Τοπικά

Αναμνήσεις στων μαχαιριών την κόψη… Ο Χαράλαμπος Αλεξάνδρου μιλάει για μία παράδοση δύο αιώνων στην Κερασιά Πηλίου

Στην Κερασιά Πηλίου τρεις φαμίλιες κατείχαν τα μυστικά της μαχαιροποιίας. Οι οικογένειες Αλεξάνδρου, Ταγματάρχη και Σωτηρίου έφτασαν στο απόγειο την τέχνη της κατασκευής μαχαιριών, μία παράδοση που κουβαλάει ιστορία 200 ετών. Τα αυριανά εγκαίνια της έκθεσης «Μαχαιροποιοί-οπλουργοί της Κερασιάς», που θα φιλοξενηθεί στον νέο επιβατικό σταθμό λιμένα Βόλου, θα δώσει την ευκαιρία στο κοινό της περιοχής, να γνωρίσει καλύτερα τους ξακουστούς Κερασιώτες σιδηρουργούς, παρότι η τέχνη τους θυσιάστηκε στον βωμό της εξέλιξης και δεν επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας.

Ο πρόεδρος του Κέντρου Ιστορίας και Πολιτισμού Κερασιάς (Κ.Ι.ΠΟ.ΚΕ.) κ. Χαράλαμπος Αλεξάνδρου, μίλησε για την έκθεση που θα ανοίξει τις πύλες της αύριο. «Θα γίνει μία ιστορική αναφορά στους μαχαιράδες και πώς προέκυψε το επάγγελμα στο χωριό. Πριν από τις αρχές του 19ου αιώνα δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες. Η τέχνη των μαχαιροποιών χάνεται στο βάθος του χρόνου, όμως μέχρι και τις αρχές του 2000, που σταμάτησε να εργάζεται ο Απόστολος Ταγματάρχης, έχουμε συγκεντρώσει σημαντικές πληροφορίες», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο πατέρας του, Κώστας Αλεξάνδρου και ο Απόστολος Ταγματάρχης ήταν οι δύο τελευταίοι τεχνίτες, οι οποίοι πέρα από την κατασκευή μαχαιριών, έφτιαχναν επίσης αγροτικά και κτηνοτροφικά εργαλεία, ενώ ασχολήθηκαν και με την επισκευή όπλων. Εφοδίασαν χιλιάδες νοικοκυριά, όχι μόνο στη Μαγνησία, αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές. Ο πρόεδρος του ΚΙΠΟΚΕ σημείωσε: «Το επάγγελμα άκμασε την εποχή, που οι περισσότερες εργασίες γίνονταν χειρωνακτικά. Χάρη σ’ αυτούς τους μάστορες, είχαν αυτάρκεια στο χωριό σε ατσάλινα, κυρίως, μαχαίρια, εργαλεία οικιακής χρήσης, γεωργικά και κτηνοτροφικά εργαλεία. Ήταν οι μοναδικοί στο Πήλιο και από τους ελάχιστους στη Θεσσαλία, που έκαναν και εξαγωγές. Αρχικά η παραγωγή έφτανε στους υπόλοιπους θεσσαλικούς Νομούς. Ο παππούς μου, Χαράλαμπος Αλεξάνδρου, πήγαινε στο παζάρι του Βελεστίνου και πούλαγε τα προϊόντα του. Αργότερα, η διάθεση των προϊόντων επεκτάθηκε και πέρα της Θεσσαλίας, π.χ. στη Μακεδονία και την Πελοπόννησο. Οι κατασκευές αφορούσαν μαχαίρια, κλαδευτήρια, τσαπιά, δρεπάνια, «λελέκια», τα δρεπάνια που χρησιμοποιούσαν για τη συγκομιδή χόρτου και άγριων δημητριακών, χασάπικες μαχαίρες κ.ά. Ασχολήθηκαν και με το ξύλο, φτιάχνοντας κουτάλες, μέχρι και ξύλινα πιάτα. Κάλυπταν ευρύ φάσμα κατασκευών».

Μία ενδιαφέρουσα πτυχή της πηλιορείτης τεχνικής ήταν το σκάλισμα στίχων επάνω στα μαχαίρια. «Τη Δευτέρα θα παρουσιάσουμε δυο-τρία στιχάκια, που διασώσαμε. Συνήθως προτιμούσαν στίχους παλικαριάς, αγάπης ή άλλοτε εύθυμα, τα οποία γράφονταν με έναν τρόπο, που δεν ήταν και πολύ γνωστός. Η επιφάνεια της λεπίδας καλυπτόταν με κερί και σκάλιζαν το κείμενο. Μετά εμβάπτιζαν τα μαχαίρια σε ακουαφόρτε, δηλαδή διάλυμα υδροχλωρικού οξέος και πετύχαιναν τη διάβρωση της μεταλλικής επιφάνειας, που είχε μείνει κενή», είπε ο κ. Αλεξάνδρου, αναλύοντας την τεχνική επεξεργασίας.

