Άρθρα

Αθήνα – Μια περιπέτεια του είκοσι δυο

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Διασχίζοντας το σώμα της Εθνικής Οδού με σπουδή και αγωνία έχω τον νου μου στο ραντεβού με τον γιατρό. Στη μια ακριβώς το μεσημέρι.
Το ιατρείο του νευροχειρουργού βρίσκεται στην Οδό Κηφισίας και ποτέ δε θυμάμαι σε ποιο ύψος. Μετά το Χαλάνδρι ή πριν το Ψυχικό;
Μπαίνω στην Αθήνα. Ετούτη η ώρα είναι της απελπισίας. Μποτιλιαρίσματα, ασφυξία, σφήνες, λεωφορεία, μηχανές, τροχοί και φρεναρίσματα.
Γυάλινα κτίρια παντού. Αντανακλάσεις επιφανείας. Λογισμικά προσθαφαιρέσεων. Το πηλίκον αδύνατον να βρεθεί…
Και στο πείσμα των γυάλινων καθρεφτισμών, η Νάνα Μούσχουρη, στο δεύτερο πρόγραμμα που ακούω, επιμένει πως η Αθήνα είναι «χαρά της γης / και της αυγής / λευκό γαλάζιο κρίνο»…


Εν τω μεταξύ χάνω την αναστροφή στα Σίδερα Χαλανδρίου και τραβάω για Καρέα.
Ένας Αφρικανός με πλησιάζει και μου πασάρει ένα τηλέφωνο:
«Δεν είναι κλεμμένο, καλέ κυρία»…
Δεν με πειράζει το κλεμμένο, όσο το «καλέ κυρία»…
Στο φανάρι ένα λαμπάκι διαμαρτύρεται, κάποια λυχνία τάχει παίξει κι αναβοσβήνει. Φτάνω καθυστερημένος στο γυάλινο μέγαρο του γιατρού και δίνω τα διαπιστευτήριά μου στη θυρωρό πολυτελείας με το κρεμεζί νυχάκι.
Ο γιατρός στη θέση του, με βάζει στο κρεβάτι και μ’ εξετάζει. Μου δίνει εντολή άμεσης εξέτασης σε ακτινοδιαγνωστικό κέντρο κάποιου εργαστηρίου της πλατείας Μαβίλη.
Τηλεφωνεί και μου κλείνει άμεσο ραντεβού.
Παίρνω των ομμάτιών μου και τραβώ για την πλατεία του ποιητή των σονέτων…
Καθοδόν διαπιστώνω ότι δεν κυκλοφορώ στον δακτύλιο. Απεγνωσμένα ψάχνω να βρω λωρίδα για να βγω. Βρίσκω πριν την Αλεξάνδρας ένα κενό μεταξύ Λακωνίας και Άρτης. Παρκάρω και παίρνω τον κατήφορο με τα πόδια.
Περνάω το ΕΛΛΗΝΙΣ, το ΑSTOR και τον Σκλαβενίτη.


Ύστερα πιάνω τη Βασιλίσσης Σοφίας. Γιατροί, δικηγορικές εταιρίες και διεθνείς αντιπροσωπείες.
Απέναντί μου, στον ημιώροφο μιας παλιάς αθηναϊκής πολυκατοικίας των Αμπελοκήπων η πινακίδα ΑΘΗΝΑΙΟΝ με το AVATAR έχει μπλέξει για τα καλά μέσα στα σύρματα των τρόλεϊ.
Φτάνω στη Μαβίλης και στον πρώτο δρόμο δεξιά στρίβω, για να βρεθώ σε πληθώρα καφενείων όρθιας στάσης.
Γωνία πρώτη δεξιά είναι το διαγνωστικό κέντρο. Δυο νεαρές γιατρίνες με υποδέχονται και με ανακρίνουν θωρακικά.
Παίρνω τ’ αποτελέσματα, ευτυχώς δεν πρόκειται να πεθάνω, προσώρας τουλάχιστον, κι ακολουθώ τα στίφη των βάρβαρων μηχανών, από τη Σούτσου και πάνω.
Φτάνω στην Εστία των Κωνσταντινουπολιτών και ένας τεράστιος Δικέφαλος ραμφίζει τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Δικέφαλος; Στην καρδιά του Παναθηναϊκού;
Συνεχίζω στο δεξί πεζοδρόμιο. Περνάω έξω από τη ΝΙΡΒΑΝΑ, το παλιό ωραίο σινεμά κι αμέσως μετά πιάνω την οδό Έσλιν.
Το βλέμμα μου περιεργάζεται παλιά προπολεμικά σπίτια.
Σε ένα τέτοιο παλιό διώροφο μια σκουριασμένη μεταλλική πινακίδα γράφει:
Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΙΣ 23 ΦΛΕΒΑΡΗ 1943 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΔΕΚΑ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΑΝ ΤΗΝ ΕΝΙΑΙΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΝ.
Κι από κάτω ο αριθμός 3.


