Θ Plus

Ανάβαση στην κορυφή της Ηρακλειάς

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Είμαι καθηλωμένος στο Λιβάδι της Ηρακλειάς. Ραχατεύω κάτω από μια λαδόχρυση τέντα που έχουν φιλοτεχνήσει τ’ αρμυρίκια περιμένοντας το λεωφορειάκι που θα με πάει ώς τον Οικισμό της Παναγιάς.
Η πένα της άμμου πάει κι έρχεται. Γράφει, σβήνει και ξαναγράφει με κυκλαδική μελάνη βιβλία πολύτομης σοφίας.
Μια ειρήνη βασιλεύει εδώ για αιώνες. Φοίνικες καλαμιώνες και σχοίνα δίνουν το στίγμα της ειρήνης. Αν εξαιρέσεις τα κουβαδάκια των παιδιών που φτιάχνουν ταξίδια με βάρκες και κάστρα, σ’ έναν ακόκκαλο κόσμο, οι ενήλικες κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου.
*
Kατά τις δώδεκα και μισή που φτάνω στην Παναγιά, ο μαστρο-Βαγγέλης μού δείχνει τον δρόμο για το βουνό: «Μην πάρεις εκείνον για το σπήλαιο ούτε τον άλλον για τον Μέριχα».
Ανηφορίζω πάνω σε μια φαρδιά ολοπέτρινη στράτα για τρακόσα μέτρα. Συναντώ μια δεξαμενή και σκαρφαλώνω πάνω σε ένα στενό αλλά ευδιάκριτο μονοπάτι. Σε λίγα μέτρα το μονοπάτι διχάζεται. Παίρνω την αριστερή στράτα. Ύστερα ψηλώνω ώς το κέρας του βουνού. Και να ο πρώτος πέτρινος ορθοστάτης.
Μετράω δεκαοχτώ τέτοια όμορφα σύμβολα στη διαδρομή, καθώς και δυο τρεις μάντρες, μέχρι να πιάσω την κορυφή του Πάπα, στα 420 μέτρα. Με παίρνει κάτι λιγότερο από ώρα δρασκελίζοντας χαμηλές ζώνες βλάστησης, από φείδες, μικρά κέδρα, σχοίνα, παλιούρια και κάτι παράξενους σβώλους βασάλτη που αναχαιτίζουν την πορεία μου. Λιανολίθαρα ολόμαυρα είναι και κοτρώνια.
Η τελευταία ανάβαση γίνεται σε μεγάλο μήκος ισόπεδης κορυφογραμμής, αφού αλλάξω κατεύθυνση κι από νότια θα τραβήξω βορειοδυτικά. Τα κέδρα πυκνώνουν ολοένα κι περσότερο, έτσι που είναι σα να βαδίζω ανάμεσα στα γένια του Προφήτ’ Ηλία, που κανακεύει την πορεία μου από μια θέση κορυφαίας ισχύος, όχι πολύ αλαργινή, από εδώ.
Γύρω από το κολωνάκι της κορυφής του Πάπα στροβιλίζονται κεδράκια και έρπουσες διμοιρίες από σχοίνα.
Ως εδώ το βλέμμα είναι γατζωμένο από τα εδάφια της Ηρακλειώτικης χώρας. Τώρα ήρθε η ώρα να αυτομολήσει και να γραπώσει εικόνες και σήματα της θάλασσας και τ’ ουρανού, ν’ αγκυρώσει σε βραχονησίδες και πυθμένες γαλαζοαίματους.
Μακρινός διάδρομος αλήθειας και δέους αποκαλύπτεται σε όλα τα φάσματα των προβολών του ορίζοντα. Ανατολικά η Κέρος με τα Κερονήσια της, στη σειρά η Σχοινούσα, το Πάνω και το Κάτω Κουφονήσι, η Αμοργός. Νότια η Νιος, η Σαντορίνη, η Ανάφη. Δυτικά η Πάρος, η Αντίπαρος κι η Σίφνος. Και βόρεια η αρχοντική κορμοστασιά της Νάξου με τον Ζα, γαμψόνυχο πετρίτη στην κορφή της. Ολόγυρα απλωμένοι πλήθος Αϊ-Λιάδες, στις βουνοκορφές και στα καραούλια.
Όλα τα νησιά, τα νησόπουλα, οι καλόγεροι κι οι μεμονωμένες βραχίδες είναι ντυμένα μέσα σε μια θαμπογάλανη νηνεμία.

