Θ Plus

Χαλκοδόνιον Όρος – Το χαλκό και το κόκκινο χώμα

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Υπέρ το χωρίον Κόνιαρι υπάρχει υψηλή τινα (!) κορυφή, καλουμένη παρά τοις αρχαίοις Χαλκοδώνιον Όρος»
(Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία 1880, σελ. 45)

Ποιο εννοεί ως Κόνιαρι ο Πορταρίτης γιατρός και ιστορικός (και πάλαι ποτέ δήμαρχος του Βόλου) στη Γεωγραφία του περί της Θεσσαλίας; Θέλω να πιστεύω ότι εννοεί τη σημερινή Κοκκίνα, της επαρχίας Βελεστίνου.
Και τούτο διότι η Κοκκίνα είναι το πλησιέστερο από όλα τα υπόλοιπα χωριά που περιβάλλουν το όρος Χαλκοδόνιο, το οποίο έγινε γνωστό από τις πληροφορίες που έφεραν στο φως τόσο ο Όμηρος κι ο Απολλόδωρος, όσο και ο Ευριπίδης που κάνουν λόγο για τον βασιλιά των Φερών Άδμητο, ο οποίος διατηρούσε τα ανάκτορά του στο Χαλκοδόνιον Όρος.
Ποιο είναι εν πάση περιπτώσει το γειτονικό μας Χαλκοδόνιο που κουβαλάει τέτοια βαριά ιστορία;
Ας το δούμε περιληπτικά κάνοντας μια πρόχειρη επισκόπηση της ιστορικότητάς του:
Το Χαλκοδόνιον Όρος (724 μ. υψόμετρο) που φέρει στους χάρτες της Ελλάδας (παλιούς ή νέους) και τα ονόματα Καραντάου ή Καραντάγ και εσφαλμένα Μαυροβούνιο είναι ένα μακρόστενο βουνό στη δυτική πλευρά του Νομού Μαγνησίας με κύρια κορυφή του το Μαυροβούνι, που ατυχώς συγχέεται με το όμορο βουνό της Λάρισας (725 μ.) και δευτερεύουσες τον Νουβερό (704 μ.), το Κάστρο Βελή ή Παλιόκαστρο (689 μ.) και το Αγρίδι (511 μ.). Χωρογραφικά περιβάλλεται σήμερα από την Κοκκίνα (ανατολικά), το Βελεστίνο (βόρεια) και το Ρήγαιο (νότια).
*
Κάναμε τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις στις παρυφές του για να μπορέσουμε να έχουμε μια κάπως ασφαλέστερη ιδέα γι’ αυτό το άσημο, στις μέρες μας και παρακατιανό χαμηλοβούνι της επαρχίας Βελεστίνου.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι πως δεν πρόκειται για ένα κοινό βουναλάκι όπως φαίνεται από πρώτη άποψη το Χαλκοδόνιο.
Το βουνό μπορεί να εμφανίζει μακρόσυρτη ράχη, ανοίγει όμως σαν βεντάλια πάνω από τον Θεσσαλικό κάμπο διαθέτοντας ένα πλέγμα μεσαίων κορυφών και χαμηλών λόφων που κυμαίνονται από τα 500 έως τα 700 μέτρα χωρίς δρόμους επικοινωνίας ή άλλου είδους προσβασιμότητα λόγω των δύσβατων πρανών και δειράδων, οι οποίες στιγματίζονται από πυκνή ποώδη βλάστηση, ντίρες (οφιοειδείς σχεδιασμούς), τσογκάνια (βραχώδεις εξωγές) και δυσανάβατες διπλαριές (πολύστροφες ανηφορικές διελίξεις), μέσα στις οποίες οι μόνοι κυκλοφορητές είναι τ’ αγριογούρουνα και τα τσακάλια.
Ναι, ο τόπος είναι γεμάτος τσακάλια.
*
Ο λόγος όμως που μας ανάγκασε να ψάξουμε το βουνό περισσότερο και με εντονότερες τις κεραίες της αναζήτησης ήταν οι σκόρπιες, αλλ’ αδύναμες πληροφορίες πως η βραχώδης κορυφή Τσογκάνια του Χαλκοδόνιου, πάνω από την Κοκκίνα, μοιάζει με το διπλό κεφάλι του Κυνός, οπότε είναι πιθανό από αυτό το βραχώδες έξαρμα να πήρε το όνομά της η ευρύτερη περιοχή, που αποκλήθηκε Κυνός Κεφαλαί.
Αλλά αυτό το τελευταίο ούτε μπορεί ν’ αποδειχθεί ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ως το πλησιόχωρο θέατρο των δυο μεγάλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ Φεραίων και Θηβαίων πρώτα και Μακεδόνων και Ρωμαίων έπειτα.
Στο συγκεκριμένο θέμα τόσο οι ιστορικοί, όσοι και οι γεωγράφοι και περιηγητές, σφάλλουν ως προς τη χαρτογράφηση της συγκεκριμένης τοποθεσίας, όπως βέβαια και δεκάδες σημερινοί ερευνητές που τοποθετούν τις Κυνός Κεφαλές, άλλοι πάνω από το Ρήγαιον, άλλοι στη Σκοτούσα κι άλλοι στην Αγία Τριάδα ή το Αγναντερό του Μαυροβουνίου.
Εν πάση περιπτώσει το Χαλκοδόνιο είναι ένα βουνό που θέλει και περπάτημα και έρευνα της χλωρίδας μα και της πλούσιας πανίδας του.Προσεγγίσαμε την πρώτη φορά το Χαλκοδόνιο από τα ανατολικά, δηλαδή από τους πρόποδες, πάνω από την Κοκκίνα. Από εδώ εμφανίζεται μια καλή εικόνα του πρόσθιου τόξου του βουνού, με τη βραχώδη κορυφή Τσογκάνια. Η προσπέλαση των ανατολικών κλιτύων δεν προσφέρει ασφαλή ανάβαση για την κορυφογραμμή, παρά το φωτεινό υπόβαθρο της πλαγιάς και τις φαινομενικές διολισθήσεις (ντίρες) των γιδόστρατων.