Πιο πάνω είναι η οδός Aιτωλίας. Κι αμέσως παραπάνω η Φθιώτιδας. Πρέπει να βρω τη Λακωνίας, όπου έχω αφήσει το αμάξι. Περνάω την Ευρυτανίας, την Αργολίδας, πουθενά η Λακωνίας. Κι όμως ήταν κάπου εδώ πριν μιάμιση ώρα. Πού πήγε; Ψάχνω για ώρα πάνω κάτω μα δεν τη βρίσκω. Σταματώ έναν καθωσπρέπει μεσήλικα, ο οποίος βγάζει το κινητό του και την ψάχνει με το GPS. Τη βρίσκει στο κινητό, αλλά δεν τη βρίσκει στη θέση της. Απορεί και προθυμοποιείται να ψάξει μαζί μου. Τη βρίσκουμε ύστερα από πολύ κόπο.
*
Βγαίνω Πανόρμου κι από κει Αλεξάνδρας. Κατηφορίζω και περνάω την Πατησίων πιάνοντας την Ιουλιανού. Απίστευτο μπλοκάρισμα. Μπροστά στο ΑΛΚΥΟΝΙΣ ρίχνω μια βιαστική ματιά στη βιτρίνα του. Επάνω δεξιά διαβάζω ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΚΥΟΝΙΣ, ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ 42.
Συνεχίζω προς τον Σταθμό Λαρίσης. Στρίβω στο Μεταξουργείο δεξιά, περνάω τις γραμμές, φτάνω Χαμοστέρνα και πιάνω τη λεωφόρο Αθηνών, μέχρι να βγω στην Καβάλας. Ένα αδιάκοπο βουητό με παρασέρνει στα υψώματα του Πάνειου Όρους. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην Ελευσίνα και την Κόρινθο.
Στο ύψος του Βwοling στρίβω δεξιά για το δάσος του Χαϊδαρίου, όπου μένει ο ανηψιός μου. Παρκάρω και ανεβαίνω στο διαμέρισμά τους. Με υποδέχονται και τους παραδίνω μια σακούλα με τρόφιμα.
Κάθομαι κάμποση ώρα και τα λέμε. Εννιά παρά κάτι, αποφασίζω να φύγω για Ηλιούπολη, όπου θα μείνω απόψε.
Όμως άλλες οι βουλές οι δικές μου κι άλλες της μοίρας. Μπαίνω στο αυτοκίνητο για να φύγω. Προσπαθώ ν’ ανοίξω την πόρτα, αλλά αυτή μουλαρώνει, καθώς έχει ξελιγωθεί η μπαταρία, αφού είχα ξεχάσει αναμμένα τα φώτα. Καλώ τον ανηψιό να βρει κλειδαρά. Τηλεφωνεί σε κλειδαράδικο και του απαντά ότι σε δέκα λεπτά θα μας στείλει τον «ειδικό»…
O «ειδικός» προέρχεται από φυλή απροσδιόριστης χώρας, είναι μελαψός, μιλάει σπαστά ελληνικά κι έχει μια φυσιογνωμία καραμπινάτου διαρρήκτη.
Στην πλάτη του κουβαλάει μια φαρέτρα με καμιά δεκαριά βέλη και βγάζει από αυτή μια λαστιχωτή φουσκωτήρα, την οποία εφαρμόζει στη σχισμή της πόρτας πιέζοντάς την ελαφρά.
Ύστερα περνάει από τη σχισμή της πόρτας που στο μεταξύ έχει κάπως χαλαρώσει, μια λεπτή βέργα με άγκιστρο (γάντζο) προσπαθώντας να βρει με αυτό το χερουλάκι της.
Το βρίσκει, το ανασηκώνει κι ανοίγει ο παράδεισος της πόρτας. Σύνολο χρόνου επιχείρησης πενήντα δευτερόλεπτα. Η επιχείρηση στοιχίζει ένα πενηντάρι, αλλά το αυτοκίνητο είναι πια ανοιχτό στον καθένα.
Ανοίγω το καπό κι εφαρμόζει ο ανηψιός τα καλώδια δίνοντας ρεύμα στην πεσμένη μπαταρία μου. Η τελευταία είναι ξελιγωμένη και δεν υπακούει με τίποτα.
Καλούμε την οδική βοήθεια, η οποία σε είκοσι λεπτά στέλνει τον δικό της «ειδικό». O τελευταίος βγάζει από τη δική του φαρέτρα το πιεσόμετρο της μπαταρίας, το εφαρμόζει σ’ αυτή και μου λέει πάτα τη μίζα. Το αυτοκίνητο παίρνει μπρος αλλά σβήνει.
Μας λέει θέλει μπαταρία καινούργια. Είναι νύχτα, κλειστά τα μαγαζιά και πάμε για ύπνο.
Το πρωί τηλεφωνούμε σε κατάστημα ηλεκτρολογικού εξοπλισμού και μας φέρνουν μπαταρία. Όλα εδώ στην Αθήνα λειτουργούν αστραπιαία, αρκεί να έχεις βαθιά τσέπη. Φεύγω επιτέλους. Διασχίζω την Καβάλας, υπογειώνομαι στη Θηβών και στη διασταύρωση της Εθνικής στρίβω για Πειραιά – Γλυφάδα. Στο ύψος της Αλίμου παίρνω την άνοδο για Ηλιούπολη, με προορισμό το σπίτι του φίλου που θα με φιλοξενήσει.


