Άρθρα

Από την ατομική ευθύνη στην εργαλειοποίηση όρων και τη συγκρότηση «νέας κανονικότητας»

Του Αλέξανδρου Καπανιάρη*

Η πανδημία του covid-19 έφερε στο προσκήνιο μια σειρά θεμάτων που αφορούν στη γλώσσα και την επικοινωνία. Όλες αυτές οι αλλαγές συγκροτούν μια «νέα κανονικότητα», που στο μέλλον θα σχετίζεται ξανά με τη συχνότητα εμφάνισης νέων υγειονομικών κρίσεων, εξαιτίας μιας επερχόμενης πανδημίας.
Έτσι ο δημόσιος και ιδιωτικός λόγος διαμορφώνεται ανάλογα και νέοι όροι που σχετίζονται με την υγειονομική κρίση υιοθετούνται στο καθημερινό λεξιλόγιό μας. Επιπρόσθετα, δημιουργούνται νέες συνθήκες και συμβάσεις στην επικοινωνία μεταξύ των μελών της κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η πανδημία έχει φέρει τους δικούς της όρους, οι οποίοι έχουν εισβάλει σε αρκετές εκφάνσεις της ζωής μας. Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη γλώσσα, τα νοήματά της, την ιδεολογική λειτουργία του λόγου, καθώς και τα διαφορετικά νοήματα που κατασκευάζονται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.).

Πώς αναπτύσσεται λοιπόν ο δημόσιος λόγος στην εποχής της πανδημίας; Υπάρχει ελευθερία λόγου; Υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση και την πολυφωνία στα ΜΜΕ, τα οποία συνδιαμορφώνουν περιορισμούς σε θεμελιώδη δικαιώματα; Πόσο ανεκτοί μπορεί να είναι οι κίνδυνοι διασποράς ψευδών ειδήσεων; Με βάση το νομικό πλαίσιο πόσο εύκολη είναι η έκφραση απόψεων που σχετίζονται με τα περιοριστικά μέτρα; Πόσο επηρεάζουν τα Μ.Μ.Ε. τον δημόσιο διάλογο στην εποχή της πανδημίας;
Όλοι οι παραπάνω προβληματισμοί, μοιραία συνδέονται με την ιδεολογική λειτουργία του λόγου. Αλλά ας δούμε, ποιες είναι οι δυο βασικές αντιλήψεις που τροφοδοτούν ιδεολογικές διαφορές και επηρεάζουν τον δημόσιο και ιδιωτικό λόγο. Η πρώτη βασική αντίληψη που εμφανίστηκε αρχικά στο πρώτο κύμα της πανδημίας (Μάρτιος 2020) και συνεχίστηκε και στο δεύτερο (Οκτώβριος 2020) ήταν η (αποκλειστική) έμφαση της «ατομικής ευθύνης». Έτσι πάνω σ’ αυτή την αντίληψη της «ατομικής ευθύνης» οικοδομήθηκαν μέτρα κατά της πανδημίας. Βέβαια στην εμπέδωση της «ατομικής ευθύνης» επιστρατεύθηκαν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Η δεύτερη αντίληψη, στον αντίποδα της πρώτης, που επίσης συνεισφέρει στον δημόσιο διάλογο στην περίοδο της πανδημίας, συνδέεται με τη λογική ότι η «ατομική ευθύνη» είναι μια κατασκευή, μια γέφυρα που προοδευτικά στηρίζει την καταστολή και τον αυταρχισμό, με αποτέλεσμα σταδιακά να παραμερίζεται και να ξεχνιέται η όποια «συλλογική» και «πολιτική» ευθύνη. Έτσι η πρόταση αυτής της τάσης που διαμορφώνεται απέναντι στη λογική της «ατομικής ευθύνης» και μόνο, είναι η συλλογική ευθύνη, η αξία της κοινωνικότητας, της αλληλεγγύης και της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των δομών και της κοινωνικής προστασίας. Επίσης σύμφωνα με τη δεύτερη αντίληψη που προαναφέρθηκε, ένας ακόμα παράγοντας αποπροσανατολισμού του δημόσιου λόγου είναι η ακατάπαυστη ψηφιακή ροή πληροφοριών, που πολλές φορές αποπροσανατολίζει και τελικά αφαιρεί τη γνώση από αυτές τις πληροφορίες, τις καθιστά, δηλαδή, χωρίς αξιακό περιεχόμενο. Επιπρόσθετα οι προσωπικές αντιλήψεις, οι διαφορετικές προσλήψεις και οι στάσεις ομάδων ή μεμονωμένων ανθρώπων μπορούν σχετικά εύκολα να χαρακτηριστούν ως θεωρίες συνωμοσίας ή «γραφικές» απόψεις.