Από την Κοκκίνα πήραμε έναν δευτερεύοντα χωματόδρομο που οδηγούσε στο Βελεστίνο και αποτέλεσε έκπληξη πρώτου μεγέθους. Πρώτα διότι αποκαλύφθηκε στη διαδρομή ένα πανέμορφο χαλί των σπαρμένων γήλοφων της περιφέρειας Βελεστίνου, έπειτα γιατί σβαρνίσαμε όλη την ανατολική κόψη του Χαλκοδόνιου και τέλος γιατί αντικρίσαμε τις υπέροχες εδαφικές πτυχές από φλύσχη, στη θέση Μπίκα, που μοιάζουνε με τα περίφημα Νοχτάρια του Μικρόβαλτου Κοζάνης (για όσους τα ξέρουν), εξαιρετικά εντυπωσιακό μνημείο της φύσης, που απέχει μόλις δυο χιλιόμετρα, από Βελεστίνο (από τη στροφή για το Κέντρο Υγείας).
Τη δεύτερη απόπειρα προσέγγισης του Χαλκοδόνιου την επιχειρήσαμε από χωματόδρομο που αρχίζει τρία χιλιόμετρα μετά τη Χλόη Βελεστίνου, αριστερά, πριν τη διασταύρωση για Μικρό Περιβολάκι και Μ. Μοναστήρι. Αφού διασχίσαμε ένα αλλόκοτο τοπίο από διάτμητες επιφάνειες, μέσα από τις οποίες και από λάθος διάδρομο ανηφορίσαμε στον λόφο Σαριγκιόλ, βγήκαμε σε έναν ημιορεινό ασβεστολιθικό θύλακα, τον οποίο διανθίζουν αλλεπάλληλες σειρές από έξοχες πινακοθήκες ιμπρεσιονιστικής τέχνης, καθώς οι εικόνες που αντίκρισαν τα μάτια μας ξεπερνούσαν και αυτή τη φαντασία του Μονέ. Είναι εικόνες από χρυσορόδινα περιβόλια κερασιών και άλλων οπωροφόρων που δεν έχουν το αντίστοιχό τους στην Ελλάδα και βρίσκονται μέσα στα όρια του Νομού Μαγνησίας.
Η τρίτη προσπάθεια προσέγγισης ενείχε τον χαρακτήρα καθαρά ορειβατικής διάσχισης του βουνού από την κτηνοτροφική θέση Πάτωμα, που απέχει δέκα χιλιόμετρα ακριβώς από τη Χλόη.

Περιβόλια του Σαριγκιόλ

Σε αυτό το πανέμορφο λιβάδι που είναι εγκατεστημένος ο κτηνοτρόφος Κουβάτας από το Βελεστίνο χαράζουμε την αφετηρία δυο πολύ ιδιαίτερων διαδρομών που υπόκεινται ωστόσο σε δυσπλασίες προωθητικής πορείας.
Η πρώτη έχει να κάνει με τη διάσχιση μέσω της χαράδρας που τέμνει τις κορυφές Παλιόκαστρο και Νουβερό ενώνοντας μέσα από πολύ δύσβατα περάσματα την περιοχή του Σαριγκιόλ με την Κοκκίνα.
Η δεύτερη είναι καθαρά ορειβατική και απαιτεί διεισδυτικές ικανότητες και εμπειρία σκληροτράχηλων διαβάσεων σε ένα όχι απλά κακοτράχαλο, αλλά αδιαπέραστο πεδίο εδαφικής χωροπλασίας, πράγμα που δεν αντιμετωπίζεται με ευκολία.
Αυτή την τελευταία ανάβαση – διείσδυση – διάσχιση επιχειρήσαμε την ημέρα του Αγίου Νικολάου, αποφασισμένοι να πατήσουμε την κορυφή Νουβερός, που είναι και η πιο χαρακτηριστική του ορεινού ανάγλυφου, αφού είναι η μόνη που η ΓΥΣ (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού) την έχει σημάνει με ειδικό κολωνάκι κορυφής.
Διασχίζουμε το πράσινο λιβάδι του Κουβάτα, με τους εξαγριωμένους ποιμενικούς του φύλακες να μας υπενθυμίζουν ότι προβήκαμε στη διάτρηση του χώρου φύλαξης κι επιτήρησής τους.
Αμέσως εισχωρούμε σε ένα τραχύ ανάγλυφο γεμάτο γρέζια και θαμνόκεδρα, με γιδόστρατες που χάνονται μέσα σε αγχέμαχους κλώνους και κλαδωτούς λαβύρινθους που αν δεν τους υπολογίσεις θα σε κρατήσουν για πάντα αιχμάλωτο…
Καθένας τέτοιος λαβύρινθος βγάζει σε μικρά ξέφωτα, που στιγματίζονται από βραχώδεις κι απελέκητους μονόλιθους της πιο εχθρικής λιθόσφαιρας.