Είναι Σάββατο μεσημέρι κι επικρατεί ατμόσφαιρα υγρή. Η συννεφιά είναι βαριά κι ένας ύπουλος αέρας μετακινεί με θόρυβο τη χαρτούρα των απορριμάτων.
Σύννεφα συσσωρεύονται από πάνω μας. Μουτζουρώνει ο Σαρωνικός. Μέσα στο σπίτι, από την ΕΡΑ 2 πάντα, ακούγεται η Σοφία Βέμπο:
«Όπου κι αν πάω ο νους μου διαρκώς τριγυρνά / μες στα στενά της Αθήνας και τα καπηλειά της / και κάθε βραδιά τρικλίζοντας στα σκοτεινά / λέει μεθυσμένη η ψυχή μου απ’ τα γιασεμιά της / Λόντρα Παρίσι Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη Βιέννη, μπρος στην Αθήνα καμιά σας δε βγαίνει»…
Καθόμαστε μπροστά στο μπαλκόνι του τέταρτου ορόφου μιας πολυκατοικίας που βλέπει το μέτωπο της Σαρωνίδας κι ολόκληρο το στέμμα της λευκής πανοπλίας των Αθηνών. Ακριβώς από πίσω μας αναπαύεται ο Υμηττός, η κάποτε «ζώσα θεότητα», κατά τον Μωρεάς.
Ο λόφος της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού πνίγονται από τη μολυβένια αχλύ των πανάσχημων οικοδομών.
Η Αθήνα στη ράχη και στα πόδια μου, βουερή, ανοικονόμητη, τσισδιάστατη. Η «χαρά της γης» κρέμεται κάτω από τον εκλαμπρότερο ευρωπαϊκό ουρανό, υπερφωτίζοντας την κακογουστιά και το ασφυξιογόνο της λούστρο.
Πίνουμε καφέ και προετοιμάζομαι για την απογεματινή εκδήλωση.
Στις έξι βρίσκομαι στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, στην Ηλιούπολη, όπου έχουν καταφτάσει αρκετοί φίλοι της αθηναϊκής πεζοπορίας.
Ο βοτανολόγος και μελετητής της ελληνικής χλωρίδας Γιώργος Σφήκας ανοίγει την εκδήλωση με μια ομιλία σύντομη, αλλά περιεκτική, ο Κώστας Φωτεινάκης των Φίλων της Φύσης συνεχίζει με το μαχητικό του πνεύμα να καυτηριάζει τη συνήθεια των Αθηναίων να βρομίζουν το περιβάλλον και ο Στέφανος Σταμέλλος ολοκληρώνει την παρουσίαση με λεπτομέρειες από την ενδεκαήμερη πορεία του στον οριζόντιο άξονα της κεντρικής Ελλάδας, ακολουθώντας τα ίχνη από τα απομεινάρια της πρώτης συνοριογραμμής. Κάπου ανάμεσα σφηνώθηκα κι εγώ.
