουμε πως η Γαλάτεια ήταν μια από τις πιο μαχητικές γυναίκες της εποχής της, που πάλεψε κι εκείνη από το μετερίζι που επέλεξε.

– Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημά της είναι και ο αείμνηστος δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός που ασχολήθηκε με την περίπτωση της ταφής του Καζαντζάκη στην Ελλάδα. Πόσο σημαντική θεωρείτε τη συμβολή της δημοσιογραφίας και του ρεπόρτερ σε ανάλογες περιστάσεις;
Κομβικής σημασίας. Αρκεί να πούμε πως εκείνη την εποχή, που δεν υπήρχε τηλεόραση, ο δημόσιος διάλογος γινόταν μέσω άρθρων. Υπήρχαν οι λαϊκές και οι σοβαρές εφημερίδες και οι αρθρογράφοι πολλές φορές ξιφουλκούσαν. Στην περίπτωση του Καζαντζάκη, το Βήμα και η Καθημερινή ήταν υπέρ του, με τις λαϊκές εφημερίδες να ρίχνουν τόνους λάσπης εναντίον του.
Υπήρχαν τότε δημοσιογράφοι αξιοσέβαστοι, που και πάλι, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν πολλά δεινά.

– Το 1957 ήταν μια εποχή δύσκολη για την Ελλάδα και γενικότερα για όποιον στόχευαν κάποιοι κι επιθυμούσαν την εξόντωσή του. Στην σημερινή εποχή ποια μέσα θεωρείτε ότι θα έβαζαν φραγμό στις ασύδοτες φήμες;
Κανένα μέσο, δυστυχώς! Μπορείς να διαδίδεις όποια βλακεία σου κατεβαίνει στο Διαδίκτυο και να βρίσκονται βλάκες που λατρεύουν που ψάχνουν παντού θεωρίες συνομωσίας. Δείτε τι γίνεται με τους χρυσαυγίτες, τους φασίστες, δείτε ακόμη εκείνους που πιστεύουν πως η Γη είναι επίπεδη! Αν πάμε και λίγο πιο μακριά, βλέπουμε πως εκλέχθηκε ο Τραμπ: Με fake news. Βέβαια, ευθύνη σε αυτό φέρουν και οι δημοσιογράφοι, που κατάφεραν να απαξιώσουν το λειτούργημά τους.

– Ποια στοιχεία και ποια σημεία σάς προβλημάτισαν περισσότερο στη συγγραφή του βιβλίου σας;
Κατά πρώτον, έπρεπε να σιγουρευτώ για τα γεγονότα. Μετά τη συνάντηση με τον ιερέα που έθαψε τον Καζαντζάκη, ήμουν σίγουρος. Κατά δεύτερον, ήθελα να αποτυπώνεται επακριβώς η εποχή, γιατί μόνο έτσι μπορείς να κατανοήσει ο αναγνώστης το πλέγμα μέσα στο οποίο κινούνται οι πρωταγωνιστές.
Με προβλημάτισε αρκετά το στιλ της γραφής, αφού καταπιάστηκα με έναν κορυφαίο του είδους. Έγραψα και έσβησα τις δύο παραγράφους πολλές φορές μέχρι να καταλήξω στην οριστική επιλογή μου.

– Είχατε δει την ταινία Καζαντζάκης του Γιάννη Σμαραγδή; Θεωρείτε ότι απέδωσε το χαρακτήρα και τη ζωή του πιστά;
Όχι, δεν την είδα. Είδα κάποια τρέιλερ και κατάλαβα πως ο σκηνοθέτης έχει μια άλλη «ματιά» από τη δική μου. Εγώ δεν θέλησα να δώσω κάποια εξήγηση, προτίμησα να σταθώ στα καθοριστικά γεγονότα της ζωής του και να βγάλει ο ίδιος ο αναγνώστης τα συμπεράσματά του. Προσπάθησα η αφήγηση να μην εκβιάζει το συναίσθημα, μακριά από υπερβολικά σχήματα.

– Ένα μυθιστόρημα που βασίζεται σε υπαρκτό πρόσωπο σίγουρα έχει και στοιχεία μυθοπλασίας. Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι χρειάστηκε να υπερισχύσει ο συγγραφέας έναντι του δημοσιογράφου στο βιβλίο σας;
Χρονικά ο δημοσιογράφος προηγείται του συγγραφέα. Όταν τελείωσε η έρευνα ξεκίνησε η συγγραφή. Αλλά και πάλι, ήθελα να είναι ακριβής ακόμη και ο τρόπος που μιλάνε οι ήρωες. Σημαντική ήταν η συμβολή της Νίκης Σταύρου, Πνευματικής Δικαιούχου των έργων του Νίκου Καζαντζάκη, βαφτισιμιάς και θετής εγγονής της Ελένης Καζαντζάκη.

– Τι σημαίνει για εσάς ο Νίκος Καζαντζάκης;
Είναι ένας φάρος σοφίας για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου και τη ζωή. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η αντιστοιχία λόγου – πράξεων. Ακολουθούσε πιστά όσα πίστευε και κήρυττε δημόσια και στην ιδιωτική του ζωή. Με την τίμια στάση του και το θάρρος αποδείχθηκε για άλλη μια φορά πως η δικαίωση μπορεί να εμφανίζεται πάντοτε καθυστερημένη, αλλά αξίζει τον κόπο να την περιμένει κανείς. Οι εχθροί του ανήκουν πλέον στη λήθη κι εκείνος στο πάνθεον της ιστορίας.

Συνέντευξη: Χαριτίνη Μαλισσόβα
Φωτό: Στέφανος Παπαδόπουλος (People)

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το