Πολιτισμός

Χειροτεχνώντας το υλικό της αγάπης

Της Λίνας Θωμά

Μαρία Νάνου – Βασιλική Νευροκοπλή,
Δυο δέντρα μια ψυχή, Μια ιστορία αγάπης σαν παραμύθι παλιό…
Εικονογράφηση: Βάσω Γώγου,
Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2021
Αν οι λέξεις σε ένα παιδικό παραμύθι όπως αυτό γίνονται παιχνίδια, τι να πούμε και για το παιχνίδι που κάνουν οι αριθμοί; Κοιτάζουμε το εξώφυλλο, διαβάζουμε τα ονόματα των συγγραφέων: Είναι δύο. Αλλά και τα δέντρα, όπως γράφει ο τίτλος, δύο είναι κι αυτά. Ναι, αλλά είναι μία η ψυχή. Όπως «μια» και η «ιστορία αγάπης, σαν παραμύθι παλιό…» που έρχεται να υπογραμμίσει και ο υπότιτλος. Ένα έργο κοινό.
Τι συμβαίνει εδώ λοιπόν ανάμεσα στις δυάδες και τις μονάδες; Ποιο παιχνίδι εξισορρόπησης, αλλά και εναρμόνισης φέρνει αντιστοιχίες ανάμεσα σε αυτά τα δυο; Το δύο είναι ένας άρτιος, πλήρης αριθμός. Αν μάλιστα οδηγεί στη μονάδα, πυκνώνει και δυναμιτίζεται. Αυτονομείται κι ολοκληρώνεται, γίνεται η έκφραση της ενότητας, μια δυναμική συνισταμένη, μια σχέση αμοιβαιότητας. Να είναι τυχαίο που μια από τις πρώτες λέξεις του παραμυθιού είναι το «μαζί;». Είναι μια λέξη που επαναλαμβάνεται δεόντως. Κάπως έτσι, η αριθμητική του τίτλου μεταφέρει τις μονάδες μέτρησης της καρδιάς.
Θα μπορούσε λοιπόν το παραμύθι αυτό να λειτουργήσει και σαν ξόρκι ενάντια στη μοναξιά. Ή σαν λόγος παρήγορος για τον πόνο της απώλειας και την αγωνία της φθοράς. Όπως και να ’χει, τέτοιες έννοιες διαπραγματεύεται. Τις βάζει μάλιστα να αντικρίσουν και το αντίθετό τους. Μιλάει για τη φιλία, αλλά περιγράφει και μια έχθρα, έναν διαπληκτισμό. Κάνει λόγο για τη ζωή, αλλά συνταιριάζει μαζί και τον φόβο της απώλειας και του θανάτου. Στο αντάμωμα, θρηνεί τον χωρισμό και μέσα από τον χωρισμό καλλιεργεί την ελπίδα της επανεύρεσης και της μελλοντικής ευτυχίας. Για να γίνουν όλα αυτά προγεύσεις μιας μικρής αιωνιότητας ή μιας αιώνιας δύναμης που επικοινωνεί με τη δημιουργία και την τέχνη. Έτσι γίνεται συνήθως: τα καλά παραμύθια σκάβουν τέτοιες σημασίες βαθιά. Μιλούν για το ουσιώδες με τον πιο απλό τρόπο. Άλλωστε, αυτό είναι ένα παραμύθι που εκτός από τα παιδιά μπορούν να το καταλάβουν και οι μεγάλοι.


Διακρίνεται από μια μελετημένη και δουλεμένη δομή: πλάι στα ζευγάρια αυτά των αντιθέσεων, (ζωή vs θάνατος, φθορά vs δημιουργία, χωρισμός vs αντάμωμα, χαρά vs πόνος), τα σύμβολα πυκνώνουν τις σημασίες τους δημιουργώντας αλληγορίες. Τα δέντρα, ως σύμβολα ζωής, φοβούνται το πελέκι των ξυλοκόπων, ενώ από την άλλη θρηνούν τον αποχωρισμό από τον φίλο τους, την αδερφή ψυχή τους. Γίνονται, έτσι ανάμεσα στα άλλα και σύμβολα του ανθρώπινου σώματος, (ο «κορμός» παρηχεί με το «κορμί»), που ξεπερνούν τους όρους της φθοράς μέσα από την άφθαρτη δημιουργία, ενώ παράλληλα, βιώνουν σαν άνθρωποι τον κόσμο και τη ζωή.