Ο Προφήτης Ηλίας με φόντο τα νησιά των μικρών Κυκλάδων

*
Εγκαταλείπω την κορυφή του Πάπα με προορισμό τον Αϊ-Λιά, τον προφήτη των κορυφών. Πρώτα όμως πρέπει να περάσω από τον ονομαστό γκρεμό του Μέριχα, απ’ όπου ευελπιστώ να μεταλάβω των αχράντων οπτικών μυστηρίων του εκπληκτικού αυτού τοπίου.
Ξαναδιασχίζω ολόκληρη την κορυφογραμμή με κατεύθυνση τώρα αντίστροφη, δηλαδή νοτιοανατολική έχοντας κατακέφαλα την ωραία βραχόσπαρτη πολυνησία της Κέρου. Καβάλα σε έναν αντάρτη άνεμο, διαγράφω μια πορεία ακτινωτής διαδρομής σε ολόκληρο το ανατολικό μέτωπο του νησιού, για να φτάσω σε ένα γκρέμι μη παρέκει.
Καμπυλώνω τον αυχένα σα λουλούδι στο χείλος του κι ο γκρεμός μου αποκρίνεται με νόημα ανοίγοντας μια απέραντα γαλανή ομπρέλα που αποκαλύπτει τον βραχώδη καταρράχτη του Μέριχα, τα σμαραγδένια νερά κι ένα αδυσώπητο χάος που ξέρει να γράφει ερωτικές επιστολές στις αφέντρες των αισθήσεων και του δέους.
Αφήνω την υπέροχη αυτή σχισμή της Ηρακλειάς για να συγκλίνω προς την κατεύθυνση του Αϊ-Λια.
Διασχίζω εγκάρσια μια λωρίδα πέτρινης ράχης, ώσπου καταλήγω στην εμπασιά μιας ολόλευκης πόρτας, της ωραίας ασβεστούχας πύλης του θυμόσοφου προστάτη των κορυφών.
Ανοίγω το πορτέλι και εισέρχομαι στα τρανταχτά του μυστήρια. Με υποδέχεται ένας ευεργέτης άνεμος, ακόλουθος του προφήτη. Τυφλοσούρτης αληθείας και ουράνιος φωτοδότης ο άγιος, διερμηνεύει τα μηνύματα των μετέωρων καιρών διευκολύνοντας την κυκλοφορία των εξαγνισμένων αισθήσεων.
Διακρίνω μια πλατιά θάλασσα τρυφερού χάους, ενώ μια πόλωση αισθημάτων με πνίγει από το βάθος, καθώς παρατηρώ ανθρώπους από τις κάτω χώρες.
*
Μπαίνω με επιφύλαξη στο εσωτερικό του εξωκλησιού. Στην άκρη αριστερά ο αναμαλλιασμένος άγιος, σκυθρωπός, γαλανομάτης, ακαταμάχητος, που διυλίζει με ένα του διάπυρο βλέμμα την υλική ματιά μου.
«Τι θέλεις εδώ», μου λέει, αφήνοντας από το μάγουλό του να πέσει μια σταγόνα δάκρυ, λευκό κι ανεξακρίβωτο δάκρυ που όμως λέει πολύ περισσότερα από όσο ένας καταγγελτικός του λόγος.
Ασπάζομαι εκείνο το φλογισμένο δάκρυ, που έχει τη γεύση της ψηλής περηφάνιας κι αμέσως μου χαμογελάει.
«Τι να κάνω» του απαντώ, «κάτω σε κείνη τη θάλασσα των παθών και του χαμού, όταν εδώ πάνω λαλούν τα ρήματα της αγιοσύνης κι εκπέμπεις εσύ», του λέω, «τις λάμψεις μιας ακαταμάχητης φωτοχυσίας των υψηλών στόχων της ζωής; Τι να κάμω εκεί κάτω;»
Mε κοιτάει από την κορφή ως τα νύχια κι ως τα μέσα της καρδιάς και του αίματος. Δε μασάει τα λόγια του:
«Θα σου δώσω», μου λέει, «μια μικρή διορία και θα σε διευκολύνω να «δεις», αλλά ύστερα θα μου πεις τι «είδες» από το φτωχικό μου εδώ πάνω, διακρίνοντας τα «πλούτη» των συνανθρώπων σου, εκεί κάτω, την ίδια ώρα που όλοι αυτοί οι περισπούδαστοι σπαταλούν τη ζωή τους ανάμεσα σε ανώφελα κέρδη και συμφέροντα, σε εικονικούς συμβιβασμούς και αναπότρεπτες αντιδικίες και διεκδικήσεις, σε οφέλη και ζημίες. Θα μου δώσεις λογαριασμό, αν θέλεις να σε αφήσω να μπεις στο βασίλειό μου και στο πνεύμα της ουράνιας αντίληψης των αρρήτων και των υπορρήτων αυτής της πολυπόθητης «ζωής»…