Βέβαια δεν πρέπει να μην αναγνωρίζουμε ότι η αμφιβολία, η πίεση, η ένταση και το επείγον της πανδημίας και της συνοδευόμενης οικονομικής κρίσης, επέβαλε πολλά από τα αναγκαία και συνάμα περιοριστικά μέτρα όπως η «απαγόρευση» (lockdown) και η «μερική απαγόρευση» (mini lockdown). Δεν πρέπει επίσης να παραβλεφθεί πως στο πρώτο κύμα της «πανδημίας» η «ατομική ευθύνη», κατά άλλους η «συλλογική ευθύνη», έφερε μετρήσιμα θετικά αποτελέσματα στον περιορισμό της πανδημίας στη χώρα μας.
Ωστόσο η ρητορική που διαμορφώθηκε στον δημόσιο λόγο με την έκφραση «ειδικές συνθήκες» άρα και «ειδικά μέτρα» μπορεί να ακούγεται λογική αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι κινείται στο όριο του σεβασμού των συνταγματικών δικαιωμάτων καθώς και της δημοκρατικής αρχής. Επίσης ελλοχεύουν κίνδυνοι ώστε λογικές περιορισμού, ίσως και επιδιώξεις να αποτελέσουν μια αυριανή κανονικότητα και κουλτούρα. Και εδώ υπεισέρχονται ζητήματα των αυριανών εργασιακών σχέσεων, πιθανής αλλοίωσης του ακαδημαϊκού χαρακτήρα των πανεπιστημίων, και γενικότερα της παιδείας που εισέρχεται σε μια νέα και αμφίβολη από πλευράς ποιότητας εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Έτσι όπως λέει και ο σοφός λαός πάνω στη λογική του «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού» μπορεί να οικοδομηθούν πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα.
Σ’ όλα τα παραπάνω, δηλαδή σε σχέση με τη δεύτερη αντίληψη περί «συλλογικής ευθύνης», αξίας της κοινωνικότητας και της αλληλεγγύης, προκύπτει ως βασικό ερώτημα αν είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να προσαρμοστούν οι εκάστοτε κυβερνητικοί σχεδιασμοί, στη λογική διαχείρισης της ζωής μας στη μετά covid-19 εποχή, στο πλαίσιο ενός συστήματος που συνεχώς παράγει κρίσεις.
Και ας έρθουμε τώρα στη γλώσσα της πανδημίας και στους νέους όρους που διαμορφώθηκαν σταδιακά με αρχή τον όρο COVID-19 που ανακοινώθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στις 8 Φεβρουαρίου 2020. Το παράδειγμα που θα αναλύσουμε για πως δημιουργείται ο δημόσιος λόγος και τις συνέπειες μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα είναι η χρήση της πολεμικής ορολογίας.

