Άρθρα

Εν αρχή ην ο λόγος (;) Β΄

Του Αλέξανδρου Δημητρόπουλου

«Εξ’ όνυχος τον λέοντα», έλεγαν οι πρόγονοί μας όταν ήταν να κινηθούν (συμβολικά) από το μέρος προς το όλον, από το ειδικό προς το γενικό, από τα «ελάσσονα» προς τα «μείζονα». Αλλά είναι και η σχετική μετάβαση «από τον μύθο στον λόγο» – όπως έκαναν (δικοί μας κι αυτοί) οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (6ος π.Χ. αι.): να ερμηνεύεις, δηλαδή, το κοσμικό σύμπαν αλλά και να τακτοποιείς, μέσα σ’ αυτό, τον εαυτό σου. Ας θυμηθούμε τον Ηράκλειτο: «Δεν μπορείς δύο φορές να μπεις στο ίδιο ποτάμι». Έτσι είναι και η επικαιρική μας λεκτική (πάντα από το «λέγω-λόγος») εκρηκτικότητα, όπως και από το πρώτο σημείωμά μας (της προηγούμενης Κυριακής) προσπαθήσαμε να την κουμαντάρουμε!
«Ευκαίρως και επικαίρως» (και πώς αλλιώς να πεις τα επιρρήματα αυτά;) οφείλεις να καταθέτεις τον λόγο σου, καθώς ο καιρός δεν περιμένει, αλλά και επειδή «αι ημέραι πονηραί εισι». Σε κλιμακωτή τριπλή ενότητα, και πάλι, έχουμε και λέμε:

(Α): η λέξη «σορός» (θηλυκού γένους), κατ’ ευθείαν από τον Όμηρο, που δεν έχει βέβαια σχέση με τους «σωρούς (αρσενικού γένους) των σκουπιδιών» που… ταξιδεύουν, ανεμπόδιστα, ανά την Επικράτειά μας. Και είναι μια λέξη, αυτή, που όλο και περισσότεροι την αναμασούν ή και ασεβώς την περιφέρουν… στα Δελτία Ειδήσεων (κατ’ εξοχήν, οι «ειδικοί αναλυτές»), όπως και σε άλλες «ενημερωτικές» -της απόλυτης περιέργειας- εκπομπές, καθότι και τα εγκλήματα -«τιμής ή ατιμίας»- αυξάνονται πλέον κατά γεωμετρική πρόοδο. Την ταυτίζουν, τη «σορό», με τη λέξη «πτώμα» -το άταφο σώμα ενός νεκρού- και μάλιστα έξω από την όλη διαδικασία της κηδείας (από το ρ. κήδομαι=φροντίζω). Ο όρος «σορός», επομένως, αφορά στο ανθρώπινο (άψυχο) σώμα μέσα στο κιβούρι του. Στην Αρχαιότητα υπήρχαν και οι «σαρκοφάγοι» (από πέτρα, μάρμαρο ή και πηλό) που περιείχαν τα «αποτεθειμένα» λείψανα. Εδώ μπορούν να προστεθούν και οι λεγόμενες «λειψανοθήκες», προκειμένου περί Αγίων. Γι’ αυτό -και εκ του αντιστρόφου- δεν εκτίθεται ποτέ σε δημόσιο προσκύνημα ένα πτώμα, αλλά μόνον η σορός του «κεκοιμημένου» (για τους χριστιανούς) αδελφού. Υπάρχει όμως και το παρεπόμενο -όντως περίεργον- της υποθέσεως: να καλούμε συγγενείς και φίλους να προσευχηθούν μαζί μας, στα μνημόσυνα, για τους ανθρώπους μας… «που χάσαμε»! Είναι μια αντίφαση που δεν συνειδητοποιείται ακόμη και από πιστούς χριστιανούς. Και όμως, η γλώσσα τής Εκκλησίας έχει και ακρίβεια και διάκριση και σοφία. Και δεν την αφορά (άπαγε της βλασφημίας!) η «απώλεια του νεκρού», αλλά η επικείμενη Ανάστασή του!

(Β): έχουμε το τρίσημο (με αλληλοπεριχώρηση) λήμμα: Φύλο (γενετικό) – Συζυγία (που δεν ταυτίζεται με τη «συμβίωση») – Γάμος (που προϋποθέτει εντελέχεια – εκπλήρωση ανώτερου σκοπού – κατά τον Αριστοτέλη, αλλά και διάκριση… φυσιολογίας). Δεν βρήκαμε κάποιο επίσημο λεξικό (και των Iindell-Scott περιλαμβανομένου) που να τα γράφει διαφορετικά – κι ας λένε τα δικά τους, εν προκειμένω, «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες» επί των τηλεοπτικών παραθύρων! Είναι, μάλλον, που χάσαμε τ’ αυγά και τα πασχάλια, όλες τις τελευταίες εβδομάδες, στον εκτεταμένο (αλλά όχι και δημοψηφικού χαρακτήρα, επειδή… «θίγεται ο νομικός μας πολιτισμός») διάλογο, με πολιτική, κοινωνική και (άντε και λίγο) εθνική διάσταση και χροιά. Το «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς ο Θεός» έχει το δικαίωμα να μην το ασπάζεται, ως δογματική θέση, κάποιος. Αλλά και το «δημογραφικό» δεν επιλύεται με την πανσπερμία των «προσηλύτων» και με τις «δανειζόμενες» (και με το αζημίωτο προθυμότατες) μητέρες. Είναι σαν να βαφτίζεις το κρέας ψάρι, κατά την «παραδοσιακή (καλογερική, την έλεγαν οι παλαιοί) μεθόδευση». Ή μήπως φταίει (αναρωτιέται κανείς) που σάπισε πια ο ελληνικός λόγος -έχασαν οι λέξεις το νόημά τους- και δε το πήραμε ακόμη χαμπάρι; Τόσο, ώστε να έχουμε περαιωθεί στην άρνηση του «πεπληρωμένου» (η λέξη σημαίνει: αρτιότητα και ουσιαστική -όχι βιτρίνας- κατάφαση της ζωής) ή και, ακόμη, να έχουμε συνταχθεί (καταργώντας την ολότητά μας) στην ανεμπόλιαστη χορεία των «γιαλανζί»: των ημίγαμων, των ημίθνητων, άντε και των «ημιθέων» -η κάστα των κάθε είδους «προνομιούχων»- με την επίκληση μάλιστα του (ενός και μοναδικού) Θεού! «Τα προς τρίτον ίσα και μεταξύ τους ίσα», ως εικόνα ενός ισόπλευρου τριγώνου, μπορεί να έχει -και σίγουρα έχει- μαθηματική αξία. Αλλά στο επίπεδο του ψυχοσωματικού πεδίου το «σενάριο» έχει άλλη ανάγνωση…

(Γ): Ομοφυλία ή Ομοφυλοφιλία; Ερώτημα για τη «διακεκαυμένη» ορολογία που έχει αναχθεί σε θέμα σπουδαιότερο και… από εκείνο της προοπτικής του Ελληνισμού! Και οι απόψεις, ανάλογα με τον «προσανατολισμό» του καθενός/της καθεμιάς, παίρνουν απίθανη «πολυχρωμία». Πού να το φανταζόταν ο Γέρος του Μοριά (που έλεγε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη) ότι η Επανάσταση θα έφτανε να επιλύσει ακόμη και… τα παγκόσμιας εμβέλειας (μέσω των Βρυξελλών) «καυτά» προβλήματα! Και ότι εμείς, τελικά, θα γινόμασταν… οι Ηρακλείς της ελληνικής ετυμολογίας. Έχουμε, λοιπόν, και ξαναλέμε: Ομόφυλος (από το ομού+φύλο) σημαίνει αυτόν που ανήκει στην ίδια φυλή (γένος, φάρα, λαός, έθνος). Όπως λέμε: ομότεχνος, ομοτράπεζος, «ομοούσιος τω πατρί» κ.λπ. Συνεπώς, δεν πρόκειται για τον «ομοφυλόφιλο» – λέξη που είναι τρισύνθετη (ομού+φύλο+φιλία). Δηλαδή: ενώ στην πρώτη περίπτωση -ομοφυλία- κυριαρχεί η σημασία του «ανήκειν» κάπου, μαζί με άλλους (π.χ. στο ίδιο έθνος), στη δεύτερη περίπτωση (με την προσθήκη τού «φίλος<φιλώ») είναι η «ιδιαίτερη» ροπή προς τον/την του ιδίου φύλου. Οπότε πάει στα αζήτητα και ο «παραδοσιακός» νόμος της Φυσικής, ότι: «τα ετερώνυμα έλκονται και τα ομώνυμα απωθούνται». «Σημεία των καιρών», θα σκεφτεί κάποιος, αφού, ενώ η λέξη «ομοφυλία» ίσχυε από την Αρχαιότητα (καταχωρημένη στα Λεξικά), ο όρος «ομοφυλοφιλία» υιοθετείται (και ως νεολογισμός) στη νεότερη εποχή. Άρα, είναι ο όρος ο συμβατός με τα «τρέχοντα» των ημερών μας.
Είναι ένα πέρασμα στην… τρίτη διάσταση. Περιέργως μας έρχεται στο μυαλό ο στίχος από την «Ελένη» του Γ. Σεφέρη: «Τι ’ναι θεός, τι μη θεός και τι τ’ ανάμεσό τους;»! Και άντε να εξηγήσεις, τώρα, το «ανάμεσό τους»…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το