Επομένως οι εχθροί της αιχμηρής αυτής λιθανάβασης γίνονται τρεις: O αδιάβατος πουρναρότοπος, η βραχόπληκτη επιφάνεια και η ολισθηρή ταυτότητα του εδάφους που κάνει την προώθησή μας από επεισοδιακή έως αδιανόητη.
Ένα τέταρτο δεν φαίνεται να μας επηρεάζει: Είναι το αγριογούρουνο και το τσακάλι που παρεπιδημούν σε τούτες εδώ τις προυρναροσπηλιές. Ωστόσο οι πατημασιές και τα περιττώματά τους είναι έκδηλα και φρέσκα.
Το περίεργο όλης αυτής ανάβασης είναι πως σποραδικά εμφανίζονται αίθρια (ξέφωτα) που δίνουν την εντύπωση της ομαλοποίησης του πεδίου, αλλά γρήγορα κλείνουν ξανά από όλες τις πλευρές σφραγίζοντας τη διέλευσή μας κι αναγκάζοντάς μας, αφού δεν υπάρχει διέξοδος, να στριμωχτούμε στην πυκνή σύσταση των πουρναριών και των θαμνόκεδρων με τις λογχοειδείς και ακτινωτές τους δέσμες.
Τα πουρνάρια του είδους αυτού ζουν και αναπτύσσονται σε ξερές και πετρώδεις πλαγιές χαμηλού υψομέτρου, διαθέτουν φύλλα πολύ σκληρά, αγκαθωτά κι έχουν βελανίδια ωοειδή με λέπια στο κύπελλο σκληρά και μυτερά.
Το αγριόκεδρο από την άλλη είναι ένας θάμνος που μπορεί να φτάσει έως το δέντρο με κορμό στρεβλό, βελόνες σκληρές και μυτερές και ζει στα πετρώδη εδάφη των βουνών.
Οι σπόνδυλοι, τα φυλλάρια και οι νευρώσεις των κλαδιών, καθώς είναι πυκνά δομημένα στην περιφέρεια των θάμνων δημιουργούν πανίσχυρα βελονοειδή τείχη, επιεικώς αδιαπέραστα.
Μέσα από τέτοιες πυκνές συστοιχίες με βελονοειδείς απολήξεις εισχωρούσαμε και ωθούσαμε τα κλαδιά τους ώστε να κερδίζουμε λίγα μέτρα προώθησης.
Η μαρτυρική αυτή πορεία διάρκεσε μιαν ολόκληρη ώρα για μια αναβατική διάσχιση 200 μέτρων υψομετρικής διαφοράς. Και μόνο στην κορυφή του Νουβερού (704 μ.) καθάρισε κάπως το τοπίο και διακρίναμε πίσω από φουντωμένους θάμνους το κολωνάκι της ΓΥΣ και μόνο σαν ξεκαθάρισε και η ομίχλη που είχε σκεπάσει στο μεταξύ όλο το βουνό, μπορέσαμε να ξεχωρίσουμε τις άλλες κορυφές και όλο το διακριτό πλέγμα της βουνοσειράς.
Συνεπώς ολόκληρο το βουνό είναι μια ανυπόταχτη βεντάλια από τραχιά αντίκλινα με δενδρώδεις ή έρποντες θάμνους που εξαπατά από μακριά το βλέμμα.
Ένα σκέτο αετοβούνι…

Διευκρινίσεις:
1.- H Kοκκίνα πήρε το όνομά της από το κόκκινο χώμα που υπάρχει στην περιοχή και το οποίο χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι για να κατασκευάζουν φούρνους, Το χωριό άλλωστε έφερε και το όνομα Χαλκοδόνιο απ’ τα μεταλλεία χαλκού που υπήρχαν στην περιοχή.
2.- Ο Κώστας Αποστολάκης μας βοήθησε στην αποκάλυψη κάποιων διαδρομών, μας έδωσε πολλές εξηγήσεις για την ονοματολογία του βουνού και το γλωσσολόγιο που χρησιμοποιούν γι’ αυτό οι ντόπιοι. Τέλος μας έδειξε την κορύφωση Τσογκάνια, που είναι η μόνη πετρώδης κορυφή και φέρνει κάπως σε ένα διπλό κεφάλι σκυλιού…
6-12-2020

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το