Κι εκεί που έπαιρνε τέλος η όλη εκδήλωση κι αποχωρούσε ο κόσμος, με πλησιάζει μια ψηλή στακάτη κυρία, με πολύ έντονο προφίλ που μου δίνει μια πρόσκληση για το θέατρο Τέχνης «Εκάτη», όπου παίζει η ίδια «Το Γράμμα μιας Άγνωστης» του Στέφαν Τσβάιχ, με αφηγητή τον Γιώργο Χρονά.
Ακολούθησε δείπνο με κρασάκι Μεσογείων και ψιλή κουβέντα στον απόηχο της εκδήλωσης.
*
Όλο το βράδυ έβρεχε, αλλά το πρωί ξημέρωσε μ’ έναν διακριτικό ουρανό που φιλτράριζε το αττικό πεδίο με έντονες πινελιές.
Ήπια έναν καφέ και αναχώρησα εγκαταλείποντας τον ψεύτικο ουρανό της Αττικής, για να πάρω τον δρόμο της Λαμίας μέσω Αττικής Οδού.
Στη Βαρυμπόμπη αλλάζω ρότα. Βγαίνω από τον εθνικό άξονα και τραβώ για την Πάρνηθα. Η τελευταία φωτιά την έχει καταμακελέψει.
Παντού αποκαΐδια, στάχτες, πυρπολημένες πλαγιές, μια κόλαση φριχτή.
Διασχίζω ολόκληρη την ανατολική πλαγιά της Πάρνηθας ίσαμε το Κατσιμίδι και τον Άγιο Μερκούριο.
Εκεί πια η Αττική με χαιρετάει φτύνοντάς με κατάμουτρα με τα βρομόλογα της εξουσίας της. Μιας εξουσίας δικαιωμένης από την αρπαχτή κι από την άδικη κατανομή του πλατωνικού της λόγου.
Μπορεί την πόλη αυτή όλοι να τη μισούν, αλλά δεν μπορούν να κάνουν και δίχως αυτή.
Την ίδια ώρα ακούγεται η φωνή του Νταλάρα από το «δεύτερο»:
«Θυμίζεις, Αθήνα, γυναίκα που κλαίει, γιατί δεν τη θέλει κανείς / Αθήνα, Αθήνα πεθαίνω μαζί σου, πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ»…
Μια Αθήνα προδομένη από τους γραμματείς κι αναστημένη από τους φαρισαίους. Δίχως πια κανένα αυτόχθονα ή γηγενή. Με πλήθος Λάμαχους και Θρασύμαχους, με καταγωγή από Αχαρνές, Μέγαρα και Κωλοπετινίτσα. Και βεβαίως δίχως κανένα κωλοπετσωμένο Αριστοφάνη.
Οι Νεφελοκοκκυγίες ανήκουν σε άλλες εποχές…

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το