Και με όπλα
Οι δύο τελευταίοι εκπρόσωποι της κερασιώτικης σιδηρουργίας, ασχολήθηκαν και με την επισκευή όπλων, με τον δραστήριο πρόεδρο του Κέντρο Ιστορίας και Πολιτισμού να θυμάται: «Αμφότεροι αγαπούσαν το κυνήγι και όταν παρουσιάστηκαν στον στρατό, δήλωσαν οπλουργοί κι έμαθαν την τέχνη. Ο πατέρας μου κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του το 1924. Ο Ταγματάρχης, ο οποίος ήταν και δέκα χρόνια μικρότερος, το 1934. Εξίσου σημαντικό είναι ότι υπήρξαν επικεφαλής του συνεργείου του 54ου Συντάγματος ΕΛΑΣ, που επιδιόρθωνε όπλα. Η προσφορά τους στον αγώνα της Αντίστασης ήταν μεγάλη κι αυτό έχει τεκμηριωθεί και ιστορικά. Υπάρχει μία μαρτυρία, ότι κάποτε στον Ταγματάρχη έφεραν μέχρι και από τη Ρόδο να επισκευάσει ένα όπλο. Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του ’60, οι εταιρείες δεν προμήθευαν».

Τα εργαστήριά τους υπήρξαν τα… βασίλειά τους, όπου οι δύο ξακουστοί μάστορες δούλεψαν με μεγάλο μεράκι επί σειρά δεκαετιών. «Ο πατέρας μου κατέβηκε στον Βόλο το 1929. Μεγάλο εγχείρημα να φύγεις από το χωριό και να έρθεις στην πόλη. Αρχικά το εργαστήρι του βρισκόταν στην οδό Παπακυριαζή. Τη δεκαετία του ’70 μετακόμισε στην οδό Κροκίου. Υπάρχουν και φωτογραφίες από τα εργαστήρια, που ήταν γεμάτα εργαλεία. Τα τελευταία χρόνια είχαν αντικριστά τα μαγαζιά τους, στην Κροκίου, πολύ πριν γίνει η πεζοδρόμηση του δρόμου στα Παλαιά».

Η πραγματοποίηση της έκθεσης, όπως είναι φυσικό, ξύπνησε πολλές αναμνήσεις στον Χαράλαμπο Αλεξάνδρου. Πόσο μάλιστα έχοντας περάσει χρόνια, που οι δύο σιδηρουργοί δεν βρίσκονται στη ζωή (ο Ταγματάρχης πέθανε το 2000 σε ηλικία 87 ετών, ενώ ο Κ. Αλεξάνδρου απεβίωσε το 1997 στα 94 χρόνια του). «Όταν ήμουν παιδί, πήγαινα στο εργαστήρι και βοηθούσα τον πατέρα μου. Το εκπληκτικό είναι ότι ενώ όλα αυτά ήταν ξεχασμένα στο βάθος του μυαλού μου, τώρα θυμήθηκα πολλά», εξομολογήθηκε, ενώ κλείνοντας αναφέρθηκε στους λόγους. που η τέχνη των μαχαιροποιών δεν επιβίωσε μέχρι σήμερα: «Ο παππούς μου έλεγε στον πατέρα μου: «Τα γράμματα δεν φέρνουν λεφτά. Πρέπει να δουλέψεις». Ο πατέρας μου, πάλι, υποστήριζε το αντίθετο. Ήταν ο πόθος των γονέων μας εκείνη την εποχή. Πήραμε άλλες κατευθύνσεις. Δεν ασχολήθηκα και το επάγγελμα στην οικογένειά μας χάθηκε. Δεν υπήρξε συνέχεια. Όπως και τα παιδιά του Απόστολου Ταγματάρχη σπούδασαν. Όμως, η τέχνη τους χάθηκε και για έναν ακόμη λόγο. Όσο η χώρα μας ερχόταν σε επαφή με το διεθνές περιβάλλον, τόσο τελικά δεχόταν εμπορικές και οικονομικές επιρροές από ξένες χώρες. Εδώ μιλάμε για βιοτεχνίες, που απασχολούσαν έναν-δυο ανθρώπους. Η παραγωγή ήταν μικρή και οι μαχαιράδες της Κερασιάς δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις βιομηχανίες, που πουλούσαν τα προϊόντα τους σε ευτελείς τιμές. Έτσι έσβησε η τέχνη τους, ενώ κάτι ανάλογο συνέβη και με το επάγγελμα του οπλουργού».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το