Από την κορυφή της Ηρακλειάς διακρίνεται κατά σειρά η Σχοινούσα, το κάτω και το πάνω Κουφονήσι.

*
Τον αφήνω να με κοιτά παράξενα κι ερευνητικά. Είναι σα να διερωτάται τι να θέλω εκεί πάνω, στους θύλακες της φτώχειας και της λιτότητας, την ίδια ώρα που τα φίλεργα δαιμόνια των ανθρώπων ισοσκελίζουν το δούναι με το λαβείν με το δεύτερο να κερδίζει πάντα…
Ερμητικό το βλέμμα του κι ανησυχαστικό. Δεν μπορεί να μη σχολιάσει την παρουσία του ανθρώπου εδώ πάνω, ως απεσταλμένου κάποιου πονηρού δαίμονα.
Κλείνω βιαστικά το πορτέλι και βγαίνω στον ύπαιθρο λόγο του Προφήτη. Μια ήρεμη κι αναπότρεπτη αυθεντικότητα μεταφυσικής διαχέεται παντού. Αέρας, θάμπος, γαλήνη, ασβέστης και γλώσσες φωτιάς, μια Ιερή Συμμαχία δηλαδή των θεμιτών και των άυλων υπερούσιων αγαθών. Πού να ρίξω το υλικό μου βλέμμα, και να μη δω μιαν εικόνα αντεστραμμένη, μια εικόνα από τοπία τεθλασμένα κι απατηλά μια εικόνα ανθρώπων αλεσμένων από την ύλη κι υποταγμένων στην ανάγκη και στην εύκολη ελπίδα;
Ύστερα γυρίζω στο στασίδι του προφήτη, μα το σκίτσο του είναι φευγάτο. Μόνη η γενειάδα του, πλούσια, μεγαλωμένη σε λίγα λεπτά, έχει σκορπίσει στο τέμπλο και δεν έχει μείνει παρά μια φιλάγαθη εξιστόρηση των ταξιδιών και των αέναων κύκλων του σε κορυφές και κορυφές ανά τον κόσμο σε όλες συλλήβδην τις βουνίσιες καμπύλες των σταθμών του. Και πίσω από τα γένια του διακρίνω καθαρά την πικρή μοναξιά του. Που είναι και δική μου μοναξιά.
Ξαναβγαίνω έξω και μια αδρανής ευφροσύνη με κυριεύει, απ’ την αφή του αιώνιου. «Βλέπω» τον κόσμο του, το άρμα που κληρονόμησε από τον φτερωτό Πήγασο – άλλοι λένε απ’ τον Απόλλωνα – και μελαγχολώ σα γυρίσω το υλικό μου βλέμμα καταπάνω στη χαμηλή φωτιά της ανθρώπινης ακαταστασίας.
Σαρώνω με το βλέμμα όλα τα επίγεια όνειρα των ανθρώπων. Που ξεκινάνε τη ζωή τους με χαριτωμένη αφέλεια και κρυφή ματαιοδοξία. Ν’ αναμορφώσουν τον κόσμο. Ο καθένας με τη δική του φιλοδοξία, την ίδια πάντοτε μεγάλη ιδέα.
Τι να κάμω στη θάλασσα των ανθρώπων, της ρουτίνας και της ανίας, όταν εδώ πάνω γιορτάζεται μια φιλάγια συνάθροιση ευωδιών και φωταψίας;
Τι να κάμω εκεί κάτω, πλάι στους ανθρώπους του καθήκοντος, της συνήθειας, και της αιώνιας τύρβης και τριβής;
Όταν εδώ πάνω και κάτω από ένα αστείρευτο και παρατεταμένο λευκό στροβιλίζονται οι ηνίοχες φτερούγες του προφήτη κι ανακατεύονται οι πλεξούδες των μαλλιών – ανέμων του με τα όνειρά μου;
Όταν εδώ πάνω έχω βρει το αλεξίλυπο εκκλησάκι του προφήτη που με απορροφάει ίσαμε τις πηγές της χαράς, της αυτάρκειας και της ευδαιμονίας;
Όταν εδώ πάνω στα καθαρόαιμα ύψη τ’ Αϊ-Λια ανάβει η μέθη των αισθήσεων και βράζει ο μούστος της αγάπης;
Νιώθω πιο βολικά εδώ πάνω, αγγίζοντας ανεπιτήδευτα επίπεδα ευψυχίας και γαλήνης, ανάμεσα στα γένια του προφήτη, στα δάχτυλα των ποδιών και στα λιπόσαρκα μέλη του, τρώγοντας ακρίδες κι άγριο μέλι.
Τι να κάμω κάτω στον βυθό των ανθρώπων με το βάρος της εκφοράς των ίδιων λέξεων που χτίζουν ολοένα τις ίδιες συνήθειες και τις ίδιες συμβάσεις, όταν εδώ πάνω αναπνέω το αντίβαρο της ουράνιας αποκάλυψης;
Όταν εδώ πάνω λειτουργεί ο προφήτης ήλιος είτε με εωθινό φελόνι είτε με απόδειπνο ράσο;

