Πολιτισμός

«Γαλέττα σκωληκόβροτος, άρτος πικρός και μέλας» – Το ημερολόγιο και το έμμετρο θεατρικό έργο ενός στρατιώτη από τη Ζαγορά

 

Της
Λίνας Θωμά

Γεώργιος Β. Διαμαντάκος, Από τον στρατιωτικόν βίον (Αύγουστος 1916 – Νοέμβριος 1920), Εισαγωγή – Σημειώσεις: Σίμων Βεκρής, εκδ. Αίολος, Αθήνα 2021, σ. 205.
Κρατούσε τις στρατιωτικές του σημειώσεις σε ένα τετράδιο που είχε μαζί του στον γυλιό. Αλλά όταν κυνηγημένος κατέφυγε στους βάλτους να κρυφτεί για να σωθεί από τους Τούρκους μαζί με άλλους Έλληνες στρατιώτες, βρέθηκε παγιδευμένος στο νερό για ώρες. Τα ρούχα του μουσκεύτηκαν, ο γυλιός του βράχηκε. Το μελάνι στο τετράδιό του πότισε, το χαρτί μουτζουρώθηκε. Τα στρατιωτικά του απομνημονεύματα από τη Μικρά Ασία του 1921-22 χάθηκαν για πάντα.
Πόσο μεγάλη ήταν αυτή η απώλεια το καταλαβαίνουμε διαβάζοντας τα προηγούμενα που έγραψε, όταν το έτος 1916, κατατάχθηκε για να υπηρετήσει τον στρατό, στην εποχή του εθνικού διχασμού και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, θα συντάξει και το πρώτο ημερολόγιό του, μαζί με ένα έμμετρο δραματικό ποίημα με άρτια μετρική και ομοιοκαταληξία. Ανάλογη συνέπεια και φροντίδα θα δείξει και στις ημερολογιακές σημειώσεις του: Γλώσσα λόγια, δίχως γραμματικά ή συντακτικά σφάλματα, ένα άριστο επίπεδο γνώσης και χρήσης των αρχαίων τύπων.
Το γεγονός αυτό ξαφνιάζει περισσότερο, αν λάβουμε υπόψη ότι ο Γεώργιος Διαμαντάκος – που έγραψε μονάχα αυτό το έργο στη ζωή του – είχε αναγκαστεί από τον πατέρα του να αφήσει το σχολείο σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών για να γίνει έμπορος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Άριστος και επιμελής μαθητής όπως ήτανε, είχε από μικρός το μεράκι της γνώσης και το ταλέντο της δημιουργίας. Ένα τέτοιο ταλέντο θα δείξει κι εδώ. Ύστερα από τη λήξη του πολέμου, στρατιώτης ακόμα, στην ησυχία του φυλακίου του Σκρα, «όπου δεν έβλεπε άλλο παρά σειράν συρματοπλεγμάτων, πυρομαχικά εγκαταλελειμένα, χαρακώματα αμπριά βουλγαρικά, σκελετούς κόκαλα και κρανία» (σ. 133), θα απαθανατίσει τα γεγονότα, αξιοποιώντας τις ενδελεχείς σημειώσεις του για να μεταφέρει στον υποθετικό του αναγνώστη το άμεσο βίωμα της Ιστορίας. Παράλληλα, θα δοκιμάσει και την ποιητική τέχνη του. Για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του. Ίσως δεν ήταν τυχαίο που το τίμημα της πρώτης αυτής δημιουργίας σημαδεύτηκε στη συνέχεια από μία απώλεια. Κάπως έτσι το μοιραίο αποκτά τη συμβολική του δυναμική.
Στην παρούσα έκδοση, η κατατοπιστική εισαγωγή του Σίμωνα Βεκρή παρουσιάζει τη βιογραφία του Γεωργίου Διαμαντάκου και αναπτύσσει παράλληλα το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του Εθνικού Διχασμού στην κρίσιμη συγκυρία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μελετητής ανατρέχοντας στις σημειώσεις του ημερολογίου, σχολιάζει το ύφος και το περιεχόμενο, ανιχνεύει επιρροές και τάσεις, ενώ προχωρά ακόμα και σε ειδολογικές κατατάξεις με βάση