Κόσμος

Ανάλυση: Γιατί πέφτουν συχνά πλέον έξω οι δημοσκοπήσεις

Δεν είχε καλά καλά επιβεβαιωθεί η νίκη του Donald Trump και στα social media άρχισε η σκληρή κριτική στις δημοσκοπήσεις, μη εξαιρουμένης και της στατιστικής γενικότερα. Πριν αναφερθώ στις δημοσκοπήσεις, καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε ότι με την ευρεία έννοια του όρου, στατιστικά μοντέλα χρησιμοποιούνται με μεγάλη επιτυχία σε άπειρες εφαρμογές καθημερινά. Για παράδειγμα, σε κλινικές έρευνες, στα πειράματα του CERN, αλλά και στο spam filter του email σου, τη στιγμή που διαβάζεις αυτό το κείμενο.
Τι συμβαίνει όμως με τις δημοσκοπήσεις και τις ηχηρές αποτυχίες τους τα τελευταία χρόνια;

Να υπενθυμίσω εδώ ότι τις περισσότερες φορές οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν σωστά τα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά σίγουρα οι αποτυχημένες προβλέψεις είναι αυτές που “μένουν”.  Τι φταίει λοιπόν; Πιστεύω ότι η κυρία αιτία είναι η δυσκολία εύρεσης αντιπροσωπευτικών δειγμάτων του εκλογικού σώματος. Οι δειγματοληπτικές μέθοδοι, οι οποίες εξασφαλίζουν την αντιπροσωπευτικότητα των δειγμάτων, είναι γνωστές εδώ και δεκαετίες, δεν υπάρχει κάποιο μυστικό εκεί. Το πρόβλημα είναι πρακτικό και έχει να κάνει με τη δυσκολία που έχει μια εταιρία δημοσκοπήσεων, με δειγματοληψία που διαρκεί μερικές μέρες,  να προσεγγίσει τους πολίτες που πρέπει να είναι στο δείγμα ώστε αυτό να είναι αντιπροσωπευτικό. Ως μέτρο σύγκρισης αξίζει να αναφερθεί ότι η δειγματοληψία σε δημοσκοπικές έρευνες που χρησιμοποιούνται  σε διάφορους τομείς όπως η δημόσια υγεία, επιδημιολογία, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες και οικονομικά μεταξύ άλλων, έχει διάρκεια αρκετούς μήνες και πολλές φορές περισσότερο από έναν ολόκληρο χρόνο.

Γίνεται κατανοητό ότι σε κάποιες κοινωνικές ομάδες η δειγματοληψία είναι πιο δύσκολη σε σχέση με άλλες. Για παράδειγμα, οι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, μέσης ηλικίας λευκοί πολίτες των ΗΠΑ – ειρήσθω εν παρόδω η μόνη κοινωνική ομάδα σε χώρα υψηλού εισοδήματος που το μέσο προσδόκιμο ζωής της μειώνεται τα τελευταία χρόνια – ίσως είναι πιο δύσκολο να συμπεριληφθούν σε δημοσκοπικές έρευνες, σε σχέση με πολίτες μέσου ή υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Προφανώς οι εταιρίες το γνωρίζουν αυτό, αλλά σε ένα κόσμο που κινείται με τρομακτική ταχύτητα κανείς (ΜΜΕ και κοινό) δεν μπορεί να περιμένει.