Σε διεθνή κλίμακα λοιπόν υιοθετήθηκε ένας δημόσιος λόγος με ευθεία χρήση της πολεμικής ορολογίας που συνδέθηκε με την πανδημία. Σ’ αυτή τη νέα πολεμική ορολογία, διατυπώθηκαν και διατυπώνονται διαρκώς, όροι και εκφράσεις στον δημόσιο διάλογο, που αναπτύσσονται από τους πολιτικούς ηγέτες χωρών ολόκληρης της υφηλίου, με εκφράσεις του τύπου: «είμαστε σε πόλεμο» (Φρανσουά Ολλάντ, Πρόεδρος της Γαλλίας), «αόρατος εχθρός» (Ντόναλντ Τραμπ, Πρόεδρος των Η.Π.Α.), «βρισκόμαστε σε πόλεμο με έναν ιό» (Αντόνιο Γκουτέρες, Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών), «στρατιώτες σ’ αυτή τη μάχη» (Ναρέντα Μόντ, πρωθυπουργό της Ινδίας), «η πιο σκοτεινή ώρα» (Τζουζέπε Κόντε, Ιταλός πρωθυπουργός), «θα συναντηθούμε ξανά» (Βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας), σύγχρονο «Περλ Χάρμπορ» ή μια «νέα 9η Σεπτεμβρίου» (Άλεξ Αζάρ, υπουργός Υγείας των ΗΠΑ), «πόλεμος, μάχες και εχθρός» (Κυριάκος Μητσοτάκης, πρωθυπουργός της Ελλάδος).
Οι παραπάνω όροι και εκφράσεις του διεθνούς δημόσιου λόγου για την πανδημία παραπέμπουν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε λόγια του Ουίνστον Τσώρτσιλ, σε τραγούδια του πολέμου και σε ιστορικές επιθέσεις και τρομοκρατικές ενέργειες.
Βέβαια αυτή τη ρητορική σύνδεσης της πανδημίας με τον πόλεμο την έχουμε ξανά αντιμετωπίσει και σε άλλες περιπτώσεις με εκφράσεις «πόλεμος» κατά της φτώχειας, κατά των ναρκωτικών ή κατά του καρκίνου, όπως «μάχη» κατά της διαφθοράς, του φασισμού, του ρατσισμού, της φοροδιαφυγής ή της παραβατικότητας. Ας δούμε όμως πώς λειτουργούν στην περίπτωση του κορωνοϊού. Όταν υιοθετείται στον δημόσιο λόγο κατά της πανδημίας, η έννοια του «πολέμου», αυτόματα μας έρχεται στον νου ότι υπάρχουν «εχθροί», άρα και «μάχες» που πρέπει να κερδηθούν. Ένας «πόλεμος» όμως δεν γίνεται χωρίς να υπάρχουν «στρατηγοί» και «στρατιώτες», «προδότες» και «λιποτάκτες», «νικητές» και «ηττημένοι», «απώλειες» και «άμαχος πληθυσμός». Όλα τα παραπάνω βεβαίως οδηγούν στην πολυπόθητη «νίκη».
Ωστόσο αν ο πόλεμος είναι πανδημία που ζούμε ή μια άλλη πανδημία που ενδεχομένως έρχεται, ο εχθρός είναι τα διαδοχικά κύματα του ιού, ή όσοι και όσες δεν πειθαρχούν με τα νέα μέτρα; Οι στρατηγοί είναι οι πολιτικές ηγεσίες ή οι ερευνητές, οι επιστήμονες και το ιατρικό προσωπικό; Πώς συμπεριφερόμαστε τελικά με δεδομένο ότι έχουμε «πόλεμο»; Μήπως στον «πόλεμο» όλα επιτρέπονται και για να νικήσουμε πρέπει να κάνουμε οποιαδήποτε θυσία θα χρειαστεί; Τελικά η «νίκη» είναι η επαναφορά στη ζωή που ξέραμε ή η διάσωση της οικονομίας με κάθε κόστος που μπορεί να μετακυλιστεί χωρίς συζήτηση στον «στρατιώτη – πολίτη»; Μήπως τελικά αυτή η μεταφορά «πανδημίας – πολέμου» είναι ατυχής και πρέπει να υιοθετήσουμε άλλες εκφράσεις που είναι πιο συμβατές με την έννοια του ενεργού και υπεύθυνου πολίτη, που αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα μιας έκτακτης κατάστασης και συμπεριφέρεται στον σωστό χρόνο υπεύθυνα;

Συμπερασματικά η ζωή μετά την πανδημία φαίνεται να αλλάζει, μαζί και ο δημόσιος λόγος και η γλώσσα που διαμορφώνεται σταδιακά. Ο καθένας μπορεί να οργανώνει σχέδια και να έχει επιθυμίες για τη νέα εποχή, ωστόσο η οικονομική καταστροφή, αποτέλεσμα των αναπόφευκτων περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, φέρνει στην επιφάνεια μια εν εξελίξει ύφεση για την αντιμετώπιση της οποίας, πρέπει να ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος χωρίς να εργαλειοποιούνται όροι και να γίνονται αυθαίρετες μεταφορές.
Δεν πρέπει λοιπόν να αγνοούμαι ότι διεθνώς έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το αν η οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας θα οδηγήσει σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές ή σε πολιτικές που έχουν ως προτεραιότητα την αξία της κοινωνικότητας, της αλληλεγγύης και της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των δομών και της κοινωνικής προστασίας.

* Ο Αλέξανδρος Γ. Καπανιάρης είναι διδάκτωρ Ψηφιακής Λαογραφίας, μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του Δ.Π.Θ. και συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Πληροφορικής Θεσσαλίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το