την εξέλιξη του λόγου της γραφής. Έτσι, από το ουδέτερο χρονικό περνάμε στον ζωντανότερο λόγο των απομνημονευμάτων: Ο στρατιώτης αποδεσμεύεται, ξελύνεται όσο πάει και η γλώσσα του λύνεται και αυτή. Οι περιγραφές γεμίζουν, τα περιστατικά της στρατιωτικής ζωής αποκτούν αξιοσημείωτες λεπτομέρειες. Στις δύσκολες αυτές εποχές, ακόμα και η μερίδα του φαγητού περιορίζεται, η ποιότητα χαλάει και η πείνα του στρατιώτη δεν είναι φαινόμενο σπάνιο: «Καθ’ όλην την διάρκειαν του αποκλεισμού, ήτοι από 20ής Δεκεμβρίου 1916 και εντεύθεν η μερίς του άρτου ηλαττώθη. (…) Επί μακρόν διάστημα μάς εχορηγείτο άρτος πικρός και μέλας, προξενών την αηδίαν και την αποστροφήν. Πολλάκις μας εχορηγήθη γαλέττα σκωλικόβροτος, 50 δράμια ημερισίως, εξ’ ων το περισσότερον σκόνη» (σ. 43). Γι’ αυτό τα γλέντια και τα πλούσια τραπέζια των εορτών και κυρίως του Πάσχα παρουσιάζονται στα απομνημονεύματα τόσο διεξοδικά. Μέσα από τις σποραδικές αφηγήσεις της «κραιπάλης», ο φιλέορτος νεαρός στρατιώτης καταθέτει και το μεράκι της ψυχής του.
Παρόλο που ζει σε εποχές εμφυλίου σπαραγμού (καίτοι το Κράτος ήτο διηρημένον και οσημέραι εβάδιζε προς τον εμφύλιον σπαραγμόν), δεν παίρνει θέση υπέρ της μίας ή της άλλης παράταξης. Με την ίδια ψυχραιμία παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση του βασιλιά και του Βενιζέλου: Έχει τη θέση ενός αποστασιοποιημένου παρατηρητή. Σαν να μην του πέφτει έτσι λόγος παρά για τα ενδότερα, να κρίνει τον κόσμο μέσα από τη στέρηση του καθημερινού και τη δυναμική της μάχης, να παρατηρήσει την άλλη πλευρά των πραγμάτων, τη σκοτεινή. Να λογαριάσει τον κόσμο με τα μάτια ενός στρατιώτη υποψήφιου τόσο για τη ζωή, όσο και για τον θάνατο. Και η γνώση του όλη, η προίκα της σοφίας του να είναι αυτή.
Κάπου εδώ εμφιλοχωρεί και η τέχνη του. Στο έμμετρο θεατρικό του έργο, το βουνό, «ο γέρο-Σκρας» ζωντανεύει και δέχεται επίθεση από τις ψυχές των σκοτωμένων, ενώ τα κανόνια και οι οβίδες προσωποποιούνται και αυτά. Προσπαθούν να μοιράσουν την ευθύνη μεταξύ τους. Η μάχη διευρύνεται για να έρθει στο τέλος ο πραγματικός φταίχτης, ο Θάνατος, να πάρει πίσω τους νεκρούς που του έφυγαν να ενωθούν με τις ψυχές τους.
Όπως θα παρατηρήσει και ο μελετητής στην εισαγωγή του, στη φροντισμένη αυτή μετρική σύνθεση είναι εμφανείς οι γλωσσικές επιρροές του δημοτικού τραγουδιού, όσο και οι λόγιες, τις οποίες είχε υπόψιν του ο δημιουργός, όπως για παράδειγμα, η ποίηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Μεταξύ δημοτικής και λόγιας παράδοσης, μεταξύ θεατρικού έργου και ποιήματος, το «ιδιάζον», όπως χαρακτηρίζει «δραματικό έργο» (σ. 28) βρίσκει προκάτοχο στο δραματικό ποίημα του 17ου αιώνα, στη «Θυσία του Αβραάμ» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Τέτοιας λογής τέχνη είναι. Και δεν είναι λίγο που αυτό το άγνωστο ώς τώρα έργο βρίσκει με την έκδοση αυτή τη θέση που του αξίζει μέσα στη βιβλιογραφία.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το