Η συνήθης – επιστημονικά απολύτως σωστή –  πρακτική της στάθμισης έτσι ώστε, παρόλα τα πρακτικά προβλήματα, η στατιστική εκτίμηση της πρόθεσης ψήφου να είναι σωστή μπορεί να λύσει, μέχρι ένα σημείο, το πρόβλημα. Όχι όμως όταν κάποιες κοινωνικές ομάδες δεν περιλαμβάνονται καθόλου στο δείγμα. Αυτό ήταν και το συμπέρασμα της επιστημονικής επιτροπής που ερεύνησε τους λόγους της αποτυχίας των δημοσκοπήσεων στο πρόσφατο δημοψήφισμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Προφανώς υπάρχουν κι άλλα προβλήματα, π.χ. οι συμμετέχοντες στις δημοσκοπήσεις, μερικές φορές, απλώς δεν εκφράζουν με ειλικρίνεια ή δεν αποκαλύπτουν καθόλου την πρόθεση ψήφου τους.  Επίσης,  δεν πρέπει  να ξεχνάμε ότι αυτού του είδους οι δημοσκοπήσεις προσπαθούν να προβλέψουν το μέλλον και οι ψηφοφόροι είναι πιθανό να αλλάξουν γνώμη μέχρι τις εκλογές. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, οτι το British Election Study, που διενεργείται μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση, αποτυπώνει σωστά τα εκλογικά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια.

Εντέλει, θεωρώ ότι το βασικό πρόβλημα στις ‘αποτυχίες’ των δημοσκοπήσεων είναι πως τα δείγματα δεν είναι αντιπροσωπευτικά του εκλογικού σώματος και ότι, δυστυχώς, οι παραδοσιακές σταθμίσεις δείχνουν ότι δεν είναι τόσο αποτελεσματικές πια. Το πρόβλημα γίνεται  πιο σοβαρό όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι το εκλογικό σώμα αλλάζει σε σχέση με το παρελθόν, ειδικά από ψηφοφόρους που δεν είχαν ασκήσει  το εκλογικό τους δικαίωμα σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Σε αυτή την περίπτωση, οι δημοσκοπήσεις έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να πέσουν έξω στις προβλέψεις τους γιατί οι παραδοσιακές σταθμίσεις  δεν μπορούν να “διορθώσουν” επαρκώς το δείγμα τους.

Ένας κόσμος χωρίς δημοσκοπήσεις είναι πολύ χειρότερος από ένα κόσμο όπου οι δημοσκοπήσεις κάνουν λάθος προβλέψεις αλλά τουλάχιστον μπορούμε να τις βελτιώσουμε. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, αλλά γενικά χρειάζεται να βρεθούν τρόποι έτσι ώστε τα δείγματα να είναι όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικά του εκλογικού σώματος. Χρειάζεται ακόμα περισσότερη μεθοδολογική δουλειά με στόχο την εύρεση πιο αποδοτικών σταθμίσεων και ίσως συνδυασμός των “γρήγορων” δημοσκοπήσεων με άλλες μεθόδους πρόβλεψης εκλογικών αποτελεσμάτων.

Όσο αφορά τη χώρα μας, χρειάζεται επιπροσθέτως περισσότερη διαφάνεια. Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο να δημοσιεύονται δημοσκοπήσεις την ίδια εβδομάδα με εκ διαμέτρου αντίθετα αποτέλεσματα, στις οποίες τα δείγματα συμπεριφέρονται στατιστικά λες και προέρχονται από διαφορετικά εκλογικά σώματα. Προφανώς αυτό είναι αδύνατο, η διαφορά οφείλεται είτε στη δειγματοληπτική μέθοδο, είτε στον τρόπο μέτρησης (τηλέφωνο, πρόσωπο με πρόσωπο, online), είτε στις σταθμίσεις. Καλό είναι να αναφέρονται όλα με κάθε λεπτομέρεια και απόλυτη διαφάνεια στην ταυτότητα των ερευνών, ώστε να μπορούν να εξαχθούν σωστά συμπεράσματα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία των εταιριών του χώρου.

 

Ο Γιώργος Β. Πλουμπίδης είναι  καθηγητής Υγείας του Πληθυσμού και Στατιστικής στο Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του University College του Λονδίνου (UCL), καθώς και επικεφαλής στατιστικολόγος και διευθυντής έρευνας στο Centre for Longitudinal Studies  του ίδιου πανεπιστημίου.

Πηγή: The TOC

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το