Η μονάκριβη δυάδα τους βρίσκει το συμπληρωματικό της ζεύγος στη δυάδα των ξυλοκόπων (είναι δύο οι ξυλοκόποι που τα κόβουν, όπως και αυτά), αλλά και την αντιθετική τους δράση: Όταν οι ξυλοκόποι κόβουν τα αγαπημένα δέντρα γίνονται ο ένας με τον άλλον εχθροί, σταματούν να μιλιούνται μεταξύ τους και χωρίζουνε. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο αθέλητος χωρισμός των δέντρων γίνεται ηθελημένος χωρισμός των ανθρώπων: Δέντρα και άνθρωποι κοιτάζονται ο ένας απέναντι στον άλλον αντεστραμμένα όπως το είδωλο στον καθρέφτη του. Ο αφηγηματικός αυτός καθρέφτης εναλλάσσει την οπτική των δέντρων με εκείνη των ανθρώπων, καθώς η ιστορία που εξελίσσεται σε χρόνο διαταγμένο διακόπτεται από μια αφηγηματική «ανάληψη», μια αξιοσημείωτη «αναχρονία» που φέρνει στη σκηνή το παρασκήνιο της σχέσης των δύο ξυλοκόπων.
Ο χρόνος της ιστορίας, ως χρόνος αναμονής, όπου τα δύο δέντρα περιμένουν στις αποθήκες χωρισμένα για να σμίξουν πάλι, συμπλέει έτσι με το διάστημα του χωρισμού των δύο ξυλοκόπων, ενώ ο ίδιος αυτός χρόνος της μοναξιάς καλλιεργεί εντός του και τον σπόρο της επανένωσης τόσο των ανθρώπων, όσο και των δέντρων (ένα τάμα στην Παναγιά για παράδειγμα, μια υπόσχεση βοήθειας).
Και αν ο ξυλοκόπος είναι κατά κάποιον τρόπο ένας εκτελεστής δήμιος που κόβει το δέντρο, γίνεται στη συνέχεια ο ίδιος σωτήρας του, αφού το μεταφέρει στο εργαστήριο του τεχνίτη για να το μεταμορφώσει σε τέμπλο της εκκλησίας και του δώσει μια νέα ζωή. Υπάρχει δηλαδή και εδώ μια πορεία από το «Νείκος», την εμπεδόκλεια φιλονικία προς στη «Φιλότητα», μια μεταμόρφωση ευοίωνη και ευνοϊκή. Μεταμόρφωση των ανθρώπινων σχέσεων, από τη μια, αλλά και μεταμόρφωση χειροπιαστή πλέον των δύο κομμένων δέντρων, που λαμβάνει μια άλλη λειτουργία και μορφή. Η μεταμόρφωση άλλωστε αποτελεί και μοτίβο των λαϊκών παραμυθιών, είναι μία από τις λειτουργίες του, αν λάβουμε υπόψη τις σχετικές υποδείξεις του μελετητή Βλαντιμίρ Προπ.
Ακολουθώντας λοιπόν ίχνη της λαϊκής αφήγησης, το παραμύθι αυτό συνθέτει συμβολικά το μήνυμά του: Ότι η ζωή κάνει τον κύκλο της, γεννιέται, αναπτύσσεται και πεθαίνει, αλλά δεν χάνεται• μετουσιώνεται μέσα από την τέχνη σε μια καινούργια ζωή που μεταφέρει μάλιστα και τα εύσημα της αθανασίας. Αυτό μπορεί να είναι και το μάθημα της φύσης προς τον άνθρωπο ή αν θέλετε, το μάθημα του θεού δημιουργού προς τον δημιουργό άνθρωπο, τον παινεμένο χειροτέχνη.