Φίδες και σχίνα έξω από το ξωκλήσι του προφήτη Ηλία. Στο βάθος διακρίνεται ο οικισμός της Παναγιάς

*
Βαθιά μέσα στο ξωκλήσι του κάθε βουνίσιου προφήτη αντηχάει ο λόγος της ερημιάς, έτσι όπως τον αφήνει ο στενόμακρος λαιμός του φεγγίτη να εισχωρήσει με μια λεπίδα φωτός που πέφτει πάνω στο αγαθό κεφάλι του προφήτη.
Εδώ πάνω τα μύρα του ουράνιου κάμπου είτε φείδες και σχοίνα τα λένε αυτά είτε κοτρώνια κι αφάνες, παλιούρια και δήθεν άχρηστα πράματα, σίγουρα θα μου χρησιμέψουν πιότερο στη διάπλευση της «άλλης» ζωής που μου υποσχέθηκε ο προφήτης…
*
Ύστερα αγκαλιαστήκαμε με τον άγιο κι αφού πήρα την ευλογία του και δώσαμε ραντεβού για του χρόνου στην Αμοργό, έκαμα ένα βήμα πίσω, έκλεισα το πορτέλι κι έριξα μια τελευταία ματιά, στον ασβέστη, στα κέδρα και στο θεόπνευστο γαλάζιο της μορφής του παίρνοντας τον δρόμο για το Λιβάδι, με το φεγγερό ακρογιάλι, τα υλικά αγαθά των ανθρώπων και τα άλλα ποικιλόμορφα στολίδια τους…

14 Ιούλη του ’18

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το