Βρισκόμαστε μέσα στο εργαστήριο του τεχνίτη με τα σχεδιασμένα χαρτιά και τα «περίεργα εργαλεία», ένας χώρος μισοσκότεινος, υποβλητικός, σχεδόν μυστικιστικός, όπου το ξύλο μεταμορφώνεται. Είναι μια μονάκριβη στιγμή, μια ώρα ιερή που συμπίπτει με την ώρα της αντάμωσης των δυο χωρισμένων κορμών: Η ώρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποδίδεται εδώ και ως γιορτή επανένωσης. Άλλωστε, μέσα από την αγάπη δημιουργούμε. Η μαγεία ενός έργου τέχνης, όπως αυτό, διαπραγματεύεται ατόφιο το υλικό του αισθήματος.
Η μαγεία της δημιουργίας, ωστόσο, έχει πίσω της ώρες πολλές δουλειάς και πειθαρχημένης αφοσίωσης: Το παραμύθι μας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για αυτό. Και για του λόγου το αληθές, περιγράφει με λεπτομέρεια τα εργαλεία του μάστορα χειροτέχνη, έναν κατάλογο εξειδικευμένων όρων που έρχεται να συμπληρωθεί στη συνέχεια με το ειδικό λεξιλόγιο στο παιδαγωγικό «Γλωσσάρι», στο τέλος του βιβλίου. Η μελετημένη εικονογράφηση, που στις πρώτες σελίδες έχει περισσότερο χαρακτήρα αφαιρετικό επιτρέποντας τη φαντασία του παιδιού να ανοίξει πανιά, στο μέρος αυτό του βιβλίου γίνεται αρκούντως επεξηγηματική, αναπαράγοντας τα σχεδιαστικά μοτίβα και δείχνοντας με ιδιαίτερα σκίτσα την επίμονη δουλειά του μάστορα τεχνίτη.
Η κατασκευή του τέμπλου – που προορίζεται, όπως λέει, για την «εκκλησιά της Παναγιάς στη Μακρινίτσα», ένα νεύμα στην ντόπια κληρονομιά – η προετοιμασία για την κατασκευή αυτή και τα στάδιά της, αλλά και ο ξυλόγλυπτος διάκοσμος αποδίδονται όλα μέσα από μια συνομιλία• είναι ο διάλογος που αναπτύσσουν οι δύο κορμοί στο κείμενο, διάλογος περιγραφικός που εκφράζει τη διαδικασία της δημιουργίας εν τω γενέσθαι, τη στιγμή που αυτή πραγματοποιείται. Εισάγεται έτσι εδώ και η διάσταση του χρόνου κι ο χρόνος γίνεται στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, μετρώντας την αξία της, αποδίδοντας την αξία της σε κόπο. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να διδάξει κανείς παιδαγωγικά τον κόπο από το να δείξει τη διαδικασία μαζί με το αποτέλεσμα της δουλειάς. Να προβάλει τελικά το ωραίο έργο. Γιατί η ομορφιά έχει κι αυτή τον κόπο της.
Είπαμε παραπάνω πως αυτό είναι ένα παραμύθι που μπορούν να το καταλάβουν και οι μεγάλοι, εκτός από τα παιδιά. Θα ήταν ωραίο εδώ να πούμε πώς μπορούν να το διαβάσουνε μαζί μικροί και μεγάλοι. Να καταπιαστούν στο τέλος με τις δημιουργικές δραστηριότητες, που προσφέρει, την αναζήτηση των κρυμμένων λέξεων, το κρυπτόλεξο, αλλά και τη διαδραστική πρόσκληση δημιουργίας, την πρόταση αναπαραγωγής των μοτίβων που υπάρχουν στα παλιά ξυλόγλυπτα τέμπλα. Διότι εκτός από τον ζωντανό διάλογο των προσώπων, το παραμύθι αυτό ανοίγει και έναν εξωκειμενικό διάλογο με τους αναγνώστες του, τέρποντας και διδάσκοντας, μεταφέροντας πολύτιμες γνώσεις για την τοπική εκκλησιαστική τέχνη και την παράδοσή της, την έκφραση αυτή του πνευματικού και υλικού πολιτισμού, δραστηριοποιώντας παράλληλα τις ικανότητες των παιδιών και τη